3,276,901
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τί, ΝΜΑ, και [[ηλειακός]] και λακων. τ. τίρ Α<br /> (ερωτ. αντων.)<br /> <b>1.</b> (σε [[ευθεία]] ερώτ.) [[ποιος]] (α. «τίνος [[είναι]] το [[παιδί]];» β. «ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ;», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τί</i><br /> (ως [[έκφραση]] θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί [[ωραίο]] [[σπίτι]]!» β. «τί [[κακός]] που [[είναι]]!» γ. «τί στενή ή [[πύλη]] και τεθλιμμένη ἡ [[ὁδός]]», ΚΔ)<br /> <b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[γιατί]], πώς (α. «τί ήρθες [[τώρα]];» β. «[[τέκνον]], τί κλαίεις; τί δέ σε φρένας ἵκετο [[πένθος]];», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> (<b>το ουδ.</b>) α) (ως μονολεκτική [[ερώτηση]]) τί είπες, τί θέλεις;<br /> β) (με ουσ.) ποιας [[λογής]], ποιου είδους; («τί [[άνθρωπος]] [[είναι]],»)<br /> γ) ποιο [[πράγμα]], ποιο [[θέμα]], ποιο [[ζήτημα]]; («τί σέ απασχολεί;»)<br /> δ) ότι, πως («μάς είπαν τί είσαι η όμορφη, είσαι η καμαροφρύδα», δημ. [[τραγούδι]])<br /> ε) [[διότι]], [[γιατί]] («αϊτέ, πάρε με απάνου στα βουνά, τί θα με φάει ο [[κάμπος]]», Κρυστ.)<br /> στ) [[πόσος]], πόσο [[πολύς]], πόσο [[μεγάλος]]; (α. «τί θα πάρεις από αυτήν τη δουλειά;» β. «τί [[προίκα]] δίνει;»)<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] τί;» ή «σε τί;» — σε ποιο βαθμό, πόσο («[[κατά]] τί θα μάς ωφελήσει;»)<br /> β) «[[προς]] τί;» — για ποιό λόγο, για ποιο σκοπό; («[[προς]] τί όλα αυτά;»)<br /> γ) «τί μ' αυτό;» ή «τί με τούτο;» — ποια [[σχέση]] μπορεί να έχει αυτό;<br /> δ) «τί κάνεις;» — πώς είσαι;<br /> ε) «τί μέ [[μέλει]] [ή ενδιαφέρει ή [[νοιάζει]]];» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει [[αδιαφορία]]<br /> στ) «τί το όφελος;» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ωφέλεια]], κανένα [[κέρδος]] ή, γενικά, κανένα θετικό [[αποτέλεσμα]]<br /> ζ) «τί [[ανάγκη]] έχει;» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι [[κάποιος]] δεν έχει καμία [[ανάγκη]], ότι δεν χρειάζεται [[τίποτε]] από κανέναν<br /> η) «το [ή τα] τί» — τα όσα («το τί του κάνει, δεν λέγεται»)<br /> θ) «τίς ει;»<br /> <b>στρ.</b> (ως [[προειδοποίηση]]-[[ερώτημα]] σκοπού) [[ποιος]] είσαι;<br /> <b>αρχ.</b><br /> Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (<b>στον εν.</b>)<br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> σπάν. ιων. και δωρ. τ. [[τέος]]<br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> επικ. και ιων. τ. <i>τέο</i> και <i>τεῡ</i>, ποιητ. και αττ. τ. <i>τοῦ</i>, ποιητ. και ιων. και αττ. τ. <i>τίνος</i>, δωρ. τ. [[τέου]]<br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> ιων. τ. <i>τέῳ</i>, και αττ. τ. <i>τῷ</i>, αιολ. τ. τίῳ και <i>τίνι</i><br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. [[τίνα]] και σπάν. τ. [[τέος]], ουδ. <i>τί</i>- Β. <b>στον πληθ.</b><br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τίνες</i>, ουδ. [[τίνα]]<br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> επικ. τ. [[τέων]], ποιητ. και αττ. τ. <i>τίνων</i><br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> <i>τίσι</i> και <i>τοῖσι</i>, ιων. τ. [[τέοισι]], αιολ. τ. [[τίοισι]] και [[τίοις]]<br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τίνας</i>, ουδ. [[τίνα]], βοιωτ. τ. <i>τά</i>, στα [[Μέγαρα]] <i>σά</i><br /> II. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. με κύρια ονόματα για να δηλώσει θαυμασμό («τίς ἆρα [[Κύπρις]] ἤ τίς Ἵμερος;», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> με ευκτική για να δηλώσει έντονη [[αμφιβολία]] («τίς δὲ κε τόξα τιταίνοιτ';», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με διάφορα μόρια) α) <i>τίς δέ</i>; για να εκφράσει [[ανυπομονησία]]<br /> β) <i>τίς δή</i>; και τίς [[δῆτα]];<br /> [[ποιος]] [[λοιπόν]];<br /> γ) <i>τίς ποτε</i>;<br /> [[ποιος]] [[άραγε]];<br /> δ) <i>τί γάρ</i>;<br /> πώς [[αλλιώς]], [[γιατί]] όχι;<br /> ε) <i>τί δέ</i>;<br /> χρησιμοποιείται για γρήγορη [[μετάβαση]] από το ένα [[θέμα]] στο [[άλλο]]<br /> στ) <i>τί δὲ εἰ</i><br /> [[αλλά]] τί εάν<br /> ζ) <i>τί δή</i>; και <i>τί δὲ δή</i>; και <i>τί δή ποτε</i>;<br /> (ως [[έκφραση]] έντονης έκπληξης) [[γιατί]] [[άραγε]] ή τί εννοείς;<br /> η) τί [[δῆτα]];<br /> πώς [[παρακαλώ]];<br /> θ) <i>τί μήν</i>;<br /> [[γιατί]] όχι, [[δηλαδή]] βεβαίως, [[μάλιστα]]<br /> ι) <i>τί νυ</i>; [[γιατί]] [[λοιπόν]]<br /> ια) <i>τί δ</i>' <i>οὐ</i><br /> (ως καταφατική [[απόκριση]]) πώς όχι;<br /> ιβ) <i>τί οὖν</i>;<br /> πώς [[λοιπόν]];<br /> <b>4.</b> (με διάφορους συνδέσμους) α) <i>τί ὅτι</i>;<br /> πώς συμβαίνει να...;<br /> β) <i>ἵνα τί</i>;<br /> για ποιο λόγο;<br /> <b>5.</b> (με διάφορες προθέσεις) α) <i>διὰ τί</i>;<br /> για ποιον λόγο, [[γιατί]];<br /> β) <i>ἐκ τίνος</i>; για ποια [[αιτία]];<br /> γ) <i>ἐς τί</i>;<br /> i) [[μέχρι]] ποιο [[σημείο]], ώς [[πότε]];<br /> ii) για ποιον σκοπό;<br /> δ) <i>κατὰ τί</i>;<br /> για ποιον σκοπό;<br /> <b>6.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) [[αντί]] του [[ὅστις]] («εἰρώτα δὴ [[ἔπειτα]] τίς εἴη καὶ [[πόθεν]] ἔλθοι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>7.</b> [[αντί]] του <i>ὅς</i>, [[ὅσπερ]] («[[τίνα]] με ὑπονοεῑται [[εἶναι]], οὐκ [[εἰμὶ]] ἐγώ», ΚΔ)<br /> <b>8.</b> [[αντί]] του [[πότερος]] («τί ἐστὶν εὐκοπώτερον εἰπεῖν, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου ἤ...», ΚΔ)<br /> <b>9.</b> [[αντί]] του <i> | |mltxt=τί, ΝΜΑ, και [[ηλειακός]] και λακων. τ. τίρ Α<br /> (ερωτ. αντων.)<br /> <b>1.</b> (σε [[ευθεία]] ερώτ.) [[ποιος]] (α. «τίνος [[είναι]] το [[παιδί]];» β. «ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ;», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τί</i><br /> (ως [[έκφραση]] θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί [[ωραίο]] [[σπίτι]]!» β. «τί [[κακός]] που [[είναι]]!» γ. «τί στενή ή [[πύλη]] και τεθλιμμένη ἡ [[ὁδός]]», ΚΔ)<br /> <b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[γιατί]], πώς (α. «τί ήρθες [[τώρα]];» β. «[[τέκνον]], τί κλαίεις; τί δέ σε φρένας ἵκετο [[πένθος]];», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> (<b>το ουδ.</b>) α) (ως μονολεκτική [[ερώτηση]]) τί είπες, τί θέλεις;<br /> β) (με ουσ.) ποιας [[λογής]], ποιου είδους; («τί [[άνθρωπος]] [[είναι]],»)<br /> γ) ποιο [[πράγμα]], ποιο [[θέμα]], ποιο [[ζήτημα]]; («τί σέ απασχολεί;»)<br /> δ) ότι, πως («μάς είπαν τί είσαι η όμορφη, είσαι η καμαροφρύδα», δημ. [[τραγούδι]])<br /> ε) [[διότι]], [[γιατί]] («αϊτέ, πάρε με απάνου στα βουνά, τί θα με φάει ο [[κάμπος]]», Κρυστ.)<br /> στ) [[πόσος]], πόσο [[πολύς]], πόσο [[μεγάλος]]; (α. «τί θα πάρεις από αυτήν τη δουλειά;» β. «τί [[προίκα]] δίνει;»)<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] τί;» ή «σε τί;» — σε ποιο βαθμό, πόσο («[[κατά]] τί θα μάς ωφελήσει;»)<br /> β) «[[προς]] τί;» — για ποιό λόγο, για ποιο σκοπό; («[[προς]] τί όλα αυτά;»)<br /> γ) «τί μ' αυτό;» ή «τί με τούτο;» — ποια [[σχέση]] μπορεί να έχει αυτό;<br /> δ) «τί κάνεις;» — πώς είσαι;<br /> ε) «τί μέ [[μέλει]] [ή ενδιαφέρει ή [[νοιάζει]]];» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει [[αδιαφορία]]<br /> στ) «τί το όφελος;» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ωφέλεια]], κανένα [[κέρδος]] ή, γενικά, κανένα θετικό [[αποτέλεσμα]]<br /> ζ) «τί [[ανάγκη]] έχει;» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι [[κάποιος]] δεν έχει καμία [[ανάγκη]], ότι δεν χρειάζεται [[τίποτε]] από κανέναν<br /> η) «το [ή τα] τί» — τα όσα («το τί του κάνει, δεν λέγεται»)<br /> θ) «τίς ει;»<br /> <b>στρ.</b> (ως [[προειδοποίηση]]-[[ερώτημα]] σκοπού) [[ποιος]] είσαι;<br /> <b>αρχ.</b><br /> Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (<b>στον εν.</b>)<br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> σπάν. ιων. και δωρ. τ. [[τέος]]<br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> επικ. και ιων. τ. <i>τέο</i> και <i>τεῡ</i>, ποιητ. και αττ. τ. <i>τοῦ</i>, ποιητ. και ιων. και αττ. τ. <i>τίνος</i>, δωρ. τ. [[τέου]]<br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> ιων. τ. <i>τέῳ</i>, και αττ. τ. <i>τῷ</i>, αιολ. τ. τίῳ και <i>τίνι</i><br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. [[τίνα]] και σπάν. τ. [[τέος]], ουδ. <i>τί</i>- Β. <b>στον πληθ.</b><br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τίνες</i>, ουδ. [[τίνα]]<br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> επικ. τ. [[τέων]], ποιητ. και αττ. τ. <i>τίνων</i><br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> <i>τίσι</i> και <i>τοῖσι</i>, ιων. τ. [[τέοισι]], αιολ. τ. [[τίοισι]] και [[τίοις]]<br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τίνας</i>, ουδ. [[τίνα]], βοιωτ. τ. <i>τά</i>, στα [[Μέγαρα]] <i>σά</i><br /> II. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. με κύρια ονόματα για να δηλώσει θαυμασμό («τίς ἆρα [[Κύπρις]] ἤ τίς Ἵμερος;», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> με ευκτική για να δηλώσει έντονη [[αμφιβολία]] («τίς δὲ κε τόξα τιταίνοιτ';», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με διάφορα μόρια) α) <i>τίς δέ</i>; για να εκφράσει [[ανυπομονησία]]<br /> β) <i>τίς δή</i>; και τίς [[δῆτα]];<br /> [[ποιος]] [[λοιπόν]];<br /> γ) <i>τίς ποτε</i>;<br /> [[ποιος]] [[άραγε]];<br /> δ) <i>τί γάρ</i>;<br /> πώς [[αλλιώς]], [[γιατί]] όχι;<br /> ε) <i>τί δέ</i>;<br /> χρησιμοποιείται για γρήγορη [[μετάβαση]] από το ένα [[θέμα]] στο [[άλλο]]<br /> στ) <i>τί δὲ εἰ</i><br /> [[αλλά]] τί εάν<br /> ζ) <i>τί δή</i>; και <i>τί δὲ δή</i>; και <i>τί δή ποτε</i>;<br /> (ως [[έκφραση]] έντονης έκπληξης) [[γιατί]] [[άραγε]] ή τί εννοείς;<br /> η) τί [[δῆτα]];<br /> πώς [[παρακαλώ]];<br /> θ) <i>τί μήν</i>;<br /> [[γιατί]] όχι, [[δηλαδή]] βεβαίως, [[μάλιστα]]<br /> ι) <i>τί νυ</i>; [[γιατί]] [[λοιπόν]]<br /> ια) <i>τί δ</i>' <i>οὐ</i><br /> (ως καταφατική [[απόκριση]]) πώς όχι;<br /> ιβ) <i>τί οὖν</i>;<br /> πώς [[λοιπόν]];<br /> <b>4.</b> (με διάφορους συνδέσμους) α) <i>τί ὅτι</i>;<br /> πώς συμβαίνει να...;<br /> β) <i>ἵνα τί</i>;<br /> για ποιο λόγο;<br /> <b>5.</b> (με διάφορες προθέσεις) α) <i>διὰ τί</i>;<br /> για ποιον λόγο, [[γιατί]];<br /> β) <i>ἐκ τίνος</i>; για ποια [[αιτία]];<br /> γ) <i>ἐς τί</i>;<br /> i) [[μέχρι]] ποιο [[σημείο]], ώς [[πότε]];<br /> ii) για ποιον σκοπό;<br /> δ) <i>κατὰ τί</i>;<br /> για ποιον σκοπό;<br /> <b>6.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) [[αντί]] του [[ὅστις]] («εἰρώτα δὴ [[ἔπειτα]] τίς εἴη καὶ [[πόθεν]] ἔλθοι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>7.</b> [[αντί]] του <i>ὅς</i>, [[ὅσπερ]] («[[τίνα]] με ὑπονοεῑται [[εἶναι]], οὐκ [[εἰμὶ]] ἐγώ», ΚΔ)<br /> <b>8.</b> [[αντί]] του [[πότερος]] («τί ἐστὶν εὐκοπώτερον εἰπεῖν, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου ἤ...», ΚΔ)<br /> <b>9.</b> [[αντί]] του <i>ποῖος</i> («τί γὰρ ἤ Λαβδακίδαις ἤ τῷ Πολύβου νεῖκος ἔκειτ'», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «τίς δ' [[οὗτος]] ἔρχεαι;» — [[ποιος]] είσαι εσύ που έρχεσαι;<br /> β) «τί ἐμοὶ καὶ σοί;» — τί κοινό υπάρχει [[ανάμεσα]] σε μένα και [[σένα]];<br /> γ) «τίς ἄν...;» — πώς αν...;.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο η ερωτηματική αντων. <i>τίς</i>, <i>τί</i> όσο και η αόριστη αντων. <i>τις</i>, <i>τι</i> ανάγονται σε ινδοευρωπαϊκό [[θέμα]] με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>quis</i> και θεσσ. τ. <i>κις</i>) που έπαιζε τον διπλό ρόλο της αόριστης (όταν ήταν εγκλιτικό) και της ερωτηματικής (όταν τονιζόταν) αντωνυμίας. Το [[θέμα]] αυτό είχε δύο μορφές: <i>k</i><sup>w</sup><i>i</i> και <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i>/<i>o</i>-. To [[θέμα]] που μαρτυρείται πιο [[συχνά]] [[είναι]] το σε -<i>i</i>. Στην Ελληνική ο χειλοϋπερωικός [[φθόγγος]] της Ινδοευρωπαϊκής αποδόθηκε κανονικά με οδοντικό [[σύμφωνο]] -τ- [[πριν]] από [[φωνήεν]] -ι- και -ε-, [[οπότε]] στην ονομ. εν. έχουμε τ. τίς, τί που συνδέονται με τα: λατ. quis, quid, χεττιτ. kuiš, kuit, αρχ. ινδ. cit, αβεστ. či-š, αρχ. σλαβ. ci-(to). Στην αιτ. εν. ο [[αμάρτυρος]] [[αρχικός]] τ. τίν (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. kuin, αβεστ. čim, λατ. quern) συμπληρώθηκε με ληκτικό -α, για να δηλωθεί καλύτερα η [[πτώση]] (<b>πρβλ.</b> ἕν-α και Ζῆν: Ζῆνα). Με [[βάση]] την αιτ. [[τίνα]], της οποίας το -ν- θεωρήθηκε ότι ανήκει στο [[θέμα]], αναπλάστηκε όλο το κλιτικό [[σύστημα]] στην αττ. διάλ: γεν. τίνος, δοτ. τίνι, ενώ η δοτ. πληθ. τίσι θα μπορούσε να θεωρηθεί [[αρχικός]] τ. από το θ. σε -i. Η παλαιά ονομ.-αιτ. πληθ. του ουδετέρου μαρτυρείται στο μεγαρικό σά και στο βοιωτ. τά ([[αντί]] του αττ. τ. [[τίνα]]) και ανάγεται σε αμάρτυρο τ. σσα (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ θ. k<sup>w</sup>yә<sub>2</sub>-, <b>πρβλ.</b> λατ. quia). Οι αόριστοι τ. της ιων. [[ἄσσα]] και της αττ. [[ἄττα]], εξάλλου, οφείλονται στη λανθασμένη [[αντίληψη]] —εξαιτίας του αναφορικού ἅσσα, παράλληλου τ. του ἅτινα— ότι η [[συνεκφορά]] της φρ. «ὁπποῖά σσα» αποδίδει το ὁποῖ [[ἄσσα]]. Παράλληλα, [[ωστόσο]], με τους τ. του θ. σε -i, μαρτυρούνται στις πλάγιες πτώσεις (οι τ. της ονομ. της ιων. και δωρ. [[τέος]]/[[τεός]] [[είναι]] σπάνιοι) και τ. με θ. σε -e/o, όπως η γεν. εν. ομηρ. τέο, που σχηματίστηκε με κατάλ. -s(y)o, χαρακτηριστική του αντωνυμικού συστήματος (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. kasya λατ. cuius, αρχ. σλαβ. česo, αρχ. άνω γερμ. hwes). Ο τ. τέο με [[συναίρεση]] έδωσε τον ιων. τ. τεῦ και τον αττ. τ. τοῦ. Με [[βάση]], [[επίσης]], τον τ. τέο σχηματίστηκαν στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο οι τ. της δοτικής τέῳ και τῳ και στην αττ. τῷ. Στον πληθ. αριθμό μαρτυρείται γεν. [[τέων]] και δοτ. τοῖσι, που έχει διορθωθεί σε [[τέοισι]]. Με [[βάση]] το θ. τε- σχηματίστηκε στην ιων. διάλ. γεν. εν. [[τέου]] ενώ η λεσβ. παρέχει τους τ. τίῳ και [[τίοισι]], που αναπλάστηκαν πιθ. με [[βάση]] το τίς. Στον Όμηρο, [[τέλος]], μαρτυρείται πιο [[συχνά]] στις πλάγιες πτώσεις εν. και πληθ. το θ. σε -e/o [[παρά]] το θ. σε -i]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |