Anonymous

ευκίνητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκίνητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται εύκολα και [[γρήγορα]], ο [[γοργοκίνητος]] («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[ταχύς]], ο [[σβέλτος]] («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῦ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για το [[στερέωμα]]) αυτός που κινείται [[μαλακά]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο [[ευμετάβλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταλαβαίνει εύκολα και [[γρήγορα]], ο [[οξύνους]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[τάση]] [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («ἡλικίαι ἐκ τούτων φανεραί, ποῑαι εὐκίνητοι πρὸς ὀργήν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ελέγχεται εύκολα, ο [[ευέλεγκτος]]<br /><b>4.</b> (για [[γλώσσα]]) αυτή που ρέει, ο [[κομψός]] [[λόγος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐκίνητον</i><br />το ευμετάβλητο, η [[αστάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκινήτως</i> και <i>ευκίνητα</i> (ΑΜ εὐκινήτως)<br />με [[ευκινησία]], με [[σβελτάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κινητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κινώ]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκίνητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται εύκολα και [[γρήγορα]], ο [[γοργοκίνητος]] («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[ταχύς]], ο [[σβέλτος]] («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῦ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για το [[στερέωμα]]) αυτός που κινείται [[μαλακά]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο [[ευμετάβλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταλαβαίνει εύκολα και [[γρήγορα]], ο [[οξύνους]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[τάση]] [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («ἡλικίαι ἐκ τούτων φανεραί, ποῖαι εὐκίνητοι πρὸς ὀργήν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ελέγχεται εύκολα, ο [[ευέλεγκτος]]<br /><b>4.</b> (για [[γλώσσα]]) αυτή που ρέει, ο [[κομψός]] [[λόγος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐκίνητον</i><br />το ευμετάβλητο, η [[αστάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκινήτως</i> και <i>ευκίνητα</i> (ΑΜ εὐκινήτως)<br />με [[ευκινησία]], με [[σβελτάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κινητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κινώ]])].
}}
}}