3,276,318
edits
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ") |
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως μεγάλο ή ως [[πάρα]] πολύ μεγάλο<br /><b>2.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]] [[κάτι]] που έχει [[κάποιος]] [[επειδή]] το [[θεωρώ]] ως πολύ μεγάλο γι' αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ το γ' [[Ἀπόλλων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἀμφὶ δὲ | |mltxt=[[μεγαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως μεγάλο ή ως [[πάρα]] πολύ μεγάλο<br /><b>2.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]] [[κάτι]] που έχει [[κάποιος]] [[επειδή]] το [[θεωρώ]] ως πολύ μεγάλο γι' αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ το γ' [[Ἀπόλλων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἀμφὶ δὲ νεκροῖσιν κατακαιέμεν οὔ τι [[μεγαίρω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βασκαίνω]], [[ματιάζω]] («ἐχθοδοποῖσιν ὄμμασι χαλκείοιο Τάλω ἐμέγηρεν ὀπωπάς», Απολλ.Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μεγαίρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μεγαρ</i>-<i>jω</i>) με [[επένθεση]] του -<i>j</i>- ([[πρβλ]]. [[γεραίρω]], [[εχθαίρω]]) συνδέεται με αρμ. <i>mecarem</i> «[[εκτιμώ]]». Το ρ. έχει παραχθεί πιθ. από ένα αμάρτυρο <i>μεγαρ</i> ή <i>μεγαρός</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέγας]] (για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του ρήματος από «[[θεωρώ]] [[κάτι]] μεγάλο, [[θαυμάζω]]» σε «[[ζηλεύω]], [[φθονώ]], [[ματιάζω]]» <b>βλ.</b> και λ. [[άγαμαι]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |