Anonymous

χιτώνας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
(46)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[χιτών]], -ῶνος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) στενό και ποδήρες [[ένδυμα]], [[συνήθως]] [[χωρίς]] [[μανίκια]], αποτελούμενο από ορθογώνιο [[κομμάτι]] ύφασμα, το οποίο τυλιγόταν [[κατάσαρκα]] με πτυχώσεις και συναπτόταν με πόρπες ή με περόνες [[πάνω]] από τους ώμους και το οποίο φορούσαν αρχικά μόνον οι άνδρες, [[αλλά]] αργότερα και οι γυναίκες (α. «[[ιωνικός]] [[χιτώνας]]» — [[ποδήρης]] και [[χειριδωτός]] [[χιτώνας]] από λινό ύφασμα<br />β. «[[δωρικός]] [[χιτώνας]]» — [[μάλλινος]] [[τετραγωνοειδής]] [[χιτώνας]], με ή [[χωρίς]] [[μανίκια]], ο [[οποίος]] [[μόλις]] κάλυπτε τα γόνατα<br />γ. «[[μαλακὸν]] δ' ἔκδυνε χιτῶνα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[πουκάμισο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] είδους [[κάλυμμα]] ή [[περίβλημα]] (α. «οι χιτώνες της Γης» — τα ομόκεντρα στρώματα της Γης<br />β. «τὸν ἔσχατον της φιλοτιμίας χιτώνα ἀποδύσασθαι», Iουλ.)<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> [[κάθε]] [[υμενώδης]] [[σχηματισμός]] που περιβάλλει ένα όργανο, συμμετέχοντας στη [[συγκρότηση]] του τοιχώματός του (α. «[[χοριοειδής]] [[χιτώνας]]» β. «[[αμφιβληστροειδής]] [[χιτώνας]]» γ. «τὸν ἔσχατον χιτῶνα τῆς καρδίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[άγιος]] [[χιτώνας]]» και «[[ἅγιος]] [[χιτών]]»<br /><b>εκκλ.</b> ο [[χιτώνας]] του Χριστού, τον οποίο, λίγο [[πριν]] από τη [[σταύρωση]], αφαίρεσαν οι στρατιώτες του Πιλάτου και έριξαν κλήρο για το [[ποιος]] θα τον κερδίσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> αντιπροσωπευτικό [[γένος]] και [[κοινή]] [[ονομασία]] τών αμφίνευρων [[μαλακίων]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> α) [[γένος]] ποωδών [[φυτών]]<br />β) [[ονομασία]] καθενός από τα δύο περιβλήματα του σπερματικού [[πυρήνα]], τα οποία περιβάλλουν και καλύπτουν [[μερικώς]] τον σπερματικό [[πυρήνα]] στη [[σπερμοβλάστη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Χιτών ο [[χνοώδης]]»<br /><b>βοτ.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] είδους [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(γενικά) [[ένδυμα]], [[ρούχο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θώρακας]] από [[δέρμα]], καλυμμένος με λεπίδες ή μεταλλικούς κρίκους («ῥῆξεν δὲ οἱ ἀμφὶ χιτῶνα χάλκεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[πάνω]] [[μέρος]] του σανδαλιού, που κάλυπτε το [[πόδι]]<br /><b>3.</b> το [[δέρμα]] του φιδιού<br /><b>4.</b> το [[περίβλημα]] του αβγού («τοῡ ᾠοῡ oἱ χιτῶνες οἱ περιέχοντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> αλιευτικό [[δίχτυ]]<br /><b>6.</b> ο [[ιστός]] της αράχνης<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ χιτῶνες</i><br />οι φλοιοί σπόρων και βολβοειδών ριζών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., σημιτικής προέλευσης, η οποία εισήλθε στην Ελληνική, πιθανότατα μέσω της Φοινικικής (<b>πρβλ.</b> φοινικικό <i>ktn</i> «[[χιτώνας]] από λινό ύφασμα»). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή σε τ. πτώσεων <i>kito</i>, <i>kitone</i>, <i>kitona</i>, <i>kitopi</i>, [[καθώς]] και ως β' συνθετικό στον τ. <i>epi</i>-<i>kitonija</i>. Εκτός από τον τ. [[χιτών]], η λ. εμφανίζει και τις μορφές [[κιθών]] (με [[μετάθεση]] της δασύτητας) και [[κιτών]], [[χιθών]] (από συμφυρμό τών τ. [[χιτών]] και [[κιθών]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χιτώνιο]](<i>ν</i>), [[χιτωνίσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χιτωνάριον]], [[χιτωνία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χιτωνίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[χιτωνοφόρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χιτωνοπώλης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χιτωνοειδής]]. (Β' συνθετικό) <i>μελανοχίτων</i>(<i>ας</i>), [[φαιοχίτων]](<i>ας</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αβροχίτων]], <i>αδετοχίτων</i>, <i>αμιτροχίτων</i>, [[αστροχίτων]], [[αχίτων]], [[δερματοχίτων]], [[διχίτων]] (<i>διχίτωνος</i>), [[ελκεχίτων]], [[θηλυχίτων]], [[κηροχίτων]], [[κισσοχίτων]], [[κυανοχίτων]], [[λευκοχίτωνος]], [[λινοχίτων]], [[λυσιχίτων]], [[μιτροχίτων]], [[μονοχίτων]], [[νεβροχίτων]], [[ξανθοχίτων]], [[οινοχίτων]], [[οιοχίτων]], [[πολυχίτων]], [[προβατοχίτων]], [[ρυσοχίτων]], [[σιδηροχίτων]], [[τετραχίτων]], [[τοξοχίτων]], [[υγροχίτων]], [[υποχίτων]], [[χαλκοχίτων]], [[χρυσοχίτων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ερυθροχίτων]]].
|mltxt=ο / [[χιτών]], -ῶνος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) στενό και ποδήρες [[ένδυμα]], [[συνήθως]] [[χωρίς]] [[μανίκια]], αποτελούμενο από ορθογώνιο [[κομμάτι]] ύφασμα, το οποίο τυλιγόταν [[κατάσαρκα]] με πτυχώσεις και συναπτόταν με πόρπες ή με περόνες [[πάνω]] από τους ώμους και το οποίο φορούσαν αρχικά μόνον οι άνδρες, [[αλλά]] αργότερα και οι γυναίκες (α. «[[ιωνικός]] [[χιτώνας]]» — [[ποδήρης]] και [[χειριδωτός]] [[χιτώνας]] από λινό ύφασμα<br />β. «[[δωρικός]] [[χιτώνας]]» — [[μάλλινος]] [[τετραγωνοειδής]] [[χιτώνας]], με ή [[χωρίς]] [[μανίκια]], ο [[οποίος]] [[μόλις]] κάλυπτε τα γόνατα<br />γ. «[[μαλακὸν]] δ' ἔκδυνε χιτῶνα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[πουκάμισο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] είδους [[κάλυμμα]] ή [[περίβλημα]] (α. «οι χιτώνες της Γης» — τα ομόκεντρα στρώματα της Γης<br />β. «τὸν ἔσχατον της φιλοτιμίας χιτώνα ἀποδύσασθαι», Iουλ.)<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> [[κάθε]] [[υμενώδης]] [[σχηματισμός]] που περιβάλλει ένα όργανο, συμμετέχοντας στη [[συγκρότηση]] του τοιχώματός του (α. «[[χοριοειδής]] [[χιτώνας]]» β. «[[αμφιβληστροειδής]] [[χιτώνας]]» γ. «τὸν ἔσχατον χιτῶνα τῆς καρδίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[άγιος]] [[χιτώνας]]» και «[[ἅγιος]] [[χιτών]]»<br /><b>εκκλ.</b> ο [[χιτώνας]] του Χριστού, τον οποίο, λίγο [[πριν]] από τη [[σταύρωση]], αφαίρεσαν οι στρατιώτες του Πιλάτου και έριξαν κλήρο για το [[ποιος]] θα τον κερδίσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> αντιπροσωπευτικό [[γένος]] και [[κοινή]] [[ονομασία]] τών αμφίνευρων [[μαλακίων]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> α) [[γένος]] ποωδών [[φυτών]]<br />β) [[ονομασία]] καθενός από τα δύο περιβλήματα του σπερματικού [[πυρήνα]], τα οποία περιβάλλουν και καλύπτουν [[μερικώς]] τον σπερματικό [[πυρήνα]] στη [[σπερμοβλάστη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Χιτών ο [[χνοώδης]]»<br /><b>βοτ.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] είδους [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(γενικά) [[ένδυμα]], [[ρούχο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θώρακας]] από [[δέρμα]], καλυμμένος με λεπίδες ή μεταλλικούς κρίκους («ῥῆξεν δὲ οἱ ἀμφὶ χιτῶνα χάλκεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[πάνω]] [[μέρος]] του σανδαλιού, που κάλυπτε το [[πόδι]]<br /><b>3.</b> το [[δέρμα]] του φιδιού<br /><b>4.</b> το [[περίβλημα]] του αβγού («τοῦ ᾠοῦ oἱ χιτῶνες οἱ περιέχοντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> αλιευτικό [[δίχτυ]]<br /><b>6.</b> ο [[ιστός]] της αράχνης<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ χιτῶνες</i><br />οι φλοιοί σπόρων και βολβοειδών ριζών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., σημιτικής προέλευσης, η οποία εισήλθε στην Ελληνική, πιθανότατα μέσω της Φοινικικής (<b>πρβλ.</b> φοινικικό <i>ktn</i> «[[χιτώνας]] από λινό ύφασμα»). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή σε τ. πτώσεων <i>kito</i>, <i>kitone</i>, <i>kitona</i>, <i>kitopi</i>, [[καθώς]] και ως β' συνθετικό στον τ. <i>epi</i>-<i>kitonija</i>. Εκτός από τον τ. [[χιτών]], η λ. εμφανίζει και τις μορφές [[κιθών]] (με [[μετάθεση]] της δασύτητας) και [[κιτών]], [[χιθών]] (από συμφυρμό τών τ. [[χιτών]] και [[κιθών]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χιτώνιο]](<i>ν</i>), [[χιτωνίσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χιτωνάριον]], [[χιτωνία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χιτωνίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[χιτωνοφόρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χιτωνοπώλης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χιτωνοειδής]]. (Β' συνθετικό) <i>μελανοχίτων</i>(<i>ας</i>), [[φαιοχίτων]](<i>ας</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αβροχίτων]], <i>αδετοχίτων</i>, <i>αμιτροχίτων</i>, [[αστροχίτων]], [[αχίτων]], [[δερματοχίτων]], [[διχίτων]] (<i>διχίτωνος</i>), [[ελκεχίτων]], [[θηλυχίτων]], [[κηροχίτων]], [[κισσοχίτων]], [[κυανοχίτων]], [[λευκοχίτωνος]], [[λινοχίτων]], [[λυσιχίτων]], [[μιτροχίτων]], [[μονοχίτων]], [[νεβροχίτων]], [[ξανθοχίτων]], [[οινοχίτων]], [[οιοχίτων]], [[πολυχίτων]], [[προβατοχίτων]], [[ρυσοχίτων]], [[σιδηροχίτων]], [[τετραχίτων]], [[τοξοχίτων]], [[υγροχίτων]], [[υποχίτων]], [[χαλκοχίτων]], [[χρυσοχίτων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ερυθροχίτων]]].
}}
}}