Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπεισάγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισάγω]] (Α) [[εισάγω]]<br /><b>1.</b> [[εισάγω]], [[φέρνω]] στο [[σπίτι]] δεύτερη σύζυγο ή [[παλλακίδα]] («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] νέο, [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] καινούργιο («[[ἄλλην]] ἐπεισῆγε μηχανήν» — επινόησε νέα [[πανουργία]], <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] επί [[πλέον]] («ἐπεισῆγε τράπεζαν δευτέραν», Αντιφάν.)<br /><b>4.</b> [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]] [[δράμα]] στο [[θέατρο]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («τῶν τραγικῶν τῶν μετὰ ταῦτα ἐπεισαγόντων»)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>επεισάγομαι</i><br />[[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου [[εκτός]] από τους άλλους («ἐπεισαγόμένος νέους ἑταίρους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]], καταγράφομαι πρόσφατα («οἱ ἐπεισαχθέντες» — αυτοί που πρόσφατα καταγράφηκαν ως πολίτες).
|mltxt=[[ἐπεισάγω]] (Α) [[εισάγω]]<br /><b>1.</b> [[εισάγω]], [[φέρνω]] στο [[σπίτι]] δεύτερη σύζυγο ή [[παλλακίδα]] («ὁ παισὶν αὑτοῦ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] νέο, [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] καινούργιο («[[ἄλλην]] ἐπεισῆγε μηχανήν» — επινόησε νέα [[πανουργία]], <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] επί [[πλέον]] («ἐπεισῆγε τράπεζαν δευτέραν», Αντιφάν.)<br /><b>4.</b> [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]] [[δράμα]] στο [[θέατρο]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («τῶν τραγικῶν τῶν μετὰ ταῦτα ἐπεισαγόντων»)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>επεισάγομαι</i><br />[[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου [[εκτός]] από τους άλλους («ἐπεισαγόμένος νέους ἑταίρους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]], καταγράφομαι πρόσφατα («οἱ ἐπεισαχθέντες» — αυτοί που πρόσφατα καταγράφηκαν ως πολίτες).
}}
}}
{{lsm
{{lsm