συνεξάγω
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
[ᾰ],
A lead out together, στρατιήν Hdt.5.75; σ. τι εἰς φῶς assist in bringing it out, Pl.Tht.157d.
II carry off together, assist in removing, οἱ ἔμετοι σ. τὸ γλίσχρον Arist.Pr.868b7; ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Thphr. CP 4.13.5; τοὺς συναγωνιστάς Plu.2.787e; σ. ἑαυτήν, of suicide, App.BC4.23.
2 Pass., to be carried away at the same time, οἴκτῳ καὶ μανίῃ APl.4.128.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. ἄγω), mit od. zugleich aus-, hinaus-, wegführen; ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα συνεξαγάγω, Plat. Theaet. 157 d; S. Emp.
French (Bailly abrégé)
1 conduire en même temps au dehors;
2 affranchir avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξάγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεξάγω mede naar buiten brengen, helpen naar buiten te brengen, met acc.: ἕως ἂν εἰς φώς τὸ σὸν δόγμα συνεξαγάγω tot ik jouw overtuiging aan het licht heb helpen brengen Plat. Tht. 157d. milit. tegelijk laten uitrukken. Hdt. 5.75.1.
Russian (Dvoretsky)
συνεξάγω: (ᾰ)
1 одновременно выводить (τὴν στρατιὴν ἐκ Λακεδαίμονος Her.): σ. εἰς φῶς τὸ δόγμα τινός Plat. выявлять (досл. выводить на свет) чье-л. мнение;
2 выводить одновременно наружу, выделять (τὸ κολλῶδες Arst.);
3 вытаскивать (из капкана), освобождать (τὰς οὐράς Plut.).
Greek Monolingual
ΜΑ ἐξάγω
προκαλώ εξαγωγή ενός πράγματος μαζί με άλλα ή ύστερα από άλλα, αποβάλλω επίσης («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῖς χυμοῖς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. οδηγώ έξω ή προς τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», Ηρόδ.)
2. παθ. συνεξάγομαι
συμπαρασύρομαι
3. φρ. «συνεξάγω ἐμαυτόν» — αυτοκτονώ (Αnn.).
Greek Monotonic
συνεξάγω: μέλ. -ξω, οδηγώ έξω μαζί, εξάγω από κοινού, σε Ηρόδ. — Παθ., εξάγομαι μαζί, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξάγω: ἐξάγω ὁμοῦ, στρατιὴν Ἡρόδ. 5. 75· ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα ξυνεξαγάγω Πλάτ. Θεαίτ. 157D. ΙΙ. συντελῶ πρὸς ἐξαγωγήν, οἱ ἔμετοι συν. τὸ γλίσχρον Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, πρβλ. 37. 2· ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 5· τοὺς συναγωνιστὰς Πλούτ. 2. 787· συν. ἑαυτόν, ἐπὶ αὐτοκτονίας, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 23. 2) Παθητ. ὡσαύτως, σ. μανίῃ, παραφέρομαι, συμπαρασύρομαι, Ἀνθ. Πλαν. 128.
Middle Liddell
fut. ξω
to lead out together, Hdt.: Pass. to be carried away together, Anth.