Anonymous

συνεξάγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐξάγω]]<br />[[προκαλώ]] [[εξαγωγή]] ενός πράγματος [[μαζί]] με άλλα ή ύστερα από άλλα, [[αποβάλλω]] [[επίσης]] («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῖς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] έξω ή [[προς]] τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξάγομαι</i><br />συμπαρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεξάγω]] ἐμαυτόν» — [[αυτοκτονώ]] (Αnn.).
|mltxt=ΜΑ [[ἐξάγω]]<br />[[προκαλώ]] [[εξαγωγή]] ενός πράγματος [[μαζί]] με άλλα ή ύστερα από άλλα, [[αποβάλλω]] [[επίσης]] («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῖς χυμοῖς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] έξω ή [[προς]] τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξάγομαι</i><br />συμπαρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεξάγω]] ἐμαυτόν» — [[αυτοκτονώ]] (Αnn.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm