Anonymous

μασταρύζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μασταρύζω]] και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)<br /><b>1.</b> (για γέροντα) [[προφέρω]] [[κάτι]] ασαφώς σαν να έχω το [[στόμα]] μου γεμάτο, [[τραυλίζω]], φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ [[γήρως]] μασταρύζει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[μαστηρύζειν]]<br />τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῖοι»<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μασταρίζειν]]<br />μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν<br />ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾱσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μαστάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάσταξ]]) με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ρυ</i>- [[πριν]] από την κατάλ. ([[πρβλ]]. [[κελαρύζω]])].
|mltxt=[[μασταρύζω]] και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)<br /><b>1.</b> (για γέροντα) [[προφέρω]] [[κάτι]] ασαφώς σαν να έχω το [[στόμα]] μου γεμάτο, [[τραυλίζω]], φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ [[γήρως]] μασταρύζει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[μαστηρύζειν]]<br />τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι»<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μασταρίζειν]]<br />μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν<br />ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μαστάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάσταξ]]) με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ρυ</i>- [[πριν]] από την κατάλ. ([[πρβλ]]. [[κελαρύζω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm