3,253,554
edits
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ω, ο, ΝΑ, και [[φλέο]], το, Ν, και [[φλέος]], και ιων. τ. | |mltxt=-ω, ο, ΝΑ, και [[φλέο]], το, Ν, και [[φλέος]], και ιων. τ. φλοῦς, και φλοῦν, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων αγρωστωδών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] υδροχαρούς καλάμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία φυτού, αβέβαιης ετυμολ., η οποία απαντά με τις μορφές: [[φλέως]], [[φλοῦς]], [[φλέος]], ενώ και μια [[μορφή]] θ. <i>φλειFο</i>- μαρτυρείται στο [[τοπωνύμιο]] <i>Φλειοῦς</i> (<b>πρβλ.</b> το επίρρ. <i>ΦλειFοντᾱθεν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ΦλειFο</i>- <i>Fοντ</i>-<i>ᾱθεν</i> [<b>βλ.</b> και -<i>όεις</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>εις</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] -<i>Fεντ</i>-], [[καθώς]] και το μυκηναϊκό [[τοπωνύμιο]] <i>perewote</i>, που αντιστοιχεί σε τ. τοπικής <i>ΦλειFοντει</i> ή <i>ΦληFοντει</i>). Η λ. ανάγεται από πολλούς μελετητές στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhle</i>-<i>u</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, ρέω» του ρ. [[φλέω]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]] χυμούς, [[είμαι]] [[ανθηρός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φλέω]]), [[άποψη]] η οποία μπορεί να αιτιολογηθεί, από σημασιολογική [[πλευρά]], λόγω της πλούσιας άνθησης του φυτού (<b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] [[βρύον]]: [[βρύω]]), ενώ, και από μορφολογική [[πλευρά]], διευκολύνει την [[ερμηνεία]] τών ποικίλων μορφών με την [[αναγωγή]] σε θ. <i>φληF</i>- της εκτεταμένης βαθμίδας της ρίζας <i>φλεF</i>-, το οποίο εναλλάσσεται με το θ. <i>φλωF</i>- της εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας. Σύμφωνα με αυτά, ο τ. [[φλέως]] έχει προέλθει από <i>φληFος με</i> σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[αντιμεταχώρηση]] (<b>πρβλ.</b> [[λεώς]] <span style="color: red;"><</span> [[ληός]] / <i>λᾱός</i>), ο τ. [[φλέος]] από <i>φληFος</i> με [[βράχυνση]] του -<i>η</i>- [[πριν]] από [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἕως</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἠώς</i>), <i>ο</i> τ. [[φλοῦς]]—μέσω αμάρτυρου [[φλόος]]— από <i>φλωFος</i> με [[βράχυνση]] του -<i>ω</i>-, ενώ, [[τέλος]], το θ. <i>φλειFο</i>- προήλθε από τ. <i>φληF</i>-<i>yο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἱερηFιον</i> > <i>ἱερήιον</i>> [[ἱερεῖον]]). Η [[άποψη]] αυτή, [[ωστόσο]], παραμένει υποθετική, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί και η [[περίπτωση]] να πρόκειται για δάνεια λ.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |