Anonymous

εἰκαῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - "neut. pl. as Adv." to "neuter plural as adverb")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰκαῖος''': -α, -ον, [[ἄνευ]] σκοποῦ, [[μάταιος]], 1) ἐπὶ πραγμάτων, [[μάταιος]], ἄσκοπος, τίκτει γὰρ οὐδὲν... εἰκαία [[χάρις]] Σοφ. Ἀποσπ. 288· ὡς εἰκαῖον ὄν, ὡς ὂν μάταιον, Λουκ. [[Ζεὺς]] Ἐλεγχ. 6· εἰκ. [[διήγημα]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν Προοιμ. 1. - Ἐπίρρ. εἰκαίως, [[μάτην]], εἰκῇ Διογ. Λ. 2. 128· οὕτω καὶ ἐν τῷ οὐδ. εἰκαῖα Λυκόφρ. 748. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ματαιόφρων]], [[κοῦφος]], [[φαῦλος]], Πολύβ. 77, 5, κτλ.
|lstext='''εἰκαῖος''': -α, -ον, [[ἄνευ]] σκοποῦ, [[μάταιος]], 1) ἐπὶ πραγμάτων, [[μάταιος]], ἄσκοπος, τίκτει γὰρ οὐδὲν... εἰκαία [[χάρις]] Σοφ. Ἀποσπ. 288· ὡς εἰκαῖον ὄν, ὡς ὂν μάταιον, Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἐλεγχ. 6· εἰκ. [[διήγημα]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν Προοιμ. 1. - Ἐπίρρ. εἰκαίως, [[μάτην]], εἰκῇ Διογ. Λ. 2. 128· οὕτω καὶ ἐν τῷ οὐδ. εἰκαῖα Λυκόφρ. 748. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ματαιόφρων]], [[κοῦφος]], [[φαῦλος]], Πολύβ. 77, 5, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly