Anonymous

λαμπρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ά (AM [[λαμπρός]], -ά, -όν, θηλ. και -ή)<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει, [[λαμπερός]], [[φωτεινός]], [[ακτινοβόλος]] (α. «ο [[ήλιος]] [[είναι]] [[σήμερα]] [[λαμπρός]]» β. «ἦν μὲν γὰρ [[σελήνη]] [[λαμπρά]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τα μάτια και για το [[βλέμμα]]) [[έντονος]] στην [[έκφραση]], [[σπινθηροβόλος]] («οὐ γάρ ποτ' [[ὄμμα]] λαμπρὸν ἐνθήσεις κόραις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για μέταλλα και μεταλλικά είδη) [[στιλπνός]], [[αστραφτερός]] (α. «[[λαμπρά]] αργυρά σκεύη» β. «λαμπρῇσιν κορύθεσσι». <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για την [[ημέρα]]) ολοφώτεινος, [[κατάφωτος]]<br /><b>5.</b> (για τη [[φωνή]]) [[ευκρινής]], [[εύηχος]] («ἐρεῑ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> (για λεκτικό ύφος) [[ωραίος]], [[καλλιεπής]]<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ξακουστός]], [[περίφημος]], [[ένδοξος]] («ἄπασι συνέπεσεν ἐξ ἀδόξων μὲν [[γενέσθαι]] λαμπροῑς», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> [[εξαίρετος]], [[υπέροχος]], [[έξοχος]]<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λαμπρό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[λαμπρότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) ο [[μεταξύ]] μετρίου και σφοδρού, αλλ. [[φρέσκος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[λαμπρή]]<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] φυτού του γένους λαβαντούλα<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Λαμπρή</i> ἡ <i>η Λαμπρά</i><br />η [[γιορτή]] της Ανάστασης, το [[Πάσχα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[φωτιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) τα επίγεια [[αγαθά]]<br />β) [[δόξα]], [[τιμή]]<br />γ) [[καημός]], [[βάσανο]]<br />δ) [[βολή]] πυροβόλου<br />ε) [[κεραυνός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λαμπρὸν ἑλληνικόν» — το [[υγρό]] πυρ<br />(μσν. -αρχ.) (το υπερθ.) [[λαμπρότατος]], -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />(ως τιμητικό επίθ.) εκλαμπρότατος, [[μεγαλειότατος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) [[διαυγής]] («τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[ένδυμα]]) α) [[λευκός]] («ὁ δὲ λαβὼν πρῶτον λαμπρὰν ἐσθῆτα», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[καθαρός]]<br /><b>3.</b> (για [[αμφίεση]]) [[πολυτελής]]<br /><b>4.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[ορμητικός]] («ταῦτα τὰ πλοῑα... οὐ δύναται πλέειν, ἢν μὴ λαμπρὸς [[ἄνεμος]] ἐπέχη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[μάχη]]) [[πεισματώδης]]<br /><b>6.</b> (για κίνδυνο) [[άμεσος]], επικείμενος («τοσούτῳ λαμπρότερον ἦν ὁ [[κίνδυνος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> (για πράγματα και γεγονότα) [[καταφανής]], [[φανερός]] («[[τότε]] δὲ ἤδη [[λαμπρά]] τε καὶ ἐκ πάντων ἡ φυγὴ ἐγίγνετο», Αρρ.)<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γενναιόδωρος]] («λαμπροὺς δ' ἔν τε ταῖς [[ὑπὲρ]] τῆς πόλεως λειτουργίαις», Ισοκρ.)<br /><b>9.</b> (για πρόσ. και για πράγματα) [[χαρμόσυνος]], [[ευχάριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λαμπρώς]] και -<i>ά</i> (AM λαμπρῶς)<br />με λαμπρό τρόπο, θαυμάσια, [[εξαίρετα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αξιοπρεπώς<br /><b>2.</b> πολύ ευχάριστα<br />(μσν. -αρχ.) ολοσχερώς, ολοκληρωτικά («ἡ Χαρίκλεια δὲ ἥττητο λαμπρῶς», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σφοδρά, [[δυνατά]]<br /><b>2.</b> [[σαφώς]], καταφανώς, [[φανερά]] («λαμπρῶς ἐλέγετο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> γενναιόδωρα («λαμπρῶς δὲ χορηγοῦν
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ά (AM [[λαμπρός]], -ά, -όν, θηλ. και -ή)<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει, [[λαμπερός]], [[φωτεινός]], [[ακτινοβόλος]] (α. «ο [[ήλιος]] [[είναι]] [[σήμερα]] [[λαμπρός]]» β. «ἦν μὲν γὰρ [[σελήνη]] [[λαμπρά]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τα μάτια και για το [[βλέμμα]]) [[έντονος]] στην [[έκφραση]], [[σπινθηροβόλος]] («οὐ γάρ ποτ' [[ὄμμα]] λαμπρὸν ἐνθήσεις κόραις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για μέταλλα και μεταλλικά είδη) [[στιλπνός]], [[αστραφτερός]] (α. «[[λαμπρά]] αργυρά σκεύη» β. «λαμπρῇσιν κορύθεσσι». <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για την [[ημέρα]]) ολοφώτεινος, [[κατάφωτος]]<br /><b>5.</b> (για τη [[φωνή]]) [[ευκρινής]], [[εύηχος]] («ἐρεῑ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> (για λεκτικό ύφος) [[ωραίος]], [[καλλιεπής]]<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ξακουστός]], [[περίφημος]], [[ένδοξος]] («ἄπασι συνέπεσεν ἐξ ἀδόξων μὲν [[γενέσθαι]] λαμπροῖς», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> [[εξαίρετος]], [[υπέροχος]], [[έξοχος]]<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λαμπρό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[λαμπρότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) ο [[μεταξύ]] μετρίου και σφοδρού, αλλ. [[φρέσκος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[λαμπρή]]<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] φυτού του γένους λαβαντούλα<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Λαμπρή</i> ἡ <i>η Λαμπρά</i><br />η [[γιορτή]] της Ανάστασης, το [[Πάσχα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[φωτιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) τα επίγεια [[αγαθά]]<br />β) [[δόξα]], [[τιμή]]<br />γ) [[καημός]], [[βάσανο]]<br />δ) [[βολή]] πυροβόλου<br />ε) [[κεραυνός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λαμπρὸν ἑλληνικόν» — το [[υγρό]] πυρ<br />(μσν. -αρχ.) (το υπερθ.) [[λαμπρότατος]], -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />(ως τιμητικό επίθ.) εκλαμπρότατος, [[μεγαλειότατος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) [[διαυγής]] («τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[ένδυμα]]) α) [[λευκός]] («ὁ δὲ λαβὼν πρῶτον λαμπρὰν ἐσθῆτα», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[καθαρός]]<br /><b>3.</b> (για [[αμφίεση]]) [[πολυτελής]]<br /><b>4.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[ορμητικός]] («ταῦτα τὰ πλοῑα... οὐ δύναται πλέειν, ἢν μὴ λαμπρὸς [[ἄνεμος]] ἐπέχη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[μάχη]]) [[πεισματώδης]]<br /><b>6.</b> (για κίνδυνο) [[άμεσος]], επικείμενος («τοσούτῳ λαμπρότερον ἦν ὁ [[κίνδυνος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> (για πράγματα και γεγονότα) [[καταφανής]], [[φανερός]] («[[τότε]] δὲ ἤδη [[λαμπρά]] τε καὶ ἐκ πάντων ἡ φυγὴ ἐγίγνετο», Αρρ.)<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γενναιόδωρος]] («λαμπροὺς δ' ἔν τε ταῖς [[ὑπὲρ]] τῆς πόλεως λειτουργίαις», Ισοκρ.)<br /><b>9.</b> (για πρόσ. και για πράγματα) [[χαρμόσυνος]], [[ευχάριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λαμπρώς]] και -<i>ά</i> (AM λαμπρῶς)<br />με λαμπρό τρόπο, θαυμάσια, [[εξαίρετα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αξιοπρεπώς<br /><b>2.</b> πολύ ευχάριστα<br />(μσν. -αρχ.) ολοσχερώς, ολοκληρωτικά («ἡ Χαρίκλεια δὲ ἥττητο λαμπρῶς», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σφοδρά, [[δυνατά]]<br /><b>2.</b> [[σαφώς]], καταφανώς, [[φανερά]] («λαμπρῶς ἐλέγετο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> γενναιόδωρα («λαμπρῶς δὲ χορηγοῦν
το», Αντιφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. [[λεπρός]], [[σαθρός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαμπρίζω]], [[λαμπρότητα]], [[λαμπρύνω]], [[λαμπτήρ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαμπράτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λαμπραίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαμπράδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λαμπροειδής]], [[λαμπρόφωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαμπραυγής]], [[λαμπρείμων]], [[λαμπρόβιος]], [[λαμπρόζωνος]], [[λαμπρόμαλλος]], [[λαμπρομοιρίαι]], [[λαμπρόπους]], <i>λαμπροπυρσόμορφος</i>, [[λαμπροφαής]], [[λαμπροφανής]], [[λαμπροφεγγής]], [[λαμπρόφθαλμος]], [[λαμπροφοίτης]], [[λαμπρόψυχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λαμπρότοξος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαμπροδόμητος]], [[λαμπροκάρκαλλον]], [[λαμπρόκλωστος]], [[λαμπροκόκκινος]], [[λαμπρολογώ]], [[λαμπρομάτα]], [[λαμπρόμορφος]], <i>λαμπροπουκαμισάτος</i>, [[λαμπροπρεπής]], [[λαμπρόσπορος]], [[λαμπρόφθογγος]], [[λαμπροφωτεινός]], [[λαμπροχάριτες]], [[λαμπροχαριτωμένα]], [[λαμπροχίτων]], <i>λαμπροχρωματισμένος</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λαμπροστόλιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαμπροκεφάλι]], [[λαμπρόξανθος]], [[λαμπρόπλαστος]], [[λαμπροπούλι]], [[λαμπρόσκολα]]. (Β' συνθετικό) [[έκλαμπρος]], [[κατάλαμπρος]], [[υπέρλαμπρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάλαμπρος]], [[επίλαμπρος]], <i>εύλαμπρος</i>, [[ημίλαμπρος]], [[υπόλαμπρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολόλαμπρος]], [[περίλαμπρος]], <i>φεγγαρόλαμπρος</i>].
το», Αντιφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. [[λεπρός]], [[σαθρός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαμπρίζω]], [[λαμπρότητα]], [[λαμπρύνω]], [[λαμπτήρ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαμπράτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λαμπραίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαμπράδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λαμπροειδής]], [[λαμπρόφωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαμπραυγής]], [[λαμπρείμων]], [[λαμπρόβιος]], [[λαμπρόζωνος]], [[λαμπρόμαλλος]], [[λαμπρομοιρίαι]], [[λαμπρόπους]], <i>λαμπροπυρσόμορφος</i>, [[λαμπροφαής]], [[λαμπροφανής]], [[λαμπροφεγγής]], [[λαμπρόφθαλμος]], [[λαμπροφοίτης]], [[λαμπρόψυχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λαμπρότοξος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαμπροδόμητος]], [[λαμπροκάρκαλλον]], [[λαμπρόκλωστος]], [[λαμπροκόκκινος]], [[λαμπρολογώ]], [[λαμπρομάτα]], [[λαμπρόμορφος]], <i>λαμπροπουκαμισάτος</i>, [[λαμπροπρεπής]], [[λαμπρόσπορος]], [[λαμπρόφθογγος]], [[λαμπροφωτεινός]], [[λαμπροχάριτες]], [[λαμπροχαριτωμένα]], [[λαμπροχίτων]], <i>λαμπροχρωματισμένος</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λαμπροστόλιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαμπροκεφάλι]], [[λαμπρόξανθος]], [[λαμπρόπλαστος]], [[λαμπροπούλι]], [[λαμπρόσκολα]]. (Β' συνθετικό) [[έκλαμπρος]], [[κατάλαμπρος]], [[υπέρλαμπρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάλαμπρος]], [[επίλαμπρος]], <i>εύλαμπρος</i>, [[ημίλαμπρος]], [[υπόλαμπρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολόλαμπρος]], [[περίλαμπρος]], <i>φεγγαρόλαμπρος</i>].
}}
}}