Anonymous

καυχώμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(20)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ καυχῶμαι, -άομαι)<br /><b>βλ.</b> [[καυχιέμαι]].
|mltxt=και [[καυχώμαι]] και [[καυκιέμαι]] και [[καυκιούμαι]] και [[καυκούμαι]] (ΑΜ [[καυχῶμαι]], [[καυχάομαι]], Α δωρ. τ. [[καυχέομαι]])<br />[[μιλώ]] με [[υπερηφάνεια]] για τον εαυτό μου, [[μεγαλαυχώ]], [[κομπάζω]], παινεύομαι (α. «του αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παινεύω]], [[μιλώ]] υμνητικά, [[διαλαλώ]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[ελπίζω]] σε [[κάτι]], [[αισιοδοξώ]], [[φιλοδοξώ]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[θριαμβεύω]] («καυχᾱται ἡ Ῥωμανία ἐχθροὺς καθυποτάσσουσα», Διγ. Ακρ.)<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> <i>καυχῶ</i>, -<i>άω</i><br />[[εξυμνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μιλώ]] [[δυνατά]], μεγαλοφώνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ĝhau</i>- «[[φωνάζω]]», από την οποία σχηματίστηκε με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( <i>ĝhau</i>-<i>ĝhaw</i>-). Συνδέεται με το λιθουαν. <i>šaukin</i> «[[φωνάζω]]», το αρχ. ιρλδ. <i>guth</i> «[[φωνή]]», το αρμ. <i>xausim</i> «[[μιλώ]]» κ.ά. Στη Μεσαιωνική Ελληνική χρησιμοποιήθηκε και στην ενεργητική [[φωνή]] (<i>καυχῶ</i>), ενώ στη Νέα Ελληνική μεταπλάστηκε από -<i>άομαι</i> / -<i>ῶμαι</i> σε -<i>ιέμαι</i> ([[πρβλ]]. <i>αγαπώμαι</i> - <i>αγαπιέμαι</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καύχημα]], [[καύχηση]] (<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καυχάς]], [[καύχη]], [[καυχήμων]], [[καυχητής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[καύχος]] (II)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καυχησιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εγκαυχώμαι]], [[εκκαυχώμαι]], [[κατακαυχώμαι]]].
}}
}}