Anonymous

ἐγγυαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγγυᾰλίζω''': μέλλ. -ξω ([[γύαλον]]): - θέτω εἰς τὴν παλάμην, [[ἐγχειρίζω]], [[ἔεδνα]], ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα. «ἔδωκα, παρέσχον» (Σχόλ.) Ὀδ. Θ. 319· ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλίξω. «ἐν γύοις, ὅ ἐστι χερσὶ θήσω, καὶ ὡς εἰπεῖν ἐγχειρίσω» (Εὐστ.) Π. 66 ὁ δ’ αὖτ’ ἐμοὶ ἐγγυάλιξεν ἐνν. τοὺς ἵππους Ἰλ. Ψ. 278· - [[συχνάκις]] ἐπὶ τῶν θεῶν, καί τοι [[Ζεὺς]] ἐγγυάλιξε σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστας 1. 98· τιμὴν … ὄφελλεν [[Ὀλύμπιος]] ἐγγυαλίξαι Α. 353· [[τότε]] οἱ [[κράτος]] ἐγγυαλίξω Λ. 192· [[ὁτέοισιν]] [[κῦδος]] ὑπέρτερον ἐγγυαλίξῃ Ο. 491, κτλ. - Ἐπικ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ι. 8 (7). 92, Ἡγήμων παρ’ Ἀθην. 698D.
|lstext='''ἐγγυᾰλίζω''': μέλλ. -ξω ([[γύαλον]]): - θέτω εἰς τὴν παλάμην, [[ἐγχειρίζω]], [[ἔεδνα]], ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα. «ἔδωκα, παρέσχον» (Σχόλ.) Ὀδ. Θ. 319· ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλίξω. «ἐν γύοις, ὅ ἐστι χερσὶ θήσω, καὶ ὡς εἰπεῖν ἐγχειρίσω» (Εὐστ.) Π. 66 ὁ δ’ αὖτ’ ἐμοὶ ἐγγυάλιξεν ἐνν. τοὺς ἵππους Ἰλ. Ψ. 278· - [[συχνάκις]] ἐπὶ τῶν θεῶν, καί τοι [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἐγγυάλιξε σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστας 1. 98· τιμὴν … ὄφελλεν [[Ὀλύμπιος]] ἐγγυαλίξαι Α. 353· [[τότε]] οἱ [[κράτος]] ἐγγυαλίξω Λ. 192· [[ὁτέοισιν]] [[κῦδος]] ὑπέρτερον ἐγγυαλίξῃ Ο. 491, κτλ. - Ἐπικ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ι. 8 (7). 92, Ἡγήμων παρ’ Ἀθην. 698D.
}}
}}
{{bailly
{{bailly