Anonymous

σέβομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[σέβω]] Α<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] και [[εκδηλώνω]] σεβασμό [[προς]] κάποιον ή [[προς]] [[κάτι]] (α. «[[σέβομαι]] τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας [[ιστορία]]» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τιμώ]] με [[ευλάβεια]] («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τηρώ]], [[υπακούω]] (α. «δεν σεβάστηκαν τους όρους της συμφωνίας» β. «[[σέβομαι]] τους νόμους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[σέβω]]<br />α) ([[ιδίως]] σχετικά με θεούς) [[λατρεύω]], [[προσκυνώ]] («δεινὸς ὅς θεοὺς σέβει», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) <b>απόλ.</b> [[είμαι]] [[θρήσκος]], [[ευσεβής]] («τὸν σέβοντ' εὐεργετεῖν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) (σχετικά με βασιλιά) [[απονέμω]] [[τιμή]], [[τιμώ]] («σέβου,... θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[αισθάνομαι]] φόβο και [[συστολή]] ενώπιον του Θεού, [[ιδίως]] όταν πρόκειται να πράξω [[κάτι]] το απρεπές («ἰδοῡσα δὲ ἔδεισέ τε καὶ σεφθεῑσα ἀνέπεσεν ὑπτία», Πλάτ)<br />γ) (με απρμφ.) [[διστάζω]], δεν [[τολμώ]] να πράξω [[κάτι]] («σέβεται καὶ φοβεῑται... το τι κινεῖν τῶν καθεστώτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ σεβόμενον</i><br />το [[σέβας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σέβομαι]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tyeg</i><sup>w</sup>- «[[φεύγω]] τρομαγμένος, στρέφομαι [[προς]] τα [[πίσω]] [[έντρομος]], απομακρύνομαι, [[εγκαταλείπω]]» (το [[φώνημα]] <i>ty</i>- στην Ελληνική έδωσε <i>σ</i>-, ενώ ο χειλοϋπερωικός [[φθόγγος]] αποδόθηκε με χειλικό [[σύμφωνο]] <i>β</i>- [[πριν]] από [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>tyajati</i> «αποχωρίζομαι, [[εγκαταλείπω]]». Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>σοβ</i>- ανάγεται ο [[επιτατικός]]-[[επαναληπτικός]] τ. <i>σοβῶ</i>, -<i>έω</i> (<b>πρβλ.</b> [[φέβομαι]]: <i>φοβῶ</i>, -<i>έω</i>) που ανταποκρίνεται περισσότερο στη σημ. της ρίζας: «κινούμαι ορμητικά, ταράζομαι» (<b>βλ. λ.</b> [[σοβώ]], [[σοβαρός]]). Στο ρ. [[σέβομαι]], [[τέλος]], θα [[πρέπει]] να αποδοθεί μια αρχική σημ. «απομακρύνομαι με [[δέος]] από [[κάτι]]», από όπου οι κατ’ εξοχήν σημ. του ρήματος: «[[αισθάνομαι]] φόβο και [[συστολή]] [[μπροστά]] σε [[κάτι]] σπουδαίο, όπως [[είναι]] ο Θεός, [[διστάζω]], δεν [[τολμώ]] να πράξω [[κάτι]] απρεπές» και εν συνεχεία, σχετικά με θεούς, «[[λατρεύω]], [[προσκυνώ]]» και, γενικά, «[[αισθάνομαι]] σεβασμό, [[τιμώ]] με [[ευλάβεια]]», από όπου και η νεοελλ. σημ. του ρ. «[[υπακούω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σέβας]], [[σεπτός]], [[σεμνός]])].
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[σέβω]] Α<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] και [[εκδηλώνω]] σεβασμό [[προς]] κάποιον ή [[προς]] [[κάτι]] (α. «[[σέβομαι]] τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας [[ιστορία]]» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τιμώ]] με [[ευλάβεια]] («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τηρώ]], [[υπακούω]] (α. «δεν σεβάστηκαν τους όρους της συμφωνίας» β. «[[σέβομαι]] τους νόμους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[σέβω]]<br />α) ([[ιδίως]] σχετικά με θεούς) [[λατρεύω]], [[προσκυνώ]] («δεινὸς ὅς θεοὺς σέβει», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) <b>απόλ.</b> [[είμαι]] [[θρήσκος]], [[ευσεβής]] («τὸν σέβοντ' εὐεργετεῖν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) (σχετικά με βασιλιά) [[απονέμω]] [[τιμή]], [[τιμώ]] («σέβου,... θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[αισθάνομαι]] φόβο και [[συστολή]] ενώπιον του Θεού, [[ιδίως]] όταν πρόκειται να πράξω [[κάτι]] το απρεπές («ἰδοῦσα δὲ ἔδεισέ τε καὶ σεφθεῑσα ἀνέπεσεν ὑπτία», Πλάτ)<br />γ) (με απρμφ.) [[διστάζω]], δεν [[τολμώ]] να πράξω [[κάτι]] («σέβεται καὶ φοβεῑται... το τι κινεῖν τῶν καθεστώτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ σεβόμενον</i><br />το [[σέβας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σέβομαι]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tyeg</i><sup>w</sup>- «[[φεύγω]] τρομαγμένος, στρέφομαι [[προς]] τα [[πίσω]] [[έντρομος]], απομακρύνομαι, [[εγκαταλείπω]]» (το [[φώνημα]] <i>ty</i>- στην Ελληνική έδωσε <i>σ</i>-, ενώ ο χειλοϋπερωικός [[φθόγγος]] αποδόθηκε με χειλικό [[σύμφωνο]] <i>β</i>- [[πριν]] από [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>tyajati</i> «αποχωρίζομαι, [[εγκαταλείπω]]». Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>σοβ</i>- ανάγεται ο [[επιτατικός]]-[[επαναληπτικός]] τ. <i>σοβῶ</i>, -<i>έω</i> (<b>πρβλ.</b> [[φέβομαι]]: <i>φοβῶ</i>, -<i>έω</i>) που ανταποκρίνεται περισσότερο στη σημ. της ρίζας: «κινούμαι ορμητικά, ταράζομαι» (<b>βλ. λ.</b> [[σοβώ]], [[σοβαρός]]). Στο ρ. [[σέβομαι]], [[τέλος]], θα [[πρέπει]] να αποδοθεί μια αρχική σημ. «απομακρύνομαι με [[δέος]] από [[κάτι]]», από όπου οι κατ’ εξοχήν σημ. του ρήματος: «[[αισθάνομαι]] φόβο και [[συστολή]] [[μπροστά]] σε [[κάτι]] σπουδαίο, όπως [[είναι]] ο Θεός, [[διστάζω]], δεν [[τολμώ]] να πράξω [[κάτι]] απρεπές» και εν συνεχεία, σχετικά με θεούς, «[[λατρεύω]], [[προσκυνώ]]» και, γενικά, «[[αισθάνομαι]] σεβασμό, [[τιμώ]] με [[ευλάβεια]]», από όπου και η νεοελλ. σημ. του ρ. «[[υπακούω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σέβας]], [[σεπτός]], [[σεμνός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm