Anonymous

ῥυθμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥυθμός]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ῥυσμός]], Α<br />η [[διαδοχή]], η κανονική [[εναλλαγή]] κινήσεων ή ενεργειών σε ίσα χρονικά διαστήματα ή σε διαστήματα που παρουσιάζουν [[αναλογία]] [[μεταξύ]] τους, έμμετρη [[κίνηση]] (α. «[[ρυθμός]] της κωπηλασίας» β. «ὁ ῥυθμὸς ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος, ἐκ διενηνεγμένων πρότερον, [[ὕστερον]] δὲ ὁμολογησάντων, γέγονε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευρυθμία]], [[τάξη]] («δεν έχει ρυθμό στη ζωή του»)<br /><b>2.</b> (μουσ.-λογοτ.) η [[διάταξη]] ή η [[εναλλαγή]] φθόγγων ή ήχων με ορισμένο τρόπο [[μέσα]] στον χρόνο, το [[μέτρο]] («[[ιαμβικός]] [[ρυθμός]]»)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] στις πλαστικές τέχνες) α) η [[αναλογία]] και η [[συμμετρία]] τών [[μερών]] ενός συνόλου με τέτοιο τρόπο, ώστε να [[είναι]] αρμονικές<br />β) ο [[χαρακτήρας]] τών έργων που προσδίδει [[ιδιαιτερότητα]] στο [[καλλιτέχνημα]], αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τον τεχνίτη, την [[εποχή]] ή τη [[σχολή]] που αυτό αντιπροσωπεύει, [[τεχνοτροπία]] («[[νεοκλασικός]] [[ρυθμός]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ρυθμός]] εργασίας» — η [[ταχύτητα]] επαναλήψεως ορισμένων βημάτων μιας εργασίας σε [[σχέση]] με την [[ποσότητα]] και την [[ποιότητα]] του παραγόμενου προϊόντος, η οποία μπορεί να [[είναι]] σταθερή στις μηχανές [[αλλά]] κυμαινόμενη στον άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμμετρία]], [[αναλογία]] [[μερών]] («ὡς δ' αὕτως ἡ τῶν χρημάτων καὶ κτημάτων [[κτῆσις]] καὶ τιμήσεως κατὰ τὸν αὐτὸν ῥυθμὸν ἔχει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διευθέτηση]] με έναν συγκεκριμένο τρόπο<br /><b>3.</b> ο [[χαρακτήρας]] ενός ατόμου ή η ψυχική του [[κατάσταση]]<br /><b>4.</b> η [[μορφή]] ή το [[σχήμα]] ενός αντικειμένου που ορίζεται σύμφωνα με μια συγκεκριμένη [[συμμετρία]] («μετέβαλον τὸν ῥυσμὸν τῶν γραμμάτων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> η υφή ενός πράγματος («τῷ ῥυθμῷ σπογγῶδες», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>6.</b> ο [[τρόπος]] σχηματισμού ενός πράγματος ή ο [[τρόπος]] εκτέλεσης μιας ενέργειας (α. «ἐν τριγώνοις ῥυθμοῑς», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τίς ῥυθμὸς φόνου;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(σπάν.)</b> το [[στιχηρό]] [[άσμα]], το [[ποίημα]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ῥυθμὸν χορείας ὕπαγε»<br />(για όρχηση ή για [[βάδισμα]]) [[κράτα]] τον χρόνο<br />β) «θάττονα ῥυθμὸν [[ἐπάγω]]»<br />(για όρχηση ή για [[βάδισμα]]) [[παίζω]] με ταχύτερο χρόνο<br />γ) «ἐν τῷ ῥυθμῷ ἀναπνεῖν» — το να αναπνέει [[κανείς]] ομαλώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥυθμός]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥύαξ]], [[ῥύσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θμός</i> / -<i>σμός</i>, που προσδίδει ιδιαίτερη [[τροπικότητα]] στη ρηματ. [[ενέργεια]] (<b>πρβλ.</b> [[κλαυθμός]], <i>μηνι</i>-<i>θμός</i>). Αντίθετα, απίθανες θεωρούνται οι συνδέσεις της λ. με το ρ. [[ἐρύω]] (Ι) «[[σύρω]], [[τραβώ]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ῥῡτήρ</i>) ή με το ρ. [[ἐρύω]] (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ῥῡτήρ</i>), λόγω της βραχύτητας του -<i>ŭ</i>- του [[ῥυθμός]], [[καθώς]] και λόγω έλλειψης σημασιολ. σχέσης. Σημασιολογικά η λ. συνδέεται με τη λ. [[μέλος]] και συνενώνει τις έννοιες της μορφής και της κίνησης, αρχίζοντας από την ομαλή [[ρευστότητα]] της μορφής και καταλήγοντας στην [[κανονικότητα]] της κίνησης διά μέσου του χορού].
|mltxt=ο / [[ῥυθμός]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ῥυσμός]], Α<br />η [[διαδοχή]], η κανονική [[εναλλαγή]] κινήσεων ή ενεργειών σε ίσα χρονικά διαστήματα ή σε διαστήματα που παρουσιάζουν [[αναλογία]] [[μεταξύ]] τους, έμμετρη [[κίνηση]] (α. «[[ρυθμός]] της κωπηλασίας» β. «ὁ ῥυθμὸς ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος, ἐκ διενηνεγμένων πρότερον, [[ὕστερον]] δὲ ὁμολογησάντων, γέγονε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευρυθμία]], [[τάξη]] («δεν έχει ρυθμό στη ζωή του»)<br /><b>2.</b> (μουσ.-λογοτ.) η [[διάταξη]] ή η [[εναλλαγή]] φθόγγων ή ήχων με ορισμένο τρόπο [[μέσα]] στον χρόνο, το [[μέτρο]] («[[ιαμβικός]] [[ρυθμός]]»)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] στις πλαστικές τέχνες) α) η [[αναλογία]] και η [[συμμετρία]] τών [[μερών]] ενός συνόλου με τέτοιο τρόπο, ώστε να [[είναι]] αρμονικές<br />β) ο [[χαρακτήρας]] τών έργων που προσδίδει [[ιδιαιτερότητα]] στο [[καλλιτέχνημα]], αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τον τεχνίτη, την [[εποχή]] ή τη [[σχολή]] που αυτό αντιπροσωπεύει, [[τεχνοτροπία]] («[[νεοκλασικός]] [[ρυθμός]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ρυθμός]] εργασίας» — η [[ταχύτητα]] επαναλήψεως ορισμένων βημάτων μιας εργασίας σε [[σχέση]] με την [[ποσότητα]] και την [[ποιότητα]] του παραγόμενου προϊόντος, η οποία μπορεί να [[είναι]] σταθερή στις μηχανές [[αλλά]] κυμαινόμενη στον άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμμετρία]], [[αναλογία]] [[μερών]] («ὡς δ' αὕτως ἡ τῶν χρημάτων καὶ κτημάτων [[κτῆσις]] καὶ τιμήσεως κατὰ τὸν αὐτὸν ῥυθμὸν ἔχει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διευθέτηση]] με έναν συγκεκριμένο τρόπο<br /><b>3.</b> ο [[χαρακτήρας]] ενός ατόμου ή η ψυχική του [[κατάσταση]]<br /><b>4.</b> η [[μορφή]] ή το [[σχήμα]] ενός αντικειμένου που ορίζεται σύμφωνα με μια συγκεκριμένη [[συμμετρία]] («μετέβαλον τὸν ῥυσμὸν τῶν γραμμάτων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> η υφή ενός πράγματος («τῷ ῥυθμῷ σπογγῶδες», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>6.</b> ο [[τρόπος]] σχηματισμού ενός πράγματος ή ο [[τρόπος]] εκτέλεσης μιας ενέργειας (α. «ἐν τριγώνοις ῥυθμοῖς», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τίς ῥυθμὸς φόνου;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(σπάν.)</b> το [[στιχηρό]] [[άσμα]], το [[ποίημα]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ῥυθμὸν χορείας ὕπαγε»<br />(για όρχηση ή για [[βάδισμα]]) [[κράτα]] τον χρόνο<br />β) «θάττονα ῥυθμὸν [[ἐπάγω]]»<br />(για όρχηση ή για [[βάδισμα]]) [[παίζω]] με ταχύτερο χρόνο<br />γ) «ἐν τῷ ῥυθμῷ ἀναπνεῖν» — το να αναπνέει [[κανείς]] ομαλώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥυθμός]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥύαξ]], [[ῥύσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θμός</i> / -<i>σμός</i>, που προσδίδει ιδιαίτερη [[τροπικότητα]] στη ρηματ. [[ενέργεια]] (<b>πρβλ.</b> [[κλαυθμός]], <i>μηνι</i>-<i>θμός</i>). Αντίθετα, απίθανες θεωρούνται οι συνδέσεις της λ. με το ρ. [[ἐρύω]] (Ι) «[[σύρω]], [[τραβώ]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ῥῡτήρ</i>) ή με το ρ. [[ἐρύω]] (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ῥῡτήρ</i>), λόγω της βραχύτητας του -<i>ŭ</i>- του [[ῥυθμός]], [[καθώς]] και λόγω έλλειψης σημασιολ. σχέσης. Σημασιολογικά η λ. συνδέεται με τη λ. [[μέλος]] και συνενώνει τις έννοιες της μορφής και της κίνησης, αρχίζοντας από την ομαλή [[ρευστότητα]] της μορφής και καταλήγοντας στην [[κανονικότητα]] της κίνησης διά μέσου του χορού].
}}
}}
{{lsm
{{lsm