Anonymous

ἀπαθής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀπαθής]], -οῡς, -ές) [[πάθος]]<br />ο [[χωρίς]] [[πάθος]], ο [[ατάραχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αβλαβής]], [[υγιής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποφέρει από [[κάτι]] ή δεν έχει πάθει [[κάτι]] («ἀπαθὴς κακῶν», <b>Ηρόδ.</b><br />«ἀπαθὴς νόσων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν δοκίμασε [[κάτι]], δεν έχει [[εμπειρία]] («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ατιμώρητος]] («[[χάριν]] [[ἴσθι]] ἐὼν [[ἀπαθής]]» — να χρωστάς [[χάρη]] που δεν τιμωρήθηκες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για αφηρημένες έννοιες) [[εκείνος]] που δεν υπόκειται σε [[μεταβολή]] («ἀπαθεῑς αἱ ἰδέαι», <b>Αριστοτ.</b><br />«[[οὐσία]] [[ἀσώματος]] καὶ [[ἀπαθής]]», [[Πλούταρχος]])<br /><b>5.</b> αυτός που δεν διεγείρει [[πάθη]], δεν προξενεί [[εντύπωση]]<br /><b>6.</b> <b>(Γραμμ.)</b> «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα.
|mltxt=(AM [[ἀπαθής]], -οῦς, -ές) [[πάθος]]<br />ο [[χωρίς]] [[πάθος]], ο [[ατάραχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αβλαβής]], [[υγιής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποφέρει από [[κάτι]] ή δεν έχει πάθει [[κάτι]] («ἀπαθὴς κακῶν», <b>Ηρόδ.</b><br />«ἀπαθὴς νόσων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν δοκίμασε [[κάτι]], δεν έχει [[εμπειρία]] («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ατιμώρητος]] («[[χάριν]] [[ἴσθι]] ἐὼν [[ἀπαθής]]» — να χρωστάς [[χάρη]] που δεν τιμωρήθηκες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για αφηρημένες έννοιες) [[εκείνος]] που δεν υπόκειται σε [[μεταβολή]] («ἀπαθεῑς αἱ ἰδέαι», <b>Αριστοτ.</b><br />«[[οὐσία]] [[ἀσώματος]] καὶ [[ἀπαθής]]», [[Πλούταρχος]])<br /><b>5.</b> αυτός που δεν διεγείρει [[πάθη]], δεν προξενεί [[εντύπωση]]<br /><b>6.</b> <b>(Γραμμ.)</b> «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm