Anonymous

τίθημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τίθημι''': [ῐ], τίθης Σοφ. Φιλ. 992, Πλάτ., παρ’ Ὁμ. ἀείποτε τίθησθαι: τίθησι Ὅμ. καὶ Ἀττ., Δωρ. τίθητι Θεόκρ. 3. 48, γ΄ πληθ. τιθέασι Θουκ. 5. 96, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 1. 5, Ἰωνικ. τιθεῖσι Ἰλ. Π. 262, Ἡρόδ.· [[ὡσαύτως]] β΄ ἐνικ. τιθεῖς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. τιθέω, τιθῶ, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρὰ Λουκ. ἐν Ὠκύπ. 43. 81, ἴδε Cobet. Var lect σ. 221 καὶ Misc. Crit σ. 166, καὶ Kühner-Blass Ausführ Grammatik, τόμ. Α΄, [[μέρος]] Β΄, σ. 193), Πινδ. Π. 8, 14, γ΄ ἑνικ. τιθεῖ Ἰλ. Ν. 731, Μίμνερμ. 1. 6., 5. 7, Ἡρόδ. 1. 113, ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι τοῦ ἐνεστ. δὲν [[εἶναι]] Ἀττ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 141.· - παρατ. ἐτίθην Πλάτ. Γοργ. 5 0Β, ἐτίθης παρὰ τῷ αὐτῷ Πολ. 528D, ἐτίθη Ὅμ., Ἐπικ. τίθη Ἰλ. Α. 446, κλπ., ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ. τὸ β΄ καὶ γ΄ πρόσ. [[εἶναι]] σχεδὸν ἀείποτε ἐτίθεις, ἐτίθει Ἀριστοφ. Νεφ. 59, 64, Ἀχ. 532, Πλάτ., καὶ οἱ τύποι οὗτοι ὑπάρχουσιν ἐν πολλαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ὁμ., (ἴδε Λογ. Ἑρμ. τόμ. Α΄, 336 καὶ Cobet Misc. Crit. 281), Ἐπικ. γ΄ πληθ. τίθεσαν Ὀδ. Χ. 456· τίθεν Πινδ. Π. 3. 15 (πρότιθεν, Ὀδ. Α. 112. Λόγ. Ἑρμ. Α΄, σ. 324)· μεταγεν. ἐτίθουν, Καιν. Διαθ. Ἰωνικ. παρατατ. τίθεσκον Ἡσ. Ἀποσπ. 96, ἐτίθεα (ὑπερ-) Ἡρόδ. 3. 155· - προστ. τίθει Ἰλ. Α. 509, Ἀττ.: - ἀπαρ. τιθέναι· παρ’ Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] τιθήμεναι, Ἰλ. Ψ. 83, τιθέμεν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 742, Πίνδ.· - μέλλ. θήσω, Ἐπικ. ἀπαρ. θησέμεναι Ἰλ. Μ. 35, θησέμεν Πίνδ.: - ἀόρ. α΄ ἔθηκα, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ ὁριστ., καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἑνικῷ, [[διότι]] ἂν καὶ τὸ γ΄ πληθ. [[εἶναι]] σύνηθες, τὸ α΄ [[ὅμως]] καὶ β΄ πληθ. [[εἶναι]] σπάνια, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 15, Αἰσχίν. 5. 23· Ἐπικ. γ΄ πληθ. θῆκαν Ἰλ. Ω. 795, κλπ.· ὁ ὁμαλὸς ἀόριστ. α΄ ἔθησα [[εἶναι]] [[λίαν]] μεταγεν., Μαλαλ. 247. 3, κλπ., καὶ μετοχ. τιθήσας ἐν Χρησμ. Σιβ. 4. 122.· - ἀόρ. β΄ ἔθην δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν τῷ ἑνικ. τῆς ὁριστ., ἐν ᾧ ὁ πληθ. [[εἶναι]] συνηθέστερος, ἔθεμεν, ἔθετε, ἔθεσαν, Ἐπικ. θέσαν, Ἰλ. Μ. 29, κλπ.· προστ. θές, Ἀριστοφάν. Λυσ. 185, κλπ.· Λακων. γ΄ ἑνικ. [[σέτω]] [[αὐτόθι]] 1081· ὑποτ. θῶ, Ἰωνικ. θέω (προσ-), Ἡρόδ. 1. 108, Ἐπικ. [[θείω]], Ἰλ. Π. 83· Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. θείῃς, θείῃ (ἄλλ. [[θήῃς]], θήῃ) Ἰλ. Π. 96, Ὀδ. Κ. 301, 341, Ἐπικ. α΄ πληθ. θέωμεν (δισύλλ.) Ὀδ. Ω. 485, [[θείομεν]] ἀντὶ θείωμεν, Ἰλ. Ψ. 244, Ὀδ. Ν. 364· εὐκτ. θείην, α΄ πληθ. θείημεν Πλάτ., κλπ.· [[θεῖμεν]] Ὀδ. Μ. 347, προσ-[[θεῖμεν]] Πλάτ. Πολ. 370D, καὶ καταθεῖτε (ἢ -θοῖτε) Δημ. 185. 26· γ΄ πληθ. θεῖεν Σοφ. Ο. Κ. 865 ἀπαρ. [[θεῖναι]], Ἐπικ. θέμεναι Ἰλ. Β. 285, [[θέμεν]] Ὀδ. Φ. 3. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 61. 67· μετοχ. θείς· πρκμ. τέθεικα Εὐρ. Ἠλ. 7, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19 (τέθηκα ἐν ἐπιγραφ.). - Μέσ. τίθεμαι, β΄ ἑν. τίθεσαι Πλάτ. Θεαίτ. 202C· προστ. τίθεσο Ἀριστοφ. Εἰρ. 1039, Πλάτ. Σοφιστ. 237Β, τίθου Αἰσχύλ. Εὐμ. 226, Ἐπικ. τίθεσσο Ἀνθ. Παλ. 9. 564, Ἐπικ. μετοχ. τιθήμενος Ἰλ. Κ. 34. - Μέλλ. θήσομαι [[αὐτόθι]] Ω. 402, Ἀττ.: - ἀόρ. α΄ ἐθηκάμην, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ ὁριστ. καὶ τῇ μετοχ., καὶ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς Ἀττικ.· β΄ ἑνικ. ἐθήκαο Θεόκρ. 29. 18· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. θήκατο Ἰλ. Κ. 31, Ἡσ.· μετοχ. θηκάμενος Θέογν. 1150, Πίνδ.· - ἀόρ. β΄ ἐθέμην, Ὅμ., Ἀττ.· προστ. θέο Ὀδ. Κ. 333, θοῦ Σοφ. Ο. Κ. 466 (ἐν συνθ. ἐνθοῦ, εἰσθοῦ· ἀλλὰ κατάθου, ἀπόθου)· ὑποτακτ. [[θῶμαι]] Ἀττ.· εὐκτ. θείμην Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. θεῖτο Ὀδ. Ρ. 225, Αἰσχύλ. Πρ. 527, Πλάτ., κλπ. (προσ-[[θοῖτο]], -θοῖσθε, ἐν-[[θοῖτο]], ἔχουσιν οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν ἐν Δημ. 68. 26., 575, 19., 912. 23). - Παθ. τίθεμαι· μέλλ. τεθήσομαι Εὐρ. Ἠλέκ. 1268, Θουκ., Πλάτ.· - ἀόρ. ἐτέθην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1245, Θουκ., Πλάτ.: - πρκμ. τέθειμαι, ἀπαρ. τεθεῖσθαι Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 304, μετοχ. τεθειμένος, Δημάδ. 180. 4, (προ-) Ξενοφ. Ἱέρ. 9. 11, (δια-) Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 65· ([[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἐπὶ [[μέσης]] σημ., Δημ. 530. 11, Λουκ. Ἐνύπν. 9, (ἐν-) Δημ. 912. 8) - Τὸ παθ. [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ. καὶ [[εἶναι]] [[καθόλου]] σπάνιον, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[κεῖμαι]] (ἴδε Cobet Var. let. 331 καὶ 527, ἔκδ. Β΄). (Ἐκ τῆς √ΘΕ, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν τῷ τύπῳ προθέουσι, Ἰλ. Α. 291· [[ἐντεῦθεν]], θέσις, θέμις, θεσμός, ([[τεθμός]]), θέμα, θεμέλιον, θήκη, ὑπο-[[θήκη]], κτλ., θῆμα, [[θέτης]], νομο-[[θέτης]] κτλ., πρβλ. θής. Σανσκρ. dhâ, da-dhâ-mi ([[τίθημι]]), dha-tri (δημιουργός), Ἀρχ. Γερμ. tôm, tât (thue, ποιεῖν, that, [[πρᾶξις]]), duom, (Ἀγγλ. doom, deem). Ριζικὴ [[σημασία]]· θέτω, τοποθετῶ· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[φέρω]] τι εἴς τινα θέσιν, εἴς τινα τόπον· [[ὅθεν]] [[φέρω]] τι εἴς τινα κατάστασιν, προξενῶ. Τὸ [[μέσον]] παρ’ Ὁμ. διαφέρει τοῦ ἐνεργ. ἐν τούτῳ ὅτι ἡ [[ἐνέργεια]] ἀντανακλᾶται εἰς τὸ ὑποκείμενον ἢ ἀναφέρεται εἰς τὸν σκοπὸν τοῦ ἐνεργοῦντος ἢ εἰς τὰ συμφέροντα [[αὐτοῦ]]· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὡς τὸ ποιεῖσθαι ἀναφέρεται εἰς διανοητικὴν ἐνέργειαν. Α. ἐπὶ τοπικῆς σημασ., θέτω, βάλλω, τοποθετῶ, λίθον... θέσαν Ἰλ. Φ. 405· [[θεμείλια]] Μ. 29· τέρματα τ., θέτω ὅρια, Ψ. 333, Ὀδ. Θ. 193· κλισίην, [[θρόνον]] τι τινί, θέτω ἀνάκλιντρον ἢ [[κάθισμα]] διά τινα, Δ. 123., Θ. 65· τὸ δὲ Μέσον σημαίνει, θέτω [[κάθισμα]] δι’ ἐμαυτόν, ἡ δὲ κατ’ ἄντηστιν θεμένη περικαλλέα δίφρον... ἑκάστου μῦθον ἄκουε Υ. 387· - παρ’ Ἀττικ., [[πόδα]] τ., θέτω ἢ [[στηρίζω]] τὸν [[πόδα]] μου, δηλ. περιπατῶ, [[τρέχω]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 294, Εὐριπ. Ι. Τ. 32· [[τετράποδος]] βάσιν θηρὸς τίθεσθαι, δηλ. βαδίζειν «μὲ τὰ τέσσαρα», ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1059· - ὁ [[τόπος]] ἢ τὸ [[μέρος]] δηλοῦται δι’ ἐπιρρ. ἢ ἐμπροθέτων προσδιορισμῶν. α) δι’ ἐπιρρημάτων, τ. τι πυρὸς ἐγγύς, [[ἀπάνευθε]] πυρὸς Ὀδ. Ξ. 518, Ἰλ. Σ. 412· [[προπάροιθε]] ποδῶν Υ. 324· [[χαμαὶ]] τ. τὸν [[πόδα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 906· τὰ ἄνω [[κάτω]] καὶ τὰ [[κάτω]] ἄνω τ., Ἡρόδ. 3. 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 650, κλπ.· μετ’ ἐπιρρ. δηλούντων κίνησιν, [[ἄλλοσε]] [[θεῖναι]] Ὀδ. Ψ. 184, 204· ποῖ θετέον; Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 17, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 479C, κλπ. β) μετὰ πάσης προθέσεως δηλούσης σχέσιν τοπικήν, τ. [[ἀμφί]] τινι, [[οἷον]] ἀμφ’ ὤμοισι [[ἔντεα]] Ἰλ. Κ 34· στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις Εὐρ. Μήδ. 1160· ἀνά τινι ἢ τι, ὡς ἂμ βωμοῖσι Ἰλ. Θ. 441· ἀνὰ μυρίκην Κ. 466· ἐπί τινος, τινι ἤ τι, ὡς εἵματα ἐπ’ ἀπήνης Ὀδ. Ζ. 252· πρβλ. Ἰλ. Π. 223, κλπ.· κυνέην ἐπὶ κρατὶ Ο. 480· ἐπὶ γούνασί τινος Ζ. 92, κλπ.· ἐπὶ [[θρόνον]] τὰ ἱμάτια Ἡρόδ. 1. 9, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 483, κλπ.· ὑπό τινι ἤ τι, [[οἷον]] δέμνι’ ὑπ’ αἰθούσῃ Ἰλ. Ω. 644· ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνά τινι Ὀδ. Δ. 445· ἀλλὰ συνηθέστατα μετὰ τῶν προθ. ἐν ἢ εἰς, θέτω εἰς ἢ θέτω [[ἐντός]]..., [[οἷον]], θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα Ἰλ. Σ. 476· τόξα ἐν πυρὶ Ε. 215· ἐν κίστῃ ἐδωδὴν Ὀδ. Ζ. 76· ἐν λεχέεσσι θ. τινα Ἰλ. Σ. 352· ἢ ἐς δίφρον θέσθαι τινά, θέτω ἐντὸς τοῦ δίφρου, Γ. 310· ἐς λάρνακα, ἐς [[κάπετον]] Ω. 795, 797· ἐς ταφὰς ἢ ἐν τάφοισι Σοφ. Αἴ. 1110. 1410· πρβλ. Ἀντ. 504, Τραχ. 1254. γ) παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] μετὰ μόνης δοτ., κολεῷ ἄορ. θέο Ὀδ. Κ. 333· χρήματα μυχῷ ἄντρου Ν. 364· πρβλ. Σοφ. Τρ. 691, Εὐρ. Ἑλ. 1064. - Αἱ αὐταὶ συντάξεις θὰ εὑρεθῶσιν ὑπὸ πολλὰς τῶν ἑπομένων διαιρέσεων. ΙΙ. ἰδιαίτεραι φράσεις: 1) θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν, βάλλειν τι εἰς τὰς χεῖράς τινος, Ἰλ. Α. 441, 565· κλπ.· ἐν χερσί τινος Ζ. 482, Ψ. 597· [[οἶνον]] ἐν χείρεσσι Ὀδ. Ξ. 448· ἐς χεῖρά τινος, εἰς τὴν χεῖρά τινος. Σοφ. Αἴ. 751. 2) ἐπὶ γυναικῶν, παῖδα ὑπὸ ζώνην ἐθέμην, [[ἔσχον]] ἐν γαστρί, Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀφρ. 256· ἥτις σοι φίλον υἱὸν ζώνῃ θέτο [[μήτηρ]], τίς ἦν ἡ [[μήτηρ]] ἡ σχοῦσά σε ἐν γαστρί, [[αὐτόθι]] 283. 3) ἐν ὄμμασι θέσθαι, δηλ. πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, Πινδ. Ν. 8. 73. 4) βάλλω φυτὸν εἰς γῆν, [[φυτεύω]], [[ὁπηνίκα]] δεῖ τιθέναι τὰ φυτὰ Ξεν. Οἰκ. 19, 7 καὶ 9. 5) θέσθαι τὴν ψῆφον, ῥίπτειν, βάλλειν αὐτὴν εἰς τὴν κάλπην, ἐς [[τεῦχος]] οὐ διχορρόπως ψήφους ἔθεντο Αἰσχύλ. Ἀγ. 816, ἴδε ἐν λ. [[ψῆφος]]· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[ἁπλῶς]] ψηφοφορῶ, δίδω τὴν ψῆφόν μου, ἐπὶ φόνῳ, διὰ φόνον, Εὐρ. Ὀρ. 756· ἑωυτῷ, [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]], Ἡρόδ. 8. 123· σὺν τῷ νόμῳ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 17· εὔφρονα, δικαίαν τὴν ψῆφον τ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 640, Λυκοῦργ., κλπ., καὶ ἐν τῷ παθ., φανερὰ τίθεται ἡ [[ψῆφος]] Πλάτ. Νόμ. 855D· - [[ὡσαύτως]], τίθεμαι τὴν γνώμην, δίδω τὴν γνώμην μου, Ἡρόδ. 7. 82· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 26. 9· καὶ ἀπολ. τίθεσθαι, = ψηφίζεσθαι, γνώμῃ [[ταύτῃ]], [[ὑπὲρ]] ταύτης τῆς γνώμης, Σοφ. Φιλ. 1448· μετά τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 644· ἐναντία τινὶ Πλάτ. Φίληβ. 58Β. 6) παρ’ Ὁμ. θεῖναί τινί τι ἐν φρεσί, ἐν στήθεσσι, [[θεῖναι]], ἐμφυτεῦσαί τι ἐν τῇ καρδίᾳ τινός, ὡς τὸ Ἀττ. [[νουθετέω]]· ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον Ἰλ. Ν. 732· βουλὴν ἐν στήθεσσι τ. Ρ. 470· [[ἔπος]] ἐν φρεσὶ Τ. 121· κλπ.· [[ὡσαύτως]], [[μένος]] δέ οἱ ἐν φρεσὶ θῆκεν Φ. 145· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο μεγαλήτορα θυμὸν Ι. 629· [[οὕτως]], αἰδῶ καὶ νέμεσιν ἐν φρεσὶ θέσθαι Ν. 121· θέσθαι τινὶ κότον, τρέφειν [[μῖσος]] [[ἐναντίον]] τινός, Θ. 449· θέσθαι νόον καθαρὸν Θέογν. 89· τιθέμενος ἄγναμπτον νόον Αἰσχύλ. Πρ. 163· ἐν φρεσὶ τίθεμαι, μετ’ ἀπαρ., βάλλω εἰς τὸν νοῦν μου, [[σκέπτομαι]] νὰ πράξω τι, Ὀδ. Δ. 729· (πρβλ. βάλλω ΙΙ. 6. 7) καταθέτω, ὡς εἰς τὴν τράπεζαν, χρήματα θέσθαι [[παρά]] τινα Ἡρόδ. 6. 86, πρβλ. Ὀδ. Ν. 207· τὰ [[ὄντα]] τίθεσαθαι ἀσφαλέστατα (ἐπίρρ.) Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11. 12· [[ἐνέχυρον]] θεῖναί τι Ἀριστοφ. Πλ. 451· πρβλ. Ἐκκλ. 755, Δημ. 1381. 8, κλπ.· - [[ὡσαύτως]], ἐγγύην θέσθαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 899· συνθήκας [[παρά]] τινι Λυκοῦργ. 150. 42. - Παθητ., τὰ ληφθέντα καὶ τὰ τεθέντα Δημ. 186. 10· - ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] διαστέλλονται ἐνεργ. καὶ [[μέσον]] ἀπ’ [[ἀλλήλων]], ὁ θείς, ὁ ὑποθηκεύσας, δηλ. παρασχὼν ὑποθήκην, ὁ θέμενος, ὁ λαβὼν τὴν ὑποθήκην, ὁ ἐπὶ ὑποθήκῃ [[δανειστής]], τοὺς θέντας ἡμᾶς ἢ καὶ τοὺς θεμένους ὑμᾶς Πλάτ. Νόμ. 820Ε· πρβλ. [[ὑποτίθημι]] ΙΙΙ· μεταφορ., [[χάριν]] ἢ χάριτα θέσθαι τινί, ποιῶ τι εἴς τινα [[ὅπως]] μοὶ ὀφείλῃ [[χάριν]], ὑποχρεώνω τινά, Ἡρόδ. 9. 60, 107, Αἰσχύλ. Πρ. 783, κλπ. 8) πληρώνω, [[καταβάλλω]], τόκον, εἰσφοράς, [[μετοίκιον]], κτλ., Δημ. 1330. 23., 606. 17., 845. 20, κλπ. 9) [[καταγράφω]], σημειώνω, θὲς ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους Σοφ. Ἀποσπ. 535· τὰ ἐν γράμμασι τεθέντα Πλάτ. Νόμ. 793Β· - βάλλω εἰς τὸν λογαριασμόν, ὑπολογίζω, [[λογαριάζω]], in rationes referre, Δημ. 824. 10., 825. 2., 839. 24· θήσω εἰς δύο παῖδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ Λυσί. 910. 1· τὸ μὲν ἥμισυ τίθησιν αὐτοῖς λελογίσθαι ὁ αὐτ. 905. 11. 10) ἐν τῇ στρατιωτικῇ γλώσσῃ, τίθεσθαι τὰ ὅπλα, ἔχει [[τρεῖς]] σημασίας: α) στήνω τὰ ὅπλα, τὰ θέτω ἐν τάξει ὡς ἐν στρατοπέδῳ, ἀγραυλῶ, νυκτοφυλακῶ, [[μάλιστα]] κατέναντι πολεμίων, Θουκ. 4. 44., 7. 3· - [[ἐντεῦθεν]], [[λαμβάνω]] θέσιν τινά, παρατάττομαι ὡς εἰς μάχην, Ἡρόδ. 9. 52, Θουκ. 2. 2, Πλάτ. Πολ. 440Ε, Λυσί. 188. 10, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 5, 17., 6. 4, κλπ.· οὕτω, ὁπόσοι περ ἂν ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικὰ τιθῶνται, ὅσοι ἂν ὑπηρετῶσιν εἰς τὸ ἱππικὸν ἢ τὸ πεζικόν, Πλάτ. Νόμ. 753Β· [[ἀντία]] τινός, [[ἐναντίον]] τινός, Ἡρόδ. 5. 74. (ἀλλ’ ἐν 1. 62· [[ἀντία]] τοῦ ναοῦ, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ἁπλῶς]], κατέναντι τοῦ ναοῦ, πρβλ. Πόππ. Πίνακ. εἰς Ξεν. Ἀν.)· ποιητ., πάτρας [[ἕνεκα]] εἰς δῆριν ἔθεντο ὅπλα, ἐπίγραμμ. παρὰ Δημ. 322. 6. β) βάλλω [[κάτω]] τὰ ὅπλα μου, παραδίδομαι, Διόδ. 20. 31, 45, Πλούτ. 2. 759Α· οὕτω, θέσθαι τὰς ἀσπίδας Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 12· πόλεμον θέσθαι, καταλῦσαι, καταπαῦσαι, Θουκ. 1. 82· πόλεμον θ. ᾗ βούλονται [[αὐτόθι]] 31· [[νεῖκος]] εὖ θέσθαι Σοφ. Ο. Τ. 633· καί, [[καλῶς]] θ. τὰς διαφορὰς [[πρός]] τινα Ἀνδοκ. 18. 21. γ) εὖ θέσθαι ὅπλα, [[ἁπλῶς]] τηρῆσαι αὐτὰ ἐν καλῇ τάξει, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 3· ὡς τὸ εὖ ἀσπίδα θέσθω, Ἰλ. Β. 382. 11) θέτω εἰς τάφον, [[θάπτω]], ἐμὰ σῶν [[ἀπάνευθε]] τιθήμεναι ὀστέα Ἰλ. Ψ. 83 (συχν. μετὰ προσδιορισμῶν, ἐν τάφοισι, ἐς ταφάς, ἴδε ἀνωτ. 1. β)· ποῦ σφε θήσομεν χθονός; Αἰσχύλ. Θήβ. 1002· - Παθητ., τὰ ὀστᾶ... φασί... τεθῆναι ἐν τῇ Ἀττικῇ Θουκ. 1. 138· πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 242C, Νόμ. 947Ε. 12) τιθέναι τὰ γόνατα, κλίνειν τὰ γόν., Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 19, κ. Λουκ. κβ΄, 41, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. θέτω, [[ὁρίζω]] [[βραβεῖον]], ἐπὶ ἄθλων ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. proponere, ἄεθλα Ἰλ. Ψ. 263, κλπ.· [[ἀέθλιον]] [[αὐτόθι]] 748· νικητήρια Σοφ. Ἀποσπ. 482· καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ τιθέμενα, τὰ βραβεῖα, Δημ. 1408. 27· καὶ μετὰ τοῦ ὡς βραβείου προτεινομένου πράγματος, τ. [[δέπας]], βοῦν, [[ἡμιτάλαντον]] χρυσοῦ Ἰλ. Ψ. 656, 750, 826, κλπ., πρβλ. Ἡρόδ. 1. 144, Σοφ. Αἴ. 572· - τοῦτο πληρέστερον ἐκφέρεται. β) διὰ τοῦ [[θεῖναι]] ἐς [[μέσον]] Ἰλ. Ψ. 704· μεθ’ Ὅμηρον, ἐπὶ πολιτικῶν ἐνεργειῶν, Λατ. in medio ponere, [[προβάλλω]] εἰς τὸν λαόν, εἰς τὴν κρίσιν [[αὐτοῦ]], ἐνώπιον [[αὐτοῦ]], ὑμῖν ἐς [[μέσον]] ἀρχὴν τιθείς, θέτων αὐτὴν εἰς τὴν διάθεσιν ὑμῶν, Ἡρόδ. 3. 142· εἰς τὸ μ. θεῖναί τι Πλάτ. Τίμ. 34Β, Νόμ. 719Α· οὕτω καί, τ. τι εἰς τὸ κοινὸν Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 14, 1· - [[ἀλλά]], ἐν μέσῳ τίθημί τι, [[παρεμβάλλω]] ὡς παρένθεσιν, Αἰσχύλ. Χο. 145. 2) στήνω, [[ἱδρύω]] ἐν ναῷ, ὡς τὸ [[ἀνατίθημι]], ἀφιερῶ, καθιερῶ ἀγάλματα, Ὀδ. Μ. 347, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 92· τάσδε... θεοῖς ἀσπίδας ἔθηκε Εὐρ. Φοίν. 577. IV. [[παρέχω]], δίδω, τιμήν τινι Ἰλ. Ω. 57· [[ὄνομα]] θεῖναί τινι, δίδω [[ὄνομα]] εἴς τινα, αὐτὸς νῦν [[ὄνομα]] εὕρεο [[ὅττι]] κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ Ὀδ. Τ. 403· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ὄνομα]] θέσθαι, οὐχὶ ἀντανακλαστικῶς, δίδω εἰς ἐμαυτὸν [[ὄνομα]], [[λαμβάνω]] ὄνομά τι, ἀλλὰ περιποιητικῶς, δίδω εἰς [[παιδίον]] τὸ ἴδιόν μου [[ὄνομα]] ἢ [[τοὐλάχιστον]] [[ὄνομα]] κατ’ ἐμὴν ἔγκρισιν, Ἀρναῖος δ’ [[ὄνομα]] [[ἔσκε]]· τὸ γὰρ θέτο [[πότνια]] [[μήτηρ]] ἐκ γενετῆς Ὀδ. Σ. 5· τίθεσθ’ [[ὄνομα]] [[ὅττι]] κεν εἴπω Τ. 406, Ἡρόδ. 1. 107, 113, Εὐριπ. Φοίν. 12· ― ἐλλειπτ., [[ἄνευ]] τοῦ [[ὄνομα]]· ᾦ δὴ ἀθροίσματι ἄνθρωπόν τε τίθενται καὶ λίθον Πλάτ. Θεαίτ. 157Β, πρβλ. Κρατ. 402Β· πλεοναστ., Ἴωνα δ’ αὐτὸν [[ὄνομα]] κεκλῆσθαι θήσεται Εὐρ. Ἴων. 75. V. [[τίθημι]] νόμον, θέτω ἢ δίδω νόμον, νομοθετῶ, ἐπὶ ὑπερτάτου νομοθέτου, Σοφ. Ἠλ. 580, Εὐρ. Ἄλκ. 57, Πλάτ. Πολ. 339C, Δημ. 731. 21, κλπ. ― Πολλάκις λέγεται ὁ τιθεὶς ἢ ὁ θεὶς τὸν νόμον· τὸ δὲ [[μέσον]], τίθεμαι νόμον, σημαίνει [[τίθημι]] ἐμαυτῷ, [[ἤτοι]] θέτω δι’ ἐμαυτὸν νόμον (νοεῖται δὲ [[πολλάκις]] τὸ δι’ ἄλλου), ψηφίζομαι νόμον, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ἐν δημοκρατίαις νομοθεσιῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 1, 5, ἔκδ. Κοραῆ, κλπ.· ― ὁ Σωκρ. ἐν Ξεν. Ἀπομν. 4. 4. 19 λέγει, ἔχοις ἂν οὖν εἰπεῖν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοὺς νόμους ἔθεντο; ― τίνας οὖν νομίζεις τεθεικέναι τούτους; Ἐγὼ μὲν θεοὺς [[οἶμαι]] τοὺς νόμους τούτους τοῖς ἀνθρώποις [[θεῖναι]]· ὁ δὲ Δημοσθένης ἐν Ὀλυνθ. τρίτῳ 10· νομοθέτας καθίσατε, ἐν δὲ τούτοις τοῖς νομοθέταις μὴ θῆσθε νόμον μηδένα, (ἴδε Βασιάδην Δημ. Φιλιππ. σελ. 330 καὶ Cobet Var. lect. 613, καὶ Ἀσώπιον Συντ. Περ. Β΄, σ. 311. § 61, ἔκδ. Β΄)· περὶ δὲ τοῦ παρ’ Ἡροδότ. 1. 29· τῶν νόμων ὧν ἔθετο (ὁ Σόλων) καί, νόμοις τοὺς ἄν σφι Σόλων θῆται, ἴδε Ἀσώπ. ὡς ἀνωτέρω σελ. 318, § 82· τὸ [[μέσον]] δύναται νὰ λεχθῇ καὶ ἐπὶ δεσπότου ἐὰν ἐνυπάρχῃ ἀναφορὰ εἰς τὸ συμφέρον [[αὐτοῦ]] ὡς ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Πλάτ. Πολ. 338Ε· τίθεται δέ γε τοὺς νόμους ἑκάστη ἡ ἀρχὴ πρὸς τὸ αὑτῇ ξυμφέρον, [[δημοκρατία]] μὲν δημοκρατικούς, τυραννὶς δὲ τυραννικούς. ― Ἴδε Jebb Σοφ. Ἀντ. σ. 10 ἐν σημ. ― Καὶ ἐν παθ. σημ., τίθεται [[νόμος]] Πλάτ. Νόμ. 705D, 744Α· ― λέγεται [[προσέτι]] καί, [[θεῖναι]] θεσμόν, θεσμόν... θήσω (ὁμιλεῖ ἡ [[Ἀθηνᾶ]]) Αἰσχυλ. Εὐμ. 484· [[κήρυγμα]], τιμωρίας, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 8, Πλάτ., κλπ.· σκῆψιν [[θεῖναι]] [[προφασίζομαι]] Σοφ. Ἠλ. 548· τίθεμαι ἡμέραν, συμφωνῶ [[περί]] τινος ἡμέρας, [[ὁρίζω]] ἀπὸ κοινοῦ ἡμέραν, Δημ. 1039. 6. VI. [[ὁρίζω]], [[καθίστημι]], [[ἱδρύω]], ἀγῶνα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 845, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 10· πεντετηρίδα Πινδ. Ο. 3. 38. VII. [[διορίζω]], [[τάττω]], διατάττω, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ξενοφ. Λακων. 15, 2· πρβλ. 1. 5., 2. 11· γυναιξὶ σωφρονεῖν... θήσει Εὐρ. Τρῳ. 1057· ― [[ὡσαύτως]] ἐλλειπτικῶς μετ’ ἐπιρρ., οὕτω νῦν [[Ζεὺς]] θείη, οὕτω [[εἴθε]] νὰ δώσῃ ὁ [[θεός]], Ὀδ. Θ. 465., Ο. 180· ὣς ἄρ’ ἔμελλον θησέμεναι, ποιεῖσθαι, Ἰλ. Μ. 35· παγκάκως [θεοὶ] ἔθεσαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 283. Β. θέτω ἢ [[φέρω]] εἰς κατάστασίν τινα ἢ διάθεσιν, σχεδὸν ὡς τὸ ποιεῖν, ποιεῖσθαι, δι’ ὃ καὶ [[συχνάκις]] [[ἑρμηνευτέον]] διὰ τοῦ ἡμετέρου «[[κάμνω]]» Ι. μετ’ οὐσιαστ. καὶ κατηγορημ., [[κάμνω]] τινά τι, θεῖναί τινα αἰχμητήν, ἱέρειαν, μάντιν Ἰλ. Α. 290, Ζ. 300, Ὀδ. Ο. 253· θ. τινα βασιλέα, ἀρχέπολιν Πινδ. Ο. 13. 31, Π. 9. 93· θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος, ποιῆσαί τινα γυναῖκά τινος, ἐπὶ τρίτου χρησιμεύοντος ὡς προξενητοῦ, Ἰλ. Τ. 298· (διαφ. ἐν τῷ μέσῳ ἴδε κατωτέρ. 3)· ἥ τέ με τοῖον ἔθηκεν [[ὅπως]] ἐθέλει, μὲ κατέστησε τοιοῦτον [[ὅπως]] θέλει, Ὀδ. Π. 208· σῦς ἔθηκας ἑταίρους, κατέστησας τοὺς συντρόφους μου χοίρους, Κ. 338· οὕτω, ναῦν λᾶαν ἔθηκε Ν. 163, πρβλ. Ἰλ. 318· [[ἀλλά]], θεῖναί τινι γέλων, προξενῆσαι γέλωτα εἴς τινα, Εὐρ. Ἴων 1172· [[ὡσαύτως]], λόγους εἰς μέτρα τιθέναι, τρέψαι αὐτοὺς εἰς στίχους, Πλάτ. Νόμ. 669D. 2) μετ’ ἐπιθέτου ὡς κατηγορηματικοῦ, θεῖναί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήραον, καταστῆσαί τινα ἀθάνατον καὶ [[ἀγήρατον]], Ὀδ. Ε. 136· οὕτω, τυφλόν, ἀφνειὸν τ. τινα Ἰλ. Ζ. 139, Ι. 483· οὕτω, τὸν μέν... θῆκεν μείζονά τ’ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα Ὀδ. Ζ. 229, πρβλ. Σ. 195. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἅλιον, οὐκ ἀτέλεστον, μεταμώνιον Ἰλ. Δ. 26, 57, 363· κείνου δ’ αὖ καὶ ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε, κατέστησε καὶ τὸν ὄλεθρον αὐτῶν ἄγνωστον, Ὀδ. Γ. 88, πρβλ. Λ. 274· ἀποίητον [[θέμεν]] ἔργων [[τέλος]] Πινδ. Ο. 2. 32· ἀρὰν τ. ἀληθῆ Αἰσχύλ. Θήβ. 946· ἀναστάτους οἴκους τ. Σοφ. Ἀντ. 674· τ. λεῖον τὸν τραχὺν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1086· τὸ παραχθὲν ἀγένητον τ. Πλάτ. Πρωτ. 324Β. 3) [[πολλάκις]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ γυναῖκα ἢ ἄκοιτιν τίθεμαί τινα, [[κάμνω]] τινὰ γυναῖκά μου, σύζυγόν μου, Ὀδ. Φ. 72, 316· παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα, λαβοῦσα τὸν ἑαυτῆς υἱὸν ὡς ἄνδρα, Αἰσχύλ. Θήβ. 930. β) παῖδα ἢ υἱὸν τίθεσθαί τινα, ὡς τὸ ποιεῖσθαι, [[κάμνω]] τινὰ ὡς [[τέκνον]] μου, υἱοθετῶ, Πλάτ. Νόμ. 929C, κλπ., καὶ ἀπολ., τίθεμαί τινα, υἱοθετῶ, Πλουτ. Αἰμίλ. 5. γ) [[καθόλου]], προσφιλῆ, δυσμενῆ θέσθαι τινά, παρὰ ποιηταῖς, Σοφ. Φιλ. 532, Ἀντ. 188· γέλωτα τίθεμαί τινα, [[κάμνω]] τινὰ ἀντικείμενον γέλωτος, Ἡρόδ. 3. 29., 7. 209. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, τιθέναι τινὰ νικῆσαι, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναδειχθῇ [[νικητής]], Πινδ. Ν. 10. 89· πεπρωμένον ἔθηκε μοῖραν μετατραπεῖν ἀνδροφθόρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσμ. 164· τὸν πάθει [[μάθος]] θέντα [[κυρίως]] ἔχειν, [[ὅστις]] ἔκαμε τὸ [[πάθημα]] νὰ χρησιμεύσῃ ὡς [[μάθημα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 178, πρβλ. 1036, 1174, Εὐρ. Μήδ. 718, Ἡρακλ. 990, κλπ. ΙΙ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν τῆς διανοίας ἐνέργειαν, ὅτε τὸ [[μέσον]] [[εἶναι]] συνηθέστερον τοῦ ἐνεργ., θέτω εἰς ὡρισμένον ἢ δεδομένον, ὑπολογίζω τι ἢ θεωρῶ ὡς..., τί δ’ ἐλέγχεα [[ταῦτα]] τίθεσθε; Ὀδ. Φ. 333· [[δαιμόνιον]] αὐτὸ τίθημ’ ἐγὼ Σοφοκλ. Ἠλ. 1270· τοιοῦτον θέντες τὸν δίκαιον Πλάτ. Πολ. 361Β, πρβλ. 430Β· θὲς δή μοι..., ὑπόθες τώρα, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 191C· [[εὐεργέτημα]] τ. τι Δημ. 12. 9· [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ὡς, θέντες ὡς ὑπάρχον ὃ βούλονται Πλάτ. Πολ. 458Α, πρβλ. Φαίδωνα 100Α· μὴ τοῦτο ὡς [[ἀδίκημα]] θῇς Δημ. 292. 21. 2) μετ’ ἐπιρρ., ποῦ χρὴ τίθεσθαι [[ταῦτα]]; πῶς πρέπει νὰ θεωρῶμεν [[ταῦτα]]; Σοφ. Φιλ. 451 (ἴδε κατωτ. IV)· [[οὐδαμοῦ]] τιθέναι τι, θεωρεῖν τι ὡς ἀνάξιον λόγου ἢ προσοχῆς, nullo in numero habere, Εὐρ. Ἀνδρ. 210· [[πρόσθεν]] ἢ ἐπίπροσθέν τινος τιθέναι τι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 131, ἐν Ἱκ. 514· [[πόρρω]] τίθεσθαί τί τινος Δημ. 325. 22. 3) μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, τ. τινὰ ἐν τοῖς φιλοσόφοις Πλάτ. Πολ. 475D· ἐν τοῖς φίλοις Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 4· [[ὡσαύτως]], εἰς γόητα καὶ μιμητὴν τ. τινα Πλάτ. Σοφιστ. 235Α, πρβλ. 264C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39· [[ὡσαύτως]], οὐκ ἐν λόγω τίθεσθαί τινα Τυρταῖ. 9. 1. τίθεσθαί τινα ἐν τιμῇ Ἡρόδ. 3. 3· ἐν αἰτίῃσι τιθέναι τινὰ ὁ αὐτ. 8. 99· παρ’ οὐδὲν ἔθεντο, ἐθεώρησαν ὡς μηδαμινόν, ὡς ἀνάξιον λόγου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 230, Εὐρ. Ι. Τ. 732, Πλάτ., κλπ.· ἐν παρέργῳ θέσθαι Σοφ. Φιλ. 473· πάντα ἐν εὐχερεῖ θ. [[αὐτόθι]] 876· τ. τι ἐν αἰσχρῷ Εὐρ. Ἑκ. 806· ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι Θουκ. 1. 35· ἐν ἀδικήματος μέρει τίθεσθαί τι Δημ. 668. 25, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 252Β, καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ϛʹ σ. 185· ― θέσθαι τὰ δίκαια ἔκ τινος, ἐκτιμᾶν ἢ ὑπολογίζειν τὰ δίκαια ἐκ..., Δημ. 91 περὶ τὸ [[τέλος]]. 4) μετὰ διαιρετ. γενικῆς ἢ καὶ ἄλλης, ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων, καταρίθμησόν με μεταξὺ τῶν πεισθέντων, Πλάτ. Πολ. 424C, πρβλ. 376Ε, 437Β· τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἄν τις θείη, δύναταί τις νὰ τὸ θεωρήσῃ ὡς προελθὸν ἐκ τῆς ἀμελείας ἡμῶν, Δημ. 12. 5. 5) μετ’ ἀπαρεμφ., οὐ τίθημ’ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, δὲν θεωρῶ ἐγὼ τοῦτον ὡς ζῶντα, «δὲν τὸν [[λογαριάζω]] ὡς...», Σοφ. Ἀντ. 1166 πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 93C, Δημ. 783. 18 καὶ 22· ― σπανίως μετὰ μετοχῆς, θήσω ἀδικοῦντα [αὐτὸν] ὁ αὐτ. 645. 22. 6) ἐλλειπτικῶς, [[λαμβάνω]] ὡς δεδομένον, ὑποθέτω, θῶμεν δύο εἴδη (ἐξυπακουομ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Φαίδ. 79Α, κλπ· θήσω οὕτω (ἐξυπακ. εἶναί τι) Δημ. 648. 22, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 1. ΙΙΙ. [[ἄνευ]] κατηγορηματικῆς τινος λέξεως, καὶ σημαίνει, [[κάμνω]], [[κατεργάζομαι]], ὡς τὸ ποιεῖν, Λατιν. ponere virum, ἐπὶ τεχνίτου, ἐν ὃ ἐτίθει νειὸν Ἰλ. Σ. 541, πρβλ. 550, 561, 607· ἐπὶ μαγείρου, [[δόρπον]] τιθέναι ἢ τίθεσθαι Ὀδ. Υ. 394, Ρ. 269, καὶ [[ἄλλοθι]]· [[δῶμα]] θέσθαι, κτίσαι οἰκίαν, Ο. 241. 2) ποιῶ, προξενῶ, [[ἀπεργάζομαι]], ἔργα Ἰλ. Γ. 321· τ. κέλαδον καὶ ἀϋτὴν Ι. 547· ὀρυμαγδὸν Ὀδ. Ι. 235· ἔριν μετ’ ἀμφοτέροισιν Γ. 136· φιλότητα, ὅρκια μετ’ ἀμφ. Ἰλ. Δ. 83, Ὀδ. Ω. 546· καὶ μετὰ δοτικ. προσώπου, [[σῆμα]] τιθεὶς Τρώεσι Ἰλ. Θ. 171· Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε Α. 2, κτλ.· πᾶσιν ἔθηκε πόνον Φ. 524, πρβλ. Ο. 721, Π. 262· [[φόως]] ἑτάροισι Ζ. 6, κλπ., οὕτω [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ., χάρματ’ ἄλλοις ἔθηκεν Πινδ. Ο. 2. 180· πόλει κατασκαφὰς θέντες Αἰσχύλ. Θήβ. 47· εἰρήνην φίλοις ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 769· ἀλλ’ [[αἷμα]] θήσεις, ἀλλ’ οὕτω θὰ προξενήσῃς αἱματοχυσίαν, Εὐρ. Βάκχ. 835, κλπ. 3) συχν. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[κάμνω]] ἢ [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, τίθεμαι κέλευθον, [[κάμνω]] ὁδὸν δι’ ἐμαυτόν, «ἀνοίγω δρόμον», [[τεῖχος]] ῥηξάμενοι θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον Ἰλ. Μ. 418· καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, νὰ ἀποκτήσῃ μεγάλην εὐσαρκίαν, Ὀδ. Ρ. 225, πρβλ. Σ. 74· θέσθαι μάχην, συνάπτειν μάχην, Ἰλ. Ω. 402, πρβλ. Ρ. 158· ἱδρῶτα τίθεσθαι Ἱππ. 22. 33· μαρτύρια θέσθαι, παρουσιάζειν μαρτυρίας, Ἡρόδ. 8. 55· θήκασθαι ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν, λαβεῖν τὴν ὄψιν ἢ τὸ [[πρόσωπον]] σεβασμίου ἀνθρώπου. Πινδ. Π. 4. 52, πρβλ. Abresch. εἰς Ἡσύχ. ἐν λέξ. θήκατο· τίθεμαι πόνον, προξενῶ ἐμαυτῷ ἐνοχλήσεις, βάσανα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 226· εὐκλεᾶ θέσθαι βίον Σοφ. Φιλ. 1422· καὶ ἐν πολλαῖς ὁμοίαις φράσεσι. 4) ἐν περιφράσει ἀντὶ ἁπλοῦ ῥήματος, σκέδασιν [[θεῖναι]], σκεδάσαι, διασκορπίσαι, Ὀδ. Λ. 116· [[θεῖναι]] κρύφον, νέμεσιν, αἶνον, [[ἀντί]], κρύπτειν, νεμεσᾶν, αἰνεῖν, Πινδ. Ο. 7. 111., 8. 114, Ν. 1. 5· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, θέσθαι μάχην, ἀντὶ μάχεσθαι, Ἰλ. Ω. 402· θέσθαι θυσίαν, γάμον, [[ἀντί]], θύειν, γαμεῖσθαι, Πινδ. Ο. 7. 77., 13. 75· σπουδήν, πρόνοιαν θέσθαι Σοφ. Αἴ. 13, 536, (Cobet. Nov. lect. σ. 291), πρβλ. Πινδ. Π. 4. 492· τ. ἐπιστροφὴν πρό τινος Σοφ. Ο. Τ. 134· σχολὴν τ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1059· προμηθίαν θ. τινὶ Εὐρ. Μήδ. 915· ― καὶ μετὰ γενικ., λησμοσύνην, συγγνωμοσύνην τινὸς Σοφ. Ἀντ. 151, Τρ. 1265. IV. εὖ θέσθαι, διευθετεῖν, τακτοποιεῖν, κυβερνᾶν [[καλῶς]], τὰ [[σεωυτοῦ]] Ἡρόδ. 7. 236· θέσθαι τὸ παρὸν Θουκ. 1. 25, πρβλ. 4. 59, Πλάτ., κλπ. (εὖ [[θεῖναι]] παρὰ Θεόγν. 845)· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 10. γ· - [[ὡσαύτως]], [[καλῶς]] [[θεῖναι]] Σοφ. Τρ. 26, Εὐρ. Ἱππ. 521· [[καλῶς]] θέσθαι [[αὐτόθι]] 709, πρβλ. Ἀνδρ. 378, κλπ.· - οὕτω καί, [[θεῖναι]] τἀκεῖ κατὰ γνώμην ἐμὴν [[αὐτόθι]] 737· [[μάλιστα]] ἐπὶ διευθετήσεως διαφορῶν, θέσθαι τὸν πόλεμον, ἴδε Α. ΙΙ. 10. β· τὰς διαφορὰς θέσθαι [[καλῶς]] Ἀνδοκ. 18. 21· τὸ [[νεῖκος]] εὖ θέσθαι χρεὼν Σοφ. Ο. Τ. 633· πρβλ. Θουκ. 4. 17., 6. 11· [[ἴσως]] οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 451 (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 47, 53, 55, κλπ.
|lstext='''τίθημι''': [ῐ], τίθης Σοφ. Φιλ. 992, Πλάτ., παρ’ Ὁμ. ἀείποτε τίθησθαι: τίθησι Ὅμ. καὶ Ἀττ., Δωρ. τίθητι Θεόκρ. 3. 48, γ΄ πληθ. τιθέασι Θουκ. 5. 96, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 1. 5, Ἰωνικ. τιθεῖσι Ἰλ. Π. 262, Ἡρόδ.· [[ὡσαύτως]] β΄ ἐνικ. τιθεῖς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. τιθέω, τιθῶ, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρὰ Λουκ. ἐν Ὠκύπ. 43. 81, ἴδε Cobet. Var lect σ. 221 καὶ Misc. Crit σ. 166, καὶ Kühner-Blass Ausführ Grammatik, τόμ. Α΄, [[μέρος]] Β΄, σ. 193), Πινδ. Π. 8, 14, γ΄ ἑνικ. τιθεῖ Ἰλ. Ν. 731, Μίμνερμ. 1. 6., 5. 7, Ἡρόδ. 1. 113, ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι τοῦ ἐνεστ. δὲν [[εἶναι]] Ἀττ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 141.· - παρατ. ἐτίθην Πλάτ. Γοργ. 5 0Β, ἐτίθης παρὰ τῷ αὐτῷ Πολ. 528D, ἐτίθη Ὅμ., Ἐπικ. τίθη Ἰλ. Α. 446, κλπ., ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ. τὸ β΄ καὶ γ΄ πρόσ. [[εἶναι]] σχεδὸν ἀείποτε ἐτίθεις, ἐτίθει Ἀριστοφ. Νεφ. 59, 64, Ἀχ. 532, Πλάτ., καὶ οἱ τύποι οὗτοι ὑπάρχουσιν ἐν πολλαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ὁμ., (ἴδε Λογ. Ἑρμ. τόμ. Α΄, 336 καὶ Cobet Misc. Crit. 281), Ἐπικ. γ΄ πληθ. τίθεσαν Ὀδ. Χ. 456· τίθεν Πινδ. Π. 3. 15 (πρότιθεν, Ὀδ. Α. 112. Λόγ. Ἑρμ. Α΄, σ. 324)· μεταγεν. ἐτίθουν, Καιν. Διαθ. Ἰωνικ. παρατατ. τίθεσκον Ἡσ. Ἀποσπ. 96, ἐτίθεα (ὑπερ-) Ἡρόδ. 3. 155· - προστ. τίθει Ἰλ. Α. 509, Ἀττ.: - ἀπαρ. τιθέναι· παρ’ Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] τιθήμεναι, Ἰλ. Ψ. 83, τιθέμεν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 742, Πίνδ.· - μέλλ. θήσω, Ἐπικ. ἀπαρ. θησέμεναι Ἰλ. Μ. 35, θησέμεν Πίνδ.: - ἀόρ. α΄ ἔθηκα, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ ὁριστ., καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἑνικῷ, [[διότι]] ἂν καὶ τὸ γ΄ πληθ. [[εἶναι]] σύνηθες, τὸ α΄ [[ὅμως]] καὶ β΄ πληθ. [[εἶναι]] σπάνια, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 15, Αἰσχίν. 5. 23· Ἐπικ. γ΄ πληθ. θῆκαν Ἰλ. Ω. 795, κλπ.· ὁ ὁμαλὸς ἀόριστ. α΄ ἔθησα [[εἶναι]] [[λίαν]] μεταγεν., Μαλαλ. 247. 3, κλπ., καὶ μετοχ. τιθήσας ἐν Χρησμ. Σιβ. 4. 122.· - ἀόρ. β΄ ἔθην δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν τῷ ἑνικ. τῆς ὁριστ., ἐν ᾧ ὁ πληθ. [[εἶναι]] συνηθέστερος, ἔθεμεν, ἔθετε, ἔθεσαν, Ἐπικ. θέσαν, Ἰλ. Μ. 29, κλπ.· προστ. θές, Ἀριστοφάν. Λυσ. 185, κλπ.· Λακων. γ΄ ἑνικ. [[σέτω]] [[αὐτόθι]] 1081· ὑποτ. θῶ, Ἰωνικ. θέω (προσ-), Ἡρόδ. 1. 108, Ἐπικ. [[θείω]], Ἰλ. Π. 83· Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. θείῃς, θείῃ (ἄλλ. [[θήῃς]], θήῃ) Ἰλ. Π. 96, Ὀδ. Κ. 301, 341, Ἐπικ. α΄ πληθ. θέωμεν (δισύλλ.) Ὀδ. Ω. 485, [[θείομεν]] ἀντὶ θείωμεν, Ἰλ. Ψ. 244, Ὀδ. Ν. 364· εὐκτ. θείην, α΄ πληθ. θείημεν Πλάτ., κλπ.· [[θεῖμεν]] Ὀδ. Μ. 347, προσ-[[θεῖμεν]] Πλάτ. Πολ. 370D, καὶ καταθεῖτε (ἢ -θοῖτε) Δημ. 185. 26· γ΄ πληθ. θεῖεν Σοφ. Ο. Κ. 865 ἀπαρ. [[θεῖναι]], Ἐπικ. θέμεναι Ἰλ. Β. 285, [[θέμεν]] Ὀδ. Φ. 3. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 61. 67· μετοχ. θείς· πρκμ. τέθεικα Εὐρ. Ἠλ. 7, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19 (τέθηκα ἐν ἐπιγραφ.). - Μέσ. τίθεμαι, β΄ ἑν. τίθεσαι Πλάτ. Θεαίτ. 202C· προστ. τίθεσο Ἀριστοφ. Εἰρ. 1039, Πλάτ. Σοφιστ. 237Β, τίθου Αἰσχύλ. Εὐμ. 226, Ἐπικ. τίθεσσο Ἀνθ. Παλ. 9. 564, Ἐπικ. μετοχ. τιθήμενος Ἰλ. Κ. 34. - Μέλλ. θήσομαι [[αὐτόθι]] Ω. 402, Ἀττ.: - ἀόρ. α΄ ἐθηκάμην, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ ὁριστ. καὶ τῇ μετοχ., καὶ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς Ἀττικ.· β΄ ἑνικ. ἐθήκαο Θεόκρ. 29. 18· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. θήκατο Ἰλ. Κ. 31, Ἡσ.· μετοχ. θηκάμενος Θέογν. 1150, Πίνδ.· - ἀόρ. β΄ ἐθέμην, Ὅμ., Ἀττ.· προστ. θέο Ὀδ. Κ. 333, θοῦ Σοφ. Ο. Κ. 466 (ἐν συνθ. ἐνθοῦ, εἰσθοῦ· ἀλλὰ κατάθου, ἀπόθου)· ὑποτακτ. [[θῶμαι]] Ἀττ.· εὐκτ. θείμην Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. θεῖτο Ὀδ. Ρ. 225, Αἰσχύλ. Πρ. 527, Πλάτ., κλπ. (προσ-[[θοῖτο]], -θοῖσθε, ἐν-[[θοῖτο]], ἔχουσιν οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν ἐν Δημ. 68. 26., 575, 19., 912. 23). - Παθ. τίθεμαι· μέλλ. τεθήσομαι Εὐρ. Ἠλέκ. 1268, Θουκ., Πλάτ.· - ἀόρ. ἐτέθην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1245, Θουκ., Πλάτ.: - πρκμ. τέθειμαι, ἀπαρ. τεθεῖσθαι Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 304, μετοχ. τεθειμένος, Δημάδ. 180. 4, (προ-) Ξενοφ. Ἱέρ. 9. 11, (δια-) Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 65· ([[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἐπὶ [[μέσης]] σημ., Δημ. 530. 11, Λουκ. Ἐνύπν. 9, (ἐν-) Δημ. 912. 8) - Τὸ παθ. [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ. καὶ [[εἶναι]] [[καθόλου]] σπάνιον, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[κεῖμαι]] (ἴδε Cobet Var. let. 331 καὶ 527, ἔκδ. Β΄). (Ἐκ τῆς √ΘΕ, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν τῷ τύπῳ προθέουσι, Ἰλ. Α. 291· [[ἐντεῦθεν]], θέσις, θέμις, θεσμός, ([[τεθμός]]), θέμα, θεμέλιον, θήκη, ὑπο-[[θήκη]], κτλ., θῆμα, [[θέτης]], νομο-[[θέτης]] κτλ., πρβλ. θής. Σανσκρ. dhâ, da-dhâ-mi ([[τίθημι]]), dha-tri (δημιουργός), Ἀρχ. Γερμ. tôm, tât (thue, ποιεῖν, that, [[πρᾶξις]]), duom, (Ἀγγλ. doom, deem). Ριζικὴ [[σημασία]]· θέτω, τοποθετῶ· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[φέρω]] τι εἴς τινα θέσιν, εἴς τινα τόπον· [[ὅθεν]] [[φέρω]] τι εἴς τινα κατάστασιν, προξενῶ. Τὸ [[μέσον]] παρ’ Ὁμ. διαφέρει τοῦ ἐνεργ. ἐν τούτῳ ὅτι ἡ [[ἐνέργεια]] ἀντανακλᾶται εἰς τὸ ὑποκείμενον ἢ ἀναφέρεται εἰς τὸν σκοπὸν τοῦ ἐνεργοῦντος ἢ εἰς τὰ συμφέροντα [[αὐτοῦ]]· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὡς τὸ ποιεῖσθαι ἀναφέρεται εἰς διανοητικὴν ἐνέργειαν. Α. ἐπὶ τοπικῆς σημασ., θέτω, βάλλω, τοποθετῶ, λίθον... θέσαν Ἰλ. Φ. 405· [[θεμείλια]] Μ. 29· τέρματα τ., θέτω ὅρια, Ψ. 333, Ὀδ. Θ. 193· κλισίην, [[θρόνον]] τι τινί, θέτω ἀνάκλιντρον ἢ [[κάθισμα]] διά τινα, Δ. 123., Θ. 65· τὸ δὲ Μέσον σημαίνει, θέτω [[κάθισμα]] δι’ ἐμαυτόν, ἡ δὲ κατ’ ἄντηστιν θεμένη περικαλλέα δίφρον... ἑκάστου μῦθον ἄκουε Υ. 387· - παρ’ Ἀττικ., [[πόδα]] τ., θέτω ἢ [[στηρίζω]] τὸν [[πόδα]] μου, δηλ. περιπατῶ, [[τρέχω]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 294, Εὐριπ. Ι. Τ. 32· [[τετράποδος]] βάσιν θηρὸς τίθεσθαι, δηλ. βαδίζειν «μὲ τὰ τέσσαρα», ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1059· - ὁ [[τόπος]] ἢ τὸ [[μέρος]] δηλοῦται δι’ ἐπιρρ. ἢ ἐμπροθέτων προσδιορισμῶν. α) δι’ ἐπιρρημάτων, τ. τι πυρὸς ἐγγύς, [[ἀπάνευθε]] πυρὸς Ὀδ. Ξ. 518, Ἰλ. Σ. 412· [[προπάροιθε]] ποδῶν Υ. 324· [[χαμαὶ]] τ. τὸν [[πόδα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 906· τὰ ἄνω [[κάτω]] καὶ τὰ [[κάτω]] ἄνω τ., Ἡρόδ. 3. 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 650, κλπ.· μετ’ ἐπιρρ. δηλούντων κίνησιν, [[ἄλλοσε]] [[θεῖναι]] Ὀδ. Ψ. 184, 204· ποῖ θετέον; Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 17, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 479C, κλπ. β) μετὰ πάσης προθέσεως δηλούσης σχέσιν τοπικήν, τ. [[ἀμφί]] τινι, [[οἷον]] ἀμφ’ ὤμοισι [[ἔντεα]] Ἰλ. Κ 34· στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις Εὐρ. Μήδ. 1160· ἀνά τινι ἢ τι, ὡς ἂμ βωμοῖσι Ἰλ. Θ. 441· ἀνὰ μυρίκην Κ. 466· ἐπί τινος, τινι ἤ τι, ὡς εἵματα ἐπ’ ἀπήνης Ὀδ. Ζ. 252· πρβλ. Ἰλ. Π. 223, κλπ.· κυνέην ἐπὶ κρατὶ Ο. 480· ἐπὶ γούνασί τινος Ζ. 92, κλπ.· ἐπὶ [[θρόνον]] τὰ ἱμάτια Ἡρόδ. 1. 9, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 483, κλπ.· ὑπό τινι ἤ τι, [[οἷον]] δέμνι’ ὑπ’ αἰθούσῃ Ἰλ. Ω. 644· ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνά τινι Ὀδ. Δ. 445· ἀλλὰ συνηθέστατα μετὰ τῶν προθ. ἐν ἢ εἰς, θέτω εἰς ἢ θέτω [[ἐντός]]..., [[οἷον]], θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα Ἰλ. Σ. 476· τόξα ἐν πυρὶ Ε. 215· ἐν κίστῃ ἐδωδὴν Ὀδ. Ζ. 76· ἐν λεχέεσσι θ. τινα Ἰλ. Σ. 352· ἢ ἐς δίφρον θέσθαι τινά, θέτω ἐντὸς τοῦ δίφρου, Γ. 310· ἐς λάρνακα, ἐς [[κάπετον]] Ω. 795, 797· ἐς ταφὰς ἢ ἐν τάφοισι Σοφ. Αἴ. 1110. 1410· πρβλ. Ἀντ. 504, Τραχ. 1254. γ) παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] μετὰ μόνης δοτ., κολεῷ ἄορ. θέο Ὀδ. Κ. 333· χρήματα μυχῷ ἄντρου Ν. 364· πρβλ. Σοφ. Τρ. 691, Εὐρ. Ἑλ. 1064. - Αἱ αὐταὶ συντάξεις θὰ εὑρεθῶσιν ὑπὸ πολλὰς τῶν ἑπομένων διαιρέσεων. ΙΙ. ἰδιαίτεραι φράσεις: 1) θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν, βάλλειν τι εἰς τὰς χεῖράς τινος, Ἰλ. Α. 441, 565· κλπ.· ἐν χερσί τινος Ζ. 482, Ψ. 597· [[οἶνον]] ἐν χείρεσσι Ὀδ. Ξ. 448· ἐς χεῖρά τινος, εἰς τὴν χεῖρά τινος. Σοφ. Αἴ. 751. 2) ἐπὶ γυναικῶν, παῖδα ὑπὸ ζώνην ἐθέμην, [[ἔσχον]] ἐν γαστρί, Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀφρ. 256· ἥτις σοι φίλον υἱὸν ζώνῃ θέτο [[μήτηρ]], τίς ἦν ἡ [[μήτηρ]] ἡ σχοῦσά σε ἐν γαστρί, [[αὐτόθι]] 283. 3) ἐν ὄμμασι θέσθαι, δηλ. πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, Πινδ. Ν. 8. 73. 4) βάλλω φυτὸν εἰς γῆν, [[φυτεύω]], [[ὁπηνίκα]] δεῖ τιθέναι τὰ φυτὰ Ξεν. Οἰκ. 19, 7 καὶ 9. 5) θέσθαι τὴν ψῆφον, ῥίπτειν, βάλλειν αὐτὴν εἰς τὴν κάλπην, ἐς [[τεῦχος]] οὐ διχορρόπως ψήφους ἔθεντο Αἰσχύλ. Ἀγ. 816, ἴδε ἐν λ. [[ψῆφος]]· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[ἁπλῶς]] ψηφοφορῶ, δίδω τὴν ψῆφόν μου, ἐπὶ φόνῳ, διὰ φόνον, Εὐρ. Ὀρ. 756· ἑωυτῷ, [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]], Ἡρόδ. 8. 123· σὺν τῷ νόμῳ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 17· εὔφρονα, δικαίαν τὴν ψῆφον τ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 640, Λυκοῦργ., κλπ., καὶ ἐν τῷ παθ., φανερὰ τίθεται ἡ [[ψῆφος]] Πλάτ. Νόμ. 855D· - [[ὡσαύτως]], τίθεμαι τὴν γνώμην, δίδω τὴν γνώμην μου, Ἡρόδ. 7. 82· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 26. 9· καὶ ἀπολ. τίθεσθαι, = ψηφίζεσθαι, γνώμῃ [[ταύτῃ]], [[ὑπὲρ]] ταύτης τῆς γνώμης, Σοφ. Φιλ. 1448· μετά τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 644· ἐναντία τινὶ Πλάτ. Φίληβ. 58Β. 6) παρ’ Ὁμ. θεῖναί τινί τι ἐν φρεσί, ἐν στήθεσσι, [[θεῖναι]], ἐμφυτεῦσαί τι ἐν τῇ καρδίᾳ τινός, ὡς τὸ Ἀττ. [[νουθετέω]]· ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον Ἰλ. Ν. 732· βουλὴν ἐν στήθεσσι τ. Ρ. 470· [[ἔπος]] ἐν φρεσὶ Τ. 121· κλπ.· [[ὡσαύτως]], [[μένος]] δέ οἱ ἐν φρεσὶ θῆκεν Φ. 145· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο μεγαλήτορα θυμὸν Ι. 629· [[οὕτως]], αἰδῶ καὶ νέμεσιν ἐν φρεσὶ θέσθαι Ν. 121· θέσθαι τινὶ κότον, τρέφειν [[μῖσος]] [[ἐναντίον]] τινός, Θ. 449· θέσθαι νόον καθαρὸν Θέογν. 89· τιθέμενος ἄγναμπτον νόον Αἰσχύλ. Πρ. 163· ἐν φρεσὶ τίθεμαι, μετ’ ἀπαρ., βάλλω εἰς τὸν νοῦν μου, [[σκέπτομαι]] νὰ πράξω τι, Ὀδ. Δ. 729· (πρβλ. βάλλω ΙΙ. 6. 7) καταθέτω, ὡς εἰς τὴν τράπεζαν, χρήματα θέσθαι [[παρά]] τινα Ἡρόδ. 6. 86, πρβλ. Ὀδ. Ν. 207· τὰ [[ὄντα]] τίθεσαθαι ἀσφαλέστατα (ἐπίρρ.) Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11. 12· [[ἐνέχυρον]] θεῖναί τι Ἀριστοφ. Πλ. 451· πρβλ. Ἐκκλ. 755, Δημ. 1381. 8, κλπ.· - [[ὡσαύτως]], ἐγγύην θέσθαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 899· συνθήκας [[παρά]] τινι Λυκοῦργ. 150. 42. - Παθητ., τὰ ληφθέντα καὶ τὰ τεθέντα Δημ. 186. 10· - ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] διαστέλλονται ἐνεργ. καὶ [[μέσον]] ἀπ’ [[ἀλλήλων]], ὁ θείς, ὁ ὑποθηκεύσας, δηλ. παρασχὼν ὑποθήκην, ὁ θέμενος, ὁ λαβὼν τὴν ὑποθήκην, ὁ ἐπὶ ὑποθήκῃ [[δανειστής]], τοὺς θέντας ἡμᾶς ἢ καὶ τοὺς θεμένους ὑμᾶς Πλάτ. Νόμ. 820Ε· πρβλ. [[ὑποτίθημι]] ΙΙΙ· μεταφορ., [[χάριν]] ἢ χάριτα θέσθαι τινί, ποιῶ τι εἴς τινα [[ὅπως]] μοὶ ὀφείλῃ [[χάριν]], ὑποχρεώνω τινά, Ἡρόδ. 9. 60, 107, Αἰσχύλ. Πρ. 783, κλπ. 8) πληρώνω, [[καταβάλλω]], τόκον, εἰσφοράς, [[μετοίκιον]], κτλ., Δημ. 1330. 23., 606. 17., 845. 20, κλπ. 9) [[καταγράφω]], σημειώνω, θὲς ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους Σοφ. Ἀποσπ. 535· τὰ ἐν γράμμασι τεθέντα Πλάτ. Νόμ. 793Β· - βάλλω εἰς τὸν λογαριασμόν, ὑπολογίζω, [[λογαριάζω]], in rationes referre, Δημ. 824. 10., 825. 2., 839. 24· θήσω εἰς δύο παῖδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ Λυσί. 910. 1· τὸ μὲν ἥμισυ τίθησιν αὐτοῖς λελογίσθαι ὁ αὐτ. 905. 11. 10) ἐν τῇ στρατιωτικῇ γλώσσῃ, τίθεσθαι τὰ ὅπλα, ἔχει [[τρεῖς]] σημασίας: α) στήνω τὰ ὅπλα, τὰ θέτω ἐν τάξει ὡς ἐν στρατοπέδῳ, ἀγραυλῶ, νυκτοφυλακῶ, [[μάλιστα]] κατέναντι πολεμίων, Θουκ. 4. 44., 7. 3· - [[ἐντεῦθεν]], [[λαμβάνω]] θέσιν τινά, παρατάττομαι ὡς εἰς μάχην, Ἡρόδ. 9. 52, Θουκ. 2. 2, Πλάτ. Πολ. 440Ε, Λυσί. 188. 10, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 5, 17., 6. 4, κλπ.· οὕτω, ὁπόσοι περ ἂν ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικὰ τιθῶνται, ὅσοι ἂν ὑπηρετῶσιν εἰς τὸ ἱππικὸν ἢ τὸ πεζικόν, Πλάτ. Νόμ. 753Β· [[ἀντία]] τινός, [[ἐναντίον]] τινός, Ἡρόδ. 5. 74. (ἀλλ’ ἐν 1. 62· [[ἀντία]] τοῦ ναοῦ, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ἁπλῶς]], κατέναντι τοῦ ναοῦ, πρβλ. Πόππ. Πίνακ. εἰς Ξεν. Ἀν.)· ποιητ., πάτρας [[ἕνεκα]] εἰς δῆριν ἔθεντο ὅπλα, ἐπίγραμμ. παρὰ Δημ. 322. 6. β) βάλλω [[κάτω]] τὰ ὅπλα μου, παραδίδομαι, Διόδ. 20. 31, 45, Πλούτ. 2. 759Α· οὕτω, θέσθαι τὰς ἀσπίδας Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 12· πόλεμον θέσθαι, καταλῦσαι, καταπαῦσαι, Θουκ. 1. 82· πόλεμον θ. ᾗ βούλονται [[αὐτόθι]] 31· [[νεῖκος]] εὖ θέσθαι Σοφ. Ο. Τ. 633· καί, [[καλῶς]] θ. τὰς διαφορὰς [[πρός]] τινα Ἀνδοκ. 18. 21. γ) εὖ θέσθαι ὅπλα, [[ἁπλῶς]] τηρῆσαι αὐτὰ ἐν καλῇ τάξει, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 3· ὡς τὸ εὖ ἀσπίδα θέσθω, Ἰλ. Β. 382. 11) θέτω εἰς τάφον, [[θάπτω]], ἐμὰ σῶν [[ἀπάνευθε]] τιθήμεναι ὀστέα Ἰλ. Ψ. 83 (συχν. μετὰ προσδιορισμῶν, ἐν τάφοισι, ἐς ταφάς, ἴδε ἀνωτ. 1. β)· ποῦ σφε θήσομεν χθονός; Αἰσχύλ. Θήβ. 1002· - Παθητ., τὰ ὀστᾶ... φασί... τεθῆναι ἐν τῇ Ἀττικῇ Θουκ. 1. 138· πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 242C, Νόμ. 947Ε. 12) τιθέναι τὰ γόνατα, κλίνειν τὰ γόν., Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 19, κ. Λουκ. κβ΄, 41, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. θέτω, [[ὁρίζω]] [[βραβεῖον]], ἐπὶ ἄθλων ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. proponere, ἄεθλα Ἰλ. Ψ. 263, κλπ.· [[ἀέθλιον]] [[αὐτόθι]] 748· νικητήρια Σοφ. Ἀποσπ. 482· καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ τιθέμενα, τὰ βραβεῖα, Δημ. 1408. 27· καὶ μετὰ τοῦ ὡς βραβείου προτεινομένου πράγματος, τ. [[δέπας]], βοῦν, [[ἡμιτάλαντον]] χρυσοῦ Ἰλ. Ψ. 656, 750, 826, κλπ., πρβλ. Ἡρόδ. 1. 144, Σοφ. Αἴ. 572· - τοῦτο πληρέστερον ἐκφέρεται. β) διὰ τοῦ [[θεῖναι]] ἐς [[μέσον]] Ἰλ. Ψ. 704· μεθ’ Ὅμηρον, ἐπὶ πολιτικῶν ἐνεργειῶν, Λατ. in medio ponere, [[προβάλλω]] εἰς τὸν λαόν, εἰς τὴν κρίσιν [[αὐτοῦ]], ἐνώπιον [[αὐτοῦ]], ὑμῖν ἐς [[μέσον]] ἀρχὴν τιθείς, θέτων αὐτὴν εἰς τὴν διάθεσιν ὑμῶν, Ἡρόδ. 3. 142· εἰς τὸ μ. θεῖναί τι Πλάτ. Τίμ. 34Β, Νόμ. 719Α· οὕτω καί, τ. τι εἰς τὸ κοινὸν Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 14, 1· - [[ἀλλά]], ἐν μέσῳ τίθημί τι, [[παρεμβάλλω]] ὡς παρένθεσιν, Αἰσχύλ. Χο. 145. 2) στήνω, [[ἱδρύω]] ἐν ναῷ, ὡς τὸ [[ἀνατίθημι]], ἀφιερῶ, καθιερῶ ἀγάλματα, Ὀδ. Μ. 347, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 92· τάσδε... θεοῖς ἀσπίδας ἔθηκε Εὐρ. Φοίν. 577. IV. [[παρέχω]], δίδω, τιμήν τινι Ἰλ. Ω. 57· [[ὄνομα]] θεῖναί τινι, δίδω [[ὄνομα]] εἴς τινα, αὐτὸς νῦν [[ὄνομα]] εὕρεο [[ὅττι]] κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ Ὀδ. Τ. 403· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ὄνομα]] θέσθαι, οὐχὶ ἀντανακλαστικῶς, δίδω εἰς ἐμαυτὸν [[ὄνομα]], [[λαμβάνω]] ὄνομά τι, ἀλλὰ περιποιητικῶς, δίδω εἰς [[παιδίον]] τὸ ἴδιόν μου [[ὄνομα]] ἢ [[τοὐλάχιστον]] [[ὄνομα]] κατ’ ἐμὴν ἔγκρισιν, Ἀρναῖος δ’ [[ὄνομα]] [[ἔσκε]]· τὸ γὰρ θέτο [[πότνια]] [[μήτηρ]] ἐκ γενετῆς Ὀδ. Σ. 5· τίθεσθ’ [[ὄνομα]] [[ὅττι]] κεν εἴπω Τ. 406, Ἡρόδ. 1. 107, 113, Εὐριπ. Φοίν. 12· ― ἐλλειπτ., [[ἄνευ]] τοῦ [[ὄνομα]]· ᾦ δὴ ἀθροίσματι ἄνθρωπόν τε τίθενται καὶ λίθον Πλάτ. Θεαίτ. 157Β, πρβλ. Κρατ. 402Β· πλεοναστ., Ἴωνα δ’ αὐτὸν [[ὄνομα]] κεκλῆσθαι θήσεται Εὐρ. Ἴων. 75. V. [[τίθημι]] νόμον, θέτω ἢ δίδω νόμον, νομοθετῶ, ἐπὶ ὑπερτάτου νομοθέτου, Σοφ. Ἠλ. 580, Εὐρ. Ἄλκ. 57, Πλάτ. Πολ. 339C, Δημ. 731. 21, κλπ. ― Πολλάκις λέγεται ὁ τιθεὶς ἢ ὁ θεὶς τὸν νόμον· τὸ δὲ [[μέσον]], τίθεμαι νόμον, σημαίνει [[τίθημι]] ἐμαυτῷ, [[ἤτοι]] θέτω δι’ ἐμαυτὸν νόμον (νοεῖται δὲ [[πολλάκις]] τὸ δι’ ἄλλου), ψηφίζομαι νόμον, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ἐν δημοκρατίαις νομοθεσιῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 1, 5, ἔκδ. Κοραῆ, κλπ.· ― ὁ Σωκρ. ἐν Ξεν. Ἀπομν. 4. 4. 19 λέγει, ἔχοις ἂν οὖν εἰπεῖν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοὺς νόμους ἔθεντο; ― τίνας οὖν νομίζεις τεθεικέναι τούτους; Ἐγὼ μὲν θεοὺς [[οἶμαι]] τοὺς νόμους τούτους τοῖς ἀνθρώποις [[θεῖναι]]· ὁ δὲ Δημοσθένης ἐν Ὀλυνθ. τρίτῳ 10· νομοθέτας καθίσατε, ἐν δὲ τούτοις τοῖς νομοθέταις μὴ θῆσθε νόμον μηδένα, (ἴδε Βασιάδην Δημ. Φιλιππ. σελ. 330 καὶ Cobet Var. lect. 613, καὶ Ἀσώπιον Συντ. Περ. Β΄, σ. 311. § 61, ἔκδ. Β΄)· περὶ δὲ τοῦ παρ’ Ἡροδότ. 1. 29· τῶν νόμων ὧν ἔθετο (ὁ Σόλων) καί, νόμοις τοὺς ἄν σφι Σόλων θῆται, ἴδε Ἀσώπ. ὡς ἀνωτέρω σελ. 318, § 82· τὸ [[μέσον]] δύναται νὰ λεχθῇ καὶ ἐπὶ δεσπότου ἐὰν ἐνυπάρχῃ ἀναφορὰ εἰς τὸ συμφέρον [[αὐτοῦ]] ὡς ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Πλάτ. Πολ. 338Ε· τίθεται δέ γε τοὺς νόμους ἑκάστη ἡ ἀρχὴ πρὸς τὸ αὑτῇ ξυμφέρον, [[δημοκρατία]] μὲν δημοκρατικούς, τυραννὶς δὲ τυραννικούς. ― Ἴδε Jebb Σοφ. Ἀντ. σ. 10 ἐν σημ. ― Καὶ ἐν παθ. σημ., τίθεται [[νόμος]] Πλάτ. Νόμ. 705D, 744Α· ― λέγεται [[προσέτι]] καί, [[θεῖναι]] θεσμόν, θεσμόν... θήσω (ὁμιλεῖ ἡ [[Ἀθηνᾶ]]) Αἰσχυλ. Εὐμ. 484· [[κήρυγμα]], τιμωρίας, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 8, Πλάτ., κλπ.· σκῆψιν [[θεῖναι]] [[προφασίζομαι]] Σοφ. Ἠλ. 548· τίθεμαι ἡμέραν, συμφωνῶ [[περί]] τινος ἡμέρας, [[ὁρίζω]] ἀπὸ κοινοῦ ἡμέραν, Δημ. 1039. 6. VI. [[ὁρίζω]], [[καθίστημι]], [[ἱδρύω]], ἀγῶνα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 845, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 10· πεντετηρίδα Πινδ. Ο. 3. 38. VII. [[διορίζω]], [[τάττω]], διατάττω, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ξενοφ. Λακων. 15, 2· πρβλ. 1. 5., 2. 11· γυναιξὶ σωφρονεῖν... θήσει Εὐρ. Τρῳ. 1057· ― [[ὡσαύτως]] ἐλλειπτικῶς μετ’ ἐπιρρ., οὕτω νῦν [[Ζεύς|Ζεὺς]] θείη, οὕτω [[εἴθε]] νὰ δώσῃ ὁ [[θεός]], Ὀδ. Θ. 465., Ο. 180· ὣς ἄρ’ ἔμελλον θησέμεναι, ποιεῖσθαι, Ἰλ. Μ. 35· παγκάκως [θεοὶ] ἔθεσαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 283. Β. θέτω ἢ [[φέρω]] εἰς κατάστασίν τινα ἢ διάθεσιν, σχεδὸν ὡς τὸ ποιεῖν, ποιεῖσθαι, δι’ ὃ καὶ [[συχνάκις]] [[ἑρμηνευτέον]] διὰ τοῦ ἡμετέρου «[[κάμνω]]» Ι. μετ’ οὐσιαστ. καὶ κατηγορημ., [[κάμνω]] τινά τι, θεῖναί τινα αἰχμητήν, ἱέρειαν, μάντιν Ἰλ. Α. 290, Ζ. 300, Ὀδ. Ο. 253· θ. τινα βασιλέα, ἀρχέπολιν Πινδ. Ο. 13. 31, Π. 9. 93· θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος, ποιῆσαί τινα γυναῖκά τινος, ἐπὶ τρίτου χρησιμεύοντος ὡς προξενητοῦ, Ἰλ. Τ. 298· (διαφ. ἐν τῷ μέσῳ ἴδε κατωτέρ. 3)· ἥ τέ με τοῖον ἔθηκεν [[ὅπως]] ἐθέλει, μὲ κατέστησε τοιοῦτον [[ὅπως]] θέλει, Ὀδ. Π. 208· σῦς ἔθηκας ἑταίρους, κατέστησας τοὺς συντρόφους μου χοίρους, Κ. 338· οὕτω, ναῦν λᾶαν ἔθηκε Ν. 163, πρβλ. Ἰλ. 318· [[ἀλλά]], θεῖναί τινι γέλων, προξενῆσαι γέλωτα εἴς τινα, Εὐρ. Ἴων 1172· [[ὡσαύτως]], λόγους εἰς μέτρα τιθέναι, τρέψαι αὐτοὺς εἰς στίχους, Πλάτ. Νόμ. 669D. 2) μετ’ ἐπιθέτου ὡς κατηγορηματικοῦ, θεῖναί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήραον, καταστῆσαί τινα ἀθάνατον καὶ [[ἀγήρατον]], Ὀδ. Ε. 136· οὕτω, τυφλόν, ἀφνειὸν τ. τινα Ἰλ. Ζ. 139, Ι. 483· οὕτω, τὸν μέν... θῆκεν μείζονά τ’ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα Ὀδ. Ζ. 229, πρβλ. Σ. 195. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἅλιον, οὐκ ἀτέλεστον, μεταμώνιον Ἰλ. Δ. 26, 57, 363· κείνου δ’ αὖ καὶ ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε, κατέστησε καὶ τὸν ὄλεθρον αὐτῶν ἄγνωστον, Ὀδ. Γ. 88, πρβλ. Λ. 274· ἀποίητον [[θέμεν]] ἔργων [[τέλος]] Πινδ. Ο. 2. 32· ἀρὰν τ. ἀληθῆ Αἰσχύλ. Θήβ. 946· ἀναστάτους οἴκους τ. Σοφ. Ἀντ. 674· τ. λεῖον τὸν τραχὺν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1086· τὸ παραχθὲν ἀγένητον τ. Πλάτ. Πρωτ. 324Β. 3) [[πολλάκις]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ γυναῖκα ἢ ἄκοιτιν τίθεμαί τινα, [[κάμνω]] τινὰ γυναῖκά μου, σύζυγόν μου, Ὀδ. Φ. 72, 316· παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα, λαβοῦσα τὸν ἑαυτῆς υἱὸν ὡς ἄνδρα, Αἰσχύλ. Θήβ. 930. β) παῖδα ἢ υἱὸν τίθεσθαί τινα, ὡς τὸ ποιεῖσθαι, [[κάμνω]] τινὰ ὡς [[τέκνον]] μου, υἱοθετῶ, Πλάτ. Νόμ. 929C, κλπ., καὶ ἀπολ., τίθεμαί τινα, υἱοθετῶ, Πλουτ. Αἰμίλ. 5. γ) [[καθόλου]], προσφιλῆ, δυσμενῆ θέσθαι τινά, παρὰ ποιηταῖς, Σοφ. Φιλ. 532, Ἀντ. 188· γέλωτα τίθεμαί τινα, [[κάμνω]] τινὰ ἀντικείμενον γέλωτος, Ἡρόδ. 3. 29., 7. 209. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, τιθέναι τινὰ νικῆσαι, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναδειχθῇ [[νικητής]], Πινδ. Ν. 10. 89· πεπρωμένον ἔθηκε μοῖραν μετατραπεῖν ἀνδροφθόρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσμ. 164· τὸν πάθει [[μάθος]] θέντα [[κυρίως]] ἔχειν, [[ὅστις]] ἔκαμε τὸ [[πάθημα]] νὰ χρησιμεύσῃ ὡς [[μάθημα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 178, πρβλ. 1036, 1174, Εὐρ. Μήδ. 718, Ἡρακλ. 990, κλπ. ΙΙ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν τῆς διανοίας ἐνέργειαν, ὅτε τὸ [[μέσον]] [[εἶναι]] συνηθέστερον τοῦ ἐνεργ., θέτω εἰς ὡρισμένον ἢ δεδομένον, ὑπολογίζω τι ἢ θεωρῶ ὡς..., τί δ’ ἐλέγχεα [[ταῦτα]] τίθεσθε; Ὀδ. Φ. 333· [[δαιμόνιον]] αὐτὸ τίθημ’ ἐγὼ Σοφοκλ. Ἠλ. 1270· τοιοῦτον θέντες τὸν δίκαιον Πλάτ. Πολ. 361Β, πρβλ. 430Β· θὲς δή μοι..., ὑπόθες τώρα, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 191C· [[εὐεργέτημα]] τ. τι Δημ. 12. 9· [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ὡς, θέντες ὡς ὑπάρχον ὃ βούλονται Πλάτ. Πολ. 458Α, πρβλ. Φαίδωνα 100Α· μὴ τοῦτο ὡς [[ἀδίκημα]] θῇς Δημ. 292. 21. 2) μετ’ ἐπιρρ., ποῦ χρὴ τίθεσθαι [[ταῦτα]]; πῶς πρέπει νὰ θεωρῶμεν [[ταῦτα]]; Σοφ. Φιλ. 451 (ἴδε κατωτ. IV)· [[οὐδαμοῦ]] τιθέναι τι, θεωρεῖν τι ὡς ἀνάξιον λόγου ἢ προσοχῆς, nullo in numero habere, Εὐρ. Ἀνδρ. 210· [[πρόσθεν]] ἢ ἐπίπροσθέν τινος τιθέναι τι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 131, ἐν Ἱκ. 514· [[πόρρω]] τίθεσθαί τί τινος Δημ. 325. 22. 3) μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, τ. τινὰ ἐν τοῖς φιλοσόφοις Πλάτ. Πολ. 475D· ἐν τοῖς φίλοις Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 4· [[ὡσαύτως]], εἰς γόητα καὶ μιμητὴν τ. τινα Πλάτ. Σοφιστ. 235Α, πρβλ. 264C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39· [[ὡσαύτως]], οὐκ ἐν λόγω τίθεσθαί τινα Τυρταῖ. 9. 1. τίθεσθαί τινα ἐν τιμῇ Ἡρόδ. 3. 3· ἐν αἰτίῃσι τιθέναι τινὰ ὁ αὐτ. 8. 99· παρ’ οὐδὲν ἔθεντο, ἐθεώρησαν ὡς μηδαμινόν, ὡς ἀνάξιον λόγου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 230, Εὐρ. Ι. Τ. 732, Πλάτ., κλπ.· ἐν παρέργῳ θέσθαι Σοφ. Φιλ. 473· πάντα ἐν εὐχερεῖ θ. [[αὐτόθι]] 876· τ. τι ἐν αἰσχρῷ Εὐρ. Ἑκ. 806· ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι Θουκ. 1. 35· ἐν ἀδικήματος μέρει τίθεσθαί τι Δημ. 668. 25, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 252Β, καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ϛʹ σ. 185· ― θέσθαι τὰ δίκαια ἔκ τινος, ἐκτιμᾶν ἢ ὑπολογίζειν τὰ δίκαια ἐκ..., Δημ. 91 περὶ τὸ [[τέλος]]. 4) μετὰ διαιρετ. γενικῆς ἢ καὶ ἄλλης, ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων, καταρίθμησόν με μεταξὺ τῶν πεισθέντων, Πλάτ. Πολ. 424C, πρβλ. 376Ε, 437Β· τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἄν τις θείη, δύναταί τις νὰ τὸ θεωρήσῃ ὡς προελθὸν ἐκ τῆς ἀμελείας ἡμῶν, Δημ. 12. 5. 5) μετ’ ἀπαρεμφ., οὐ τίθημ’ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, δὲν θεωρῶ ἐγὼ τοῦτον ὡς ζῶντα, «δὲν τὸν [[λογαριάζω]] ὡς...», Σοφ. Ἀντ. 1166 πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 93C, Δημ. 783. 18 καὶ 22· ― σπανίως μετὰ μετοχῆς, θήσω ἀδικοῦντα [αὐτὸν] ὁ αὐτ. 645. 22. 6) ἐλλειπτικῶς, [[λαμβάνω]] ὡς δεδομένον, ὑποθέτω, θῶμεν δύο εἴδη (ἐξυπακουομ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Φαίδ. 79Α, κλπ· θήσω οὕτω (ἐξυπακ. εἶναί τι) Δημ. 648. 22, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 1. ΙΙΙ. [[ἄνευ]] κατηγορηματικῆς τινος λέξεως, καὶ σημαίνει, [[κάμνω]], [[κατεργάζομαι]], ὡς τὸ ποιεῖν, Λατιν. ponere virum, ἐπὶ τεχνίτου, ἐν ὃ ἐτίθει νειὸν Ἰλ. Σ. 541, πρβλ. 550, 561, 607· ἐπὶ μαγείρου, [[δόρπον]] τιθέναι ἢ τίθεσθαι Ὀδ. Υ. 394, Ρ. 269, καὶ [[ἄλλοθι]]· [[δῶμα]] θέσθαι, κτίσαι οἰκίαν, Ο. 241. 2) ποιῶ, προξενῶ, [[ἀπεργάζομαι]], ἔργα Ἰλ. Γ. 321· τ. κέλαδον καὶ ἀϋτὴν Ι. 547· ὀρυμαγδὸν Ὀδ. Ι. 235· ἔριν μετ’ ἀμφοτέροισιν Γ. 136· φιλότητα, ὅρκια μετ’ ἀμφ. Ἰλ. Δ. 83, Ὀδ. Ω. 546· καὶ μετὰ δοτικ. προσώπου, [[σῆμα]] τιθεὶς Τρώεσι Ἰλ. Θ. 171· Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε Α. 2, κτλ.· πᾶσιν ἔθηκε πόνον Φ. 524, πρβλ. Ο. 721, Π. 262· [[φόως]] ἑτάροισι Ζ. 6, κλπ., οὕτω [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ., χάρματ’ ἄλλοις ἔθηκεν Πινδ. Ο. 2. 180· πόλει κατασκαφὰς θέντες Αἰσχύλ. Θήβ. 47· εἰρήνην φίλοις ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 769· ἀλλ’ [[αἷμα]] θήσεις, ἀλλ’ οὕτω θὰ προξενήσῃς αἱματοχυσίαν, Εὐρ. Βάκχ. 835, κλπ. 3) συχν. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[κάμνω]] ἢ [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, τίθεμαι κέλευθον, [[κάμνω]] ὁδὸν δι’ ἐμαυτόν, «ἀνοίγω δρόμον», [[τεῖχος]] ῥηξάμενοι θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον Ἰλ. Μ. 418· καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, νὰ ἀποκτήσῃ μεγάλην εὐσαρκίαν, Ὀδ. Ρ. 225, πρβλ. Σ. 74· θέσθαι μάχην, συνάπτειν μάχην, Ἰλ. Ω. 402, πρβλ. Ρ. 158· ἱδρῶτα τίθεσθαι Ἱππ. 22. 33· μαρτύρια θέσθαι, παρουσιάζειν μαρτυρίας, Ἡρόδ. 8. 55· θήκασθαι ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν, λαβεῖν τὴν ὄψιν ἢ τὸ [[πρόσωπον]] σεβασμίου ἀνθρώπου. Πινδ. Π. 4. 52, πρβλ. Abresch. εἰς Ἡσύχ. ἐν λέξ. θήκατο· τίθεμαι πόνον, προξενῶ ἐμαυτῷ ἐνοχλήσεις, βάσανα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 226· εὐκλεᾶ θέσθαι βίον Σοφ. Φιλ. 1422· καὶ ἐν πολλαῖς ὁμοίαις φράσεσι. 4) ἐν περιφράσει ἀντὶ ἁπλοῦ ῥήματος, σκέδασιν [[θεῖναι]], σκεδάσαι, διασκορπίσαι, Ὀδ. Λ. 116· [[θεῖναι]] κρύφον, νέμεσιν, αἶνον, [[ἀντί]], κρύπτειν, νεμεσᾶν, αἰνεῖν, Πινδ. Ο. 7. 111., 8. 114, Ν. 1. 5· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, θέσθαι μάχην, ἀντὶ μάχεσθαι, Ἰλ. Ω. 402· θέσθαι θυσίαν, γάμον, [[ἀντί]], θύειν, γαμεῖσθαι, Πινδ. Ο. 7. 77., 13. 75· σπουδήν, πρόνοιαν θέσθαι Σοφ. Αἴ. 13, 536, (Cobet. Nov. lect. σ. 291), πρβλ. Πινδ. Π. 4. 492· τ. ἐπιστροφὴν πρό τινος Σοφ. Ο. Τ. 134· σχολὴν τ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1059· προμηθίαν θ. τινὶ Εὐρ. Μήδ. 915· ― καὶ μετὰ γενικ., λησμοσύνην, συγγνωμοσύνην τινὸς Σοφ. Ἀντ. 151, Τρ. 1265. IV. εὖ θέσθαι, διευθετεῖν, τακτοποιεῖν, κυβερνᾶν [[καλῶς]], τὰ [[σεωυτοῦ]] Ἡρόδ. 7. 236· θέσθαι τὸ παρὸν Θουκ. 1. 25, πρβλ. 4. 59, Πλάτ., κλπ. (εὖ [[θεῖναι]] παρὰ Θεόγν. 845)· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 10. γ· - [[ὡσαύτως]], [[καλῶς]] [[θεῖναι]] Σοφ. Τρ. 26, Εὐρ. Ἱππ. 521· [[καλῶς]] θέσθαι [[αὐτόθι]] 709, πρβλ. Ἀνδρ. 378, κλπ.· - οὕτω καί, [[θεῖναι]] τἀκεῖ κατὰ γνώμην ἐμὴν [[αὐτόθι]] 737· [[μάλιστα]] ἐπὶ διευθετήσεως διαφορῶν, θέσθαι τὸν πόλεμον, ἴδε Α. ΙΙ. 10. β· τὰς διαφορὰς θέσθαι [[καλῶς]] Ἀνδοκ. 18. 21· τὸ [[νεῖκος]] εὖ θέσθαι χρεὼν Σοφ. Ο. Τ. 633· πρβλ. Θουκ. 4. 17., 6. 11· [[ἴσως]] οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 451 (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 47, 53, 55, κλπ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>τῐθημι</b> ([[τιθεῖς]], -ησι; [[τιθείς]]: [[τιθέμεν]]: fut. [[θήσω]], -εις; θησέμεν: impf. τίθεν: aor. ἔθηκας, (ἔ)θηκε(ν), θέσαν, θέν coni.: med. fut. [[θήσομαι]], -ονται: aor. θέτο, (ἔ)θεντο; [[θέμενος]], -οι, -αν, -αι; θηκάμενος, -οι; [[θέσθαι]]: [[pass]]. τιθεμένων.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[lay]], [[place]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[τρία]] ἔργα ποδαρκὴς [[ἁμέρα]] θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.39) [[ἐπεὶ]] τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν (P. 3.38) med., χρυσότοξον [[θέμεναι]] παρὰ [[Πύθιον]] Ἀπόλλωνα θρόνους (sc. αἱ Μοῖραι) (O. 14.10) [[ἐπεὶ]] δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν (Pae. 6.99) [ταὶ δ ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι [[βρέφος]] αὐταῖς (Bergk: θα- vel θηκάμεναι, θησάμενοι codd.: κατθηκάμενοι Mosch.) (P. 9.62) ]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> med., [[put]] [[upon]] [[oneself]], [[assume]] “φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος” (P. 4.29) met., “[[κᾶδος]] ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.113) ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος [[οὐκ]] ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει [[θέμενος]] οἰωνοπόλον [[γέρας]] (ἀποθέμενος interpr. Schr.) (Pae. 4.30) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>2</b> [[lay]], [[place]], [[establish]] in [[various]] senses. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[act]]. &amp; med., [[build]], [[fashion]] δόμον ἔθεντο πρῶτον i. e. [[for]] [[themselves]] (O. 9.44) κελήσατό μιν [[θέμεν]] Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ (O. 13.82) (νεφέλα) ἅντε δόλον [[αὐτῷ]] θέσαν Ζηνὸς παλάμαι (P. 2.39) εἰ δέ [[τοι]] μάτρῳ μ' [[ἔτι]] Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν [[θέμεν]] (N. 4.80) ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις [[ἀνδρῶν]] [[νέον]] ἐξ ἀρχᾶς [[γένος]]; (Barnes: θήσει codd. Dion. Hal.: sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.19) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[act]]. &amp; med., [[establish]], [[found]] festivals, simm., πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (sc. [[Ἡρακλέης]]) (O. 3.22) Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ [[χρηστήριον]] [[θέσθαι]] (sc. Ἴαμον) κέλευσεν i. e. [[for]] [[himself]] and his descendants. (O. 6.70) ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις (N. 9.9) τιθεμένων ἀγώνων [[πρόφασις]] ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[establish]], [[set]] up as a [[prize]] (χαλκὸν) ὅν τε Κλείτωρ καὶ [[Λύκαιον]] πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ σὺν ποδῶν [[χειρῶν]] τε νικᾶσαι σθένει (ed. Morel.: ἔθηκεν codd.) (N. 10.48) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> met., [[establish]], [[instil]] (in the [[mind]]) εἰ δὲ τί οἱ [[φίλτρον]] ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (P. 3.65) cf. (P. 1.40) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> [[lay]] met. [[τιθεῖς]] ὕβριν ἐν ἄντλῳ (sc. [[Ἡσυχία]]) (P. 8.11) ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς (P. 11.37) τὸ κοινόν [[τις]] ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς ἐρευνασάτω (καταθεὶς [[varia lectio|v.l.]]) fr. 109.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>f</b> [[act]]. &amp; med., [[place]], [[put]] esp. c. [[abstract]] [[subject]] [Πίσας [[χάρις]] νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. [[ὑποτίθημι]]) (O. 1.19) ] [[κόρος]] τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε [[θέμεν]] ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις ([[Aristarchus]]: κρύφιον codd.: [[τιθέμεν]] Hermann: locus varie temptatus) (O. 2.97) μαστεύει δὲ καὶ [[τέρψις]] ἐν ὄμμασι [[θέσθαι]] [[πιστόν]] ([[τουτέστι]] θεωρῆσαι Σ.) (N. 8.43) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>3</b> [[make]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[act]]. &amp; med., [[perform]] σεμνὰν θυσίαν θέμενοι (O. 7.42) [[Ζεὺς]] ἄμπαλον μέλλεν [[θέμεν]] (O. 7.61) καὶ [[κεῖνος]] ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν (O. 2.99) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> med., [[make]] [[for]] [[oneself]], [[undertake]] [[εὔχομαι]] ἀμφὶ [[καλῶν]] μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ [[θέμεν]] (sc. [[Δία]]) (O. 8.86) ἀγώνιον ἐν δόξᾳ [[θέμενος]] [[εὖχος]], ἔργῳ [[καθελών]] having made [[himself]] a [[now]] (O. 10.63) καὶ τὰν πατρὸς [[ἀντία]] Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ (O. 13.53) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> c. [[abstract]] subs. in periphrasis [[τλᾶθι]] [[τᾶς]] εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας [[θέμεν]] σπουδὰν ἅπασαν (= σπουδάζειν) (P. 4.276) [[Ὀρτυγία]], [[σέθεν]] ἁδυεπὴς [[ὕμνος]] ὁρμᾶται [[θέμεν]] αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (= αἰνεῖν) (N. 1.5) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> [[act]]. &amp; med., c. pr. adj., subs. ἄφθιτον θέν νιν (Mommsen: θέσαν αὐτόν codd.: θῆκαν Rauchenstein) (O. 1.64) ἀποίητον οὐδ' ἂν [[χρόνος]] δύναιτο [[θέμεν]] ἔργων [[τέλος]] (O. 2.17) ἀρχομένου δ' ἔργου [[πρόσωπον]] χρὴ [[θέμεν]] τηλαυγές (O. 6.4) θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς (O. 7.6) ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν (O. 8.18) τὸ δὲ κύκλῳ [[πέδον]] ἔθηκε δόρπου λύσιν (O. 10.47) [[Ἰσθμοῖ]] τά τ' ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει [[θήσω]] φανέῤ ἀθρ (O. 13.98) πάντα λόγον [[θέμενος]] σπουδαῖον [[making]] his [[every]] [[word]] [[earnest]] (P. 4.132) νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.7) “[[ἔνθα]] νιν ἀρχέπολιν θήσεις” (P. 9.54) “θήσονταί τέ νιν (“utrum recte iam vett. gramm. ad [[θῆσθαι]] rettulerint necne dubitare possis, quamquam θρέψουσι schol. 113,” Schr.) (P. 9.63) ἔθηκε καὶ [[βαθυλείμων]] ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (P. 10.15) ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν [[ἔτι]] καὶ [[μᾶλλον]] σὺν ἀοιδαῖς [[ἕκατι]] στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι [[μέλημα]] (P. 10.58) λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε [[ματρός]] τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ [[ἀναγκαῖον]] [[λέχος]] (P. 12.15) παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν (N. 1.59) κιόνων [[ὕπερ]] Ἡρακλέος [[ἥρως]] θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (N. 3.22) τό (sc. [[ῥῆμα]]) μοι [[θέμεν]] Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου [[προκώμιον]] εἴη (N. 4.9) ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί [[τις]] κάματον θῆκεν (N. 8.50) Διομήδεα δ' ἄμ- βροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν (N. 10.7) οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλὰν (N. 10.89) μᾶτερ ἐμά, τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, [[πρᾶγμα]] καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον [[θήσομαι]] (I. 1.3) Ἰλίου δὲ θῆκεν [[ἄφαρ]] ὀψιτέραν ἅλωσιν (sc. [[Ἀπόλλων]]) Πα. . . λτ;τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' [[ἀνδράσι]] καὶ σοφίας ὁδόν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.3) in zeugma, ἐθελήσαις [[ταῦτα]] νόῳ [[τιθέμεν]] εὔανδρόν τε χώραν (P. 1.40) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>4</b> fragg. ][[θέμεν]] Δ. 1. 12. θῆ]κε (supp. Snell) Δ. . . πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν (Bergk: ἔθηκε codd.) fr. 177a. Φερσεφόνᾳ ματρί τε χρυσοθρόνῳ θῆ[κεν ἀστ]οῖσιν τελευτὰν ([[τέλος]] Σ unde τελετὰν coni. Lobel) P. Oxy. 2622, fr. 1, 5 ad ?fr. 346c.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>5</b> in tmesis. ἐπὶ γὰρ τίθησι (v. [[ἐπιτίθημι]]) (P. 2.10) ὑπὸ ἔθηκε (v. [[ὑποτίθημι]]) (O. 1.19)
|sltr=<b>τῐθημι</b> ([[τιθεῖς]], -ησι; [[τιθείς]]: [[τιθέμεν]]: fut. [[θήσω]], -εις; θησέμεν: impf. τίθεν: aor. ἔθηκας, (ἔ)θηκε(ν), θέσαν, θέν coni.: med. fut. [[θήσομαι]], -ονται: aor. θέτο, (ἔ)θεντο; [[θέμενος]], -οι, -αν, -αι; θηκάμενος, -οι; [[θέσθαι]]: [[pass]]. τιθεμένων.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[lay]], [[place]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[τρία]] ἔργα ποδαρκὴς [[ἁμέρα]] θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.39) [[ἐπεὶ]] τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν (P. 3.38) med., χρυσότοξον [[θέμεναι]] παρὰ [[Πύθιον]] Ἀπόλλωνα θρόνους (sc. αἱ Μοῖραι) (O. 14.10) [[ἐπεὶ]] δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν (Pae. 6.99) [ταὶ δ ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι [[βρέφος]] αὐταῖς (Bergk: θα- vel θηκάμεναι, θησάμενοι codd.: κατθηκάμενοι Mosch.) (P. 9.62) ]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> med., [[put]] [[upon]] [[oneself]], [[assume]] “φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος” (P. 4.29) met., “[[κᾶδος]] ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.113) ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος [[οὐκ]] ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει [[θέμενος]] οἰωνοπόλον [[γέρας]] (ἀποθέμενος interpr. Schr.) (Pae. 4.30) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>2</b> [[lay]], [[place]], [[establish]] in [[various]] senses. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[act]]. &amp; med., [[build]], [[fashion]] δόμον ἔθεντο πρῶτον i. e. [[for]] [[themselves]] (O. 9.44) κελήσατό μιν [[θέμεν]] Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ (O. 13.82) (νεφέλα) ἅντε δόλον [[αὐτῷ]] θέσαν Ζηνὸς παλάμαι (P. 2.39) εἰ δέ [[τοι]] μάτρῳ μ' [[ἔτι]] Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν [[θέμεν]] (N. 4.80) ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις [[ἀνδρῶν]] [[νέον]] ἐξ ἀρχᾶς [[γένος]]; (Barnes: θήσει codd. Dion. Hal.: sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.19) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[act]]. &amp; med., [[establish]], [[found]] festivals, simm., πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (sc. [[Ἡρακλέης]]) (O. 3.22) Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ [[χρηστήριον]] [[θέσθαι]] (sc. Ἴαμον) κέλευσεν i. e. [[for]] [[himself]] and his descendants. (O. 6.70) ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις (N. 9.9) τιθεμένων ἀγώνων [[πρόφασις]] ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[establish]], [[set]] up as a [[prize]] (χαλκὸν) ὅν τε Κλείτωρ καὶ [[Λύκαιον]] πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ σὺν ποδῶν [[χειρῶν]] τε νικᾶσαι σθένει (ed. Morel.: ἔθηκεν codd.) (N. 10.48) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> met., [[establish]], [[instil]] (in the [[mind]]) εἰ δὲ τί οἱ [[φίλτρον]] ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (P. 3.65) cf. (P. 1.40) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> [[lay]] met. [[τιθεῖς]] ὕβριν ἐν ἄντλῳ (sc. [[Ἡσυχία]]) (P. 8.11) ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς (P. 11.37) τὸ κοινόν [[τις]] ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς ἐρευνασάτω (καταθεὶς [[varia lectio|v.l.]]) fr. 109.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>f</b> [[act]]. &amp; med., [[place]], [[put]] esp. c. [[abstract]] [[subject]] [Πίσας [[χάρις]] νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. [[ὑποτίθημι]]) (O. 1.19) ] [[κόρος]] τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε [[θέμεν]] ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις ([[Aristarchus]]: κρύφιον codd.: [[τιθέμεν]] Hermann: locus varie temptatus) (O. 2.97) μαστεύει δὲ καὶ [[τέρψις]] ἐν ὄμμασι [[θέσθαι]] [[πιστόν]] ([[τουτέστι]] θεωρῆσαι Σ.) (N. 8.43) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>3</b> [[make]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[act]]. &amp; med., [[perform]] σεμνὰν θυσίαν θέμενοι (O. 7.42) [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἄμπαλον μέλλεν [[θέμεν]] (O. 7.61) καὶ [[κεῖνος]] ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν (O. 2.99) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> med., [[make]] [[for]] [[oneself]], [[undertake]] [[εὔχομαι]] ἀμφὶ [[καλῶν]] μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ [[θέμεν]] (sc. [[Δία]]) (O. 8.86) ἀγώνιον ἐν δόξᾳ [[θέμενος]] [[εὖχος]], ἔργῳ [[καθελών]] having made [[himself]] a [[now]] (O. 10.63) καὶ τὰν πατρὸς [[ἀντία]] Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ (O. 13.53) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> c. [[abstract]] subs. in periphrasis [[τλᾶθι]] [[τᾶς]] εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας [[θέμεν]] σπουδὰν ἅπασαν (= σπουδάζειν) (P. 4.276) [[Ὀρτυγία]], [[σέθεν]] ἁδυεπὴς [[ὕμνος]] ὁρμᾶται [[θέμεν]] αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (= αἰνεῖν) (N. 1.5) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> [[act]]. &amp; med., c. pr. adj., subs. ἄφθιτον θέν νιν (Mommsen: θέσαν αὐτόν codd.: θῆκαν Rauchenstein) (O. 1.64) ἀποίητον οὐδ' ἂν [[χρόνος]] δύναιτο [[θέμεν]] ἔργων [[τέλος]] (O. 2.17) ἀρχομένου δ' ἔργου [[πρόσωπον]] χρὴ [[θέμεν]] τηλαυγές (O. 6.4) θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς (O. 7.6) ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν (O. 8.18) τὸ δὲ κύκλῳ [[πέδον]] ἔθηκε δόρπου λύσιν (O. 10.47) [[Ἰσθμοῖ]] τά τ' ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει [[θήσω]] φανέῤ ἀθρ (O. 13.98) πάντα λόγον [[θέμενος]] σπουδαῖον [[making]] his [[every]] [[word]] [[earnest]] (P. 4.132) νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.7) “[[ἔνθα]] νιν ἀρχέπολιν θήσεις” (P. 9.54) “θήσονταί τέ νιν (“utrum recte iam vett. gramm. ad [[θῆσθαι]] rettulerint necne dubitare possis, quamquam θρέψουσι schol. 113,” Schr.) (P. 9.63) ἔθηκε καὶ [[βαθυλείμων]] ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (P. 10.15) ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν [[ἔτι]] καὶ [[μᾶλλον]] σὺν ἀοιδαῖς [[ἕκατι]] στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι [[μέλημα]] (P. 10.58) λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε [[ματρός]] τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ [[ἀναγκαῖον]] [[λέχος]] (P. 12.15) παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν (N. 1.59) κιόνων [[ὕπερ]] Ἡρακλέος [[ἥρως]] θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (N. 3.22) τό (sc. [[ῥῆμα]]) μοι [[θέμεν]] Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου [[προκώμιον]] εἴη (N. 4.9) ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί [[τις]] κάματον θῆκεν (N. 8.50) Διομήδεα δ' ἄμ- βροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν (N. 10.7) οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλὰν (N. 10.89) μᾶτερ ἐμά, τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, [[πρᾶγμα]] καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον [[θήσομαι]] (I. 1.3) Ἰλίου δὲ θῆκεν [[ἄφαρ]] ὀψιτέραν ἅλωσιν (sc. [[Ἀπόλλων]]) Πα. . . λτ;τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' [[ἀνδράσι]] καὶ σοφίας ὁδόν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.3) in zeugma, ἐθελήσαις [[ταῦτα]] νόῳ [[τιθέμεν]] εὔανδρόν τε χώραν (P. 1.40) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>4</b> fragg. ][[θέμεν]] Δ. 1. 12. θῆ]κε (supp. Snell) Δ. . . πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν (Bergk: ἔθηκε codd.) fr. 177a. Φερσεφόνᾳ ματρί τε χρυσοθρόνῳ θῆ[κεν ἀστ]οῖσιν τελευτὰν ([[τέλος]] Σ unde τελετὰν coni. Lobel) P. Oxy. 2622, fr. 1, 5 ad ?fr. 346c.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>5</b> in tmesis. ἐπὶ γὰρ τίθησι (v. [[ἐπιτίθημι]]) (P. 2.10) ὑπὸ ἔθηκε (v. [[ὑποτίθημι]]) (O. 1.19)
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />(μέσ.-παθ.) <i>τίθεμαι</i><br />τοποθετούμαι<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής»<br />i) [[μπαίνω]] [[πρώτος]] στη [[σειρά]]<br />ii) <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[αρχηγός]], [[προΐσταμαι]]<br />β) «τίθεμαι επί ποδός» — δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι<br />γ) «τίθεμαι επί το [[έργον]]» — καταπιάνομαι [[αμέσως]] με ένα [[έργο]]<br />δ) «τίθεμαι [[εκτός]] νόμου»<br />(σχετικά με [[οργάνωση]]) απαγορεύεται η [[δράση]] μου, κηρύσσομαι [[παράνομος]]<br />ε) «τίθεμαι υπό [[απαγόρευση]]»<br />i) (<b>για πρόσ.</b>) [[περιέρχομαι]] σε [[κατάσταση]] αδυναμίας για οποιαδήποτε [[μορφή]] δικαιοπραξίας [[μετά]] από δικαστική [[απόφαση]] με την οποία αποδεικνύεται ότι έχω χάσει τις βουλητικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις<br />ii) απαγορεύεται η [[δράση]] μου<br />iii) (<b>για πράγμ.</b>) απαγορεύεται η [[χρήση]] μου [[συνήθως]] [[μετά]] από σχετική κρατική [[απόφαση]]<br />στ) «τίθεμαι επί τα ίχνη κάποιου» — [[ανακαλύπτω]] τα ίχνη ενός προσώπου και [[αρχίζω]] την παρακολούθησή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με τοπ. σημ. και [[συχνά]] με επιρρ., με εμπρόθ. προσδ. δηλωτικούς τοπικών σχέσεων, στην [[ποίηση]] και με δοτ. τοπ.) [[φέρνω]] και [[βάζω]] [[κάτι]] [[κάπου]], το [[τοποθετώ]] σε έναν [[τόπο]] (α. «ἐκελήσατο [[θέμεν]] τὰν κλίναν, ἐφ' ἇς τὰν Σωστράταν ἔφερον», <b>επιγρ.</b><br />β. «τίς δὲ μοι ἄλλοσ' ἔθηκε [[λέχος]];», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἅρματα δ' ἄμ βωμοῖσι τίθει», <b>Ομ. Οδ.</b><br />δ. «θεῑσα στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. με τις προθέσεις <i>ἐν</i> ή <i>εἰς</i>) [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ἐς [[δίφρον]] ἄρνας θέτο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταθέτω]] [[κάτι]] ως [[παρακαταθήκη]], [[παραδίδω]] σε κάποιον χρήματα ή πράγματα για [[φύλαξη]] («τὴν τιμὴν θήσονται ἐπὶ τὴν τράπεζαν, ἔως», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[βάζω]] [[υποθήκη]], [[υποθηκεύω]]<br /><b>5.</b> [[πληρώνω]], [[καταβάλλω]] τόκο, [[εισφορά]], το μετοίκιο κ.ά.<br /><b>6.</b> [[καταγράφω]], [[σημειώνω]] («θοῦ δ' ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] («[[θήσω]] εἰς δύο παῑδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ», Λυσ.)<br /><b>8.</b> [[θάβω]], [[ενταφιάζω]]<br /><b>9.</b> (σχετικά με φυτά) [[εμφυτεύω]]<br /><b>10.</b> (σχετικά με έπαθλα σε αγώνες) [[ορίζω]] ως [[βραβείο]], [[αθλοθετώ]]<br /><b>11.</b> (σε [[χρήση]] [[μετά]] τον Όμ.) (σχετικά με πολιτικές ενέργειες) [[προβάλλω]], [[παρουσιάζω]] στον λαό προκειμένου αυτός να κρίνει και να αποφασίσει («[[βούλομαι]] ὑμῖν εἰς τὸ [[μέσον]] αὐτὸ θεῖναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>12.</b> [[αφιερώνω]] αγάλματα<br /><b>13.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]], [[δίνω]] («εἰ δὴ ὁμὴν Ἀχιλῆϊ καὶ Ἔκτορι θήσετε τιμήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>14.</b> (με απρμφ.) [[ορίζω]], [[θεσπίζω]] («[ὁ Λυκοῦργος] ἔθηκε θύειν [[βασιλέα]] πρὸ τῆς πόλεως τὰ [[δημόσια]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>15.</b> (σχετικά με αγώνες) [[διοργανώνω]] ή [[καθιερώνω]]<br /><b>16.</b> [[διατάζω]] («οὕτω νῦν [[Ζεὺς]] θείη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[διευθύνω]], [[διοικώ]] («ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦν
|mltxt=ΝΜΑ<br />(μέσ.-παθ.) <i>τίθεμαι</i><br />τοποθετούμαι<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής»<br />i) [[μπαίνω]] [[πρώτος]] στη [[σειρά]]<br />ii) <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[αρχηγός]], [[προΐσταμαι]]<br />β) «τίθεμαι επί ποδός» — δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι<br />γ) «τίθεμαι επί το [[έργον]]» — καταπιάνομαι [[αμέσως]] με ένα [[έργο]]<br />δ) «τίθεμαι [[εκτός]] νόμου»<br />(σχετικά με [[οργάνωση]]) απαγορεύεται η [[δράση]] μου, κηρύσσομαι [[παράνομος]]<br />ε) «τίθεμαι υπό [[απαγόρευση]]»<br />i) (<b>για πρόσ.</b>) [[περιέρχομαι]] σε [[κατάσταση]] αδυναμίας για οποιαδήποτε [[μορφή]] δικαιοπραξίας [[μετά]] από δικαστική [[απόφαση]] με την οποία αποδεικνύεται ότι έχω χάσει τις βουλητικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις<br />ii) απαγορεύεται η [[δράση]] μου<br />iii) (<b>για πράγμ.</b>) απαγορεύεται η [[χρήση]] μου [[συνήθως]] [[μετά]] από σχετική κρατική [[απόφαση]]<br />στ) «τίθεμαι επί τα ίχνη κάποιου» — [[ανακαλύπτω]] τα ίχνη ενός προσώπου και [[αρχίζω]] την παρακολούθησή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με τοπ. σημ. και [[συχνά]] με επιρρ., με εμπρόθ. προσδ. δηλωτικούς τοπικών σχέσεων, στην [[ποίηση]] και με δοτ. τοπ.) [[φέρνω]] και [[βάζω]] [[κάτι]] [[κάπου]], το [[τοποθετώ]] σε έναν [[τόπο]] (α. «ἐκελήσατο [[θέμεν]] τὰν κλίναν, ἐφ' ἇς τὰν Σωστράταν ἔφερον», <b>επιγρ.</b><br />β. «τίς δὲ μοι ἄλλοσ' ἔθηκε [[λέχος]];», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἅρματα δ' ἄμ βωμοῖσι τίθει», <b>Ομ. Οδ.</b><br />δ. «θεῑσα στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. με τις προθέσεις <i>ἐν</i> ή <i>εἰς</i>) [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ἐς [[δίφρον]] ἄρνας θέτο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταθέτω]] [[κάτι]] ως [[παρακαταθήκη]], [[παραδίδω]] σε κάποιον χρήματα ή πράγματα για [[φύλαξη]] («τὴν τιμὴν θήσονται ἐπὶ τὴν τράπεζαν, ἔως», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[βάζω]] [[υποθήκη]], [[υποθηκεύω]]<br /><b>5.</b> [[πληρώνω]], [[καταβάλλω]] τόκο, [[εισφορά]], το μετοίκιο κ.ά.<br /><b>6.</b> [[καταγράφω]], [[σημειώνω]] («θοῦ δ' ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] («[[θήσω]] εἰς δύο παῑδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ», Λυσ.)<br /><b>8.</b> [[θάβω]], [[ενταφιάζω]]<br /><b>9.</b> (σχετικά με φυτά) [[εμφυτεύω]]<br /><b>10.</b> (σχετικά με έπαθλα σε αγώνες) [[ορίζω]] ως [[βραβείο]], [[αθλοθετώ]]<br /><b>11.</b> (σε [[χρήση]] [[μετά]] τον Όμ.) (σχετικά με πολιτικές ενέργειες) [[προβάλλω]], [[παρουσιάζω]] στον λαό προκειμένου αυτός να κρίνει και να αποφασίσει («[[βούλομαι]] ὑμῖν εἰς τὸ [[μέσον]] αὐτὸ θεῖναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>12.</b> [[αφιερώνω]] αγάλματα<br /><b>13.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]], [[δίνω]] («εἰ δὴ ὁμὴν Ἀχιλῆϊ καὶ Ἔκτορι θήσετε τιμήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>14.</b> (με απρμφ.) [[ορίζω]], [[θεσπίζω]] («[ὁ Λυκοῦργος] ἔθηκε θύειν [[βασιλέα]] πρὸ τῆς πόλεως τὰ [[δημόσια]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>15.</b> (σχετικά με αγώνες) [[διοργανώνω]] ή [[καθιερώνω]]<br /><b>16.</b> [[διατάζω]] («οὕτω νῦν [[Ζεύς|Ζεὺς]] θείη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[διευθύνω]], [[διοικώ]] («ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦν
τες τῶνδε δωμάτων [[καλῶς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>18.</b> [[τακτοποιώ]] («εἰ μὴ θήσομαι τἄμ' ὡς ἄριστα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>19.</b> [[στρώνω]] [[μωσαϊκό]]<br /><b>20.</b> α) ([[συχνά]] με δύο αιτ. από τις οποίες η μία [[είναι]] αντικ. και η [[άλλη]] κατηγ.) [[φέρνω]] σε μια [[κατάσταση]] ή [[διάθεση]] ή [[προσδίδω]] σε κάποιον μια [[ιδιότητα]] (α. «ἥ τε με τοῑον ἔθηκεν [[ὅπως]] ἐθέλει», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἕως ἄν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου [[ὑποπόδιον]] τῶν ποδῶν σου», ΠΔ)<br />β) (με απρμφ.) [[παρέχω]] τη [[δυνατότητα]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]] («πεπρωμένον ἔθηκε μοῑραν μετατραπεῖν ἀνδροφθόρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>21.</b> (σχετικά με εμπόλεμες καταστάσεις και διαμάχες) [[οδηγώ]] σε αίσια [[έκβαση]], [[διευθετώ]]<br /><b>22.</b> (στα παιχνίδια [[πεσσεία]] και [[κυβεία]]) [[τοποθετώ]] τους κύβους σωστά<br /><b>23.</b> (για τεχνίτη) [[κάνω]], [[κατεργάζομαι]]<br /><b>24.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] («Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>25.</b> (το ενεργ. και [[κυρίως]] το μέσ.) (σχετικά με διανοητική [[ενέργεια]]) [[θέτω]] [[κάτι]] ως ορισμένο ή δεδομένο, το [[υπολογίζω]] ή και [[θεωρώ]] ως... (α. «θῶμεν δύο εἴδη ([[εἶναι]])» — θεωρούμε ως δεδομένο ότι υπάρχουν δύο είδη, <b>Πλάτ.</b><br />β. «ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα;» — πώς [[πρέπει]] να τά θεωρούμε αυτά; <b>Σοφ.</b><br />γ. «[[δαιμόνιον]] αὐτὸ τίθημ' ἐγώ», <b>Σοφ.</b><br />δ. «ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων» — υπολόγισέ με [[μεταξύ]] αυτών που έχουν πειστεί, <b>Πλάτ.</b><br />ε. «οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον» — δεν τον [[λογαριάζω]] ζωντανό, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>26.</b> [[επιβεβαιώνω]] [[κάτι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[αἴρω]]<br /><b>27.</b> <b>μέσ.</b> α) [[διευθύνω]] για δικό μου όφελος («σοφοὺς... εἰς δύναμιν τίθεσθαι», <b>Κρατίν.</b>)<br />β) [[κάνω]] ή [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου<br />γ) [[τοποθετώ]] [[κάθισμα]] για τον εαυτό μου<br /><b>28.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) <i>ὁ θείς</i><br />αυτός που βάζει [[υποθήκη]]<br /><b>29.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. αορ. β' ως ουσ.) <i>ὁ θέμενος</i><br />αυτός που δέχεται, που παίρνει την [[υποθήκη]], ο [[ενυπόθηκος]] [[δανειστής]]<br /><b>30.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ τιθέμενα</i><br />τα [[βραβεία]]<br /><b>31.</b> <b>φρ.</b> α) «τίθημί τινί τι ἐν χερσί [ή ἐν χειρί ή ἐν [[χείρεσι]]]» ή «[[τίθημι]] ἐς χεῑρά τινος» — [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στα χέρια κάποιου, [[εγχειρίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br />β) «τίθεμαι τὴν ψῆφον»<br />i) [[ρίχνω]] την ψήφο στην [[κάλπη]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ii) (γενικά) [[ψηφίζω]]<br />γ) «τίθεμαι γνώμῃ» — συντάσσομαι με τη [[γνώμη]] κάποιου (<b>Σοφ.</b>, Ηλιόδ.)<br />δ) «τίθεμαι τὴν γνώμην» — λέω τη [[γνώμη]] μου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) «τίθημί τινί τι ἐν στήθεσσι [ή ἐν φρεσί]»<br />(στον Όμ.) [[εμβάλλω]] στην [[καρδιά]] ή στον νου κάποιου<br />στ) «ἐνὶ φρεσὶ τίθεμαι»<br />(στον Όμ.) [[σκέφτομαι]] να πράξω [[κάτι]]<br />ζ) «τίθεμαι ἐν τῇ ἐμαυτοῦ καρδίᾳ»<br />(στην ΚΔ) [[διαλογίζομαι]]<br />η) «[[χάριν]] τίθεμαί τινι»<br /><b>μτφ.</b> [[υποχρεώνω]] κάποιον, του [[κάνω]] [[κάτι]] προκειμένου να μού χρωστά [[ευγνωμοσύνη]] (<b>Ηρόδ.</b>, <b>Αισχύλ.</b>)<br />θ) «τίθεμαι τὰ ὅπλα»<br /><b>στρ.</b> i) [[τοποθετώ]] με [[τάξη]] τα όπλα στο [[στρατόπεδο]] και βρίσκομαι σε [[εγρήγορση]] προκειμένου να επιτεθώ αν παρουσιαστεί [[κίνδυνος]]<br />ii) παρατάσσομαι για [[μάχη]]<br />iii) [[καταθέτω]] τα όπλα, παραδίδομαι στον εχθρό<br />iv) (με το επίρρ. <i>εὖ</i>) [[διατηρώ]] τον οπλισμό μου σε καλή [[κατάσταση]] (<b>Ξεν.</b>, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ι) «τίθεμαι τὰς ἀσπίδας» — παραδίδομαι στον εχθρό (<b>Ξεν.</b>)<br />ια) «πόλεμον τίθεμαι» — [[καταπαύω]] τον πόλεμο (<b>Θουκ.</b>)<br />ιβ) «τίθεμαι παῑδα... υἱὸν ὑπὸ ζώνῃ»<br />(για [[γυναίκα]]) [[μένω]] [[έγκυος]] (Ύμν. Αφρ.)<br />ιγ) «[[πόδα]] [[τίθημι]]» — [[περπατώ]], [[βαδίζω]] ή [[τρέχω]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ιδ) «[[τίθημι]] τὰ γόνατα»<br />(στην ΚΔ) [[κλίνω]] τα γόνατα, [[γονατίζω]]<br />ιε) «ἐν ὄμμασι τίθεσθαι» — [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου<br />ιστ) «[[τίθημι]] εἰς [[μέσον]] [ή ἐς μέσσον]» — [[ορίζω]] ως [[βραβείο]] σε αγώνα<br />ιζ) «[[τίθημι]] τι εἰς τὸ κοινόν» — [[θέτω]] μια [[πρόταση]], [[κυρίως]] [[πολιτική]] [[ενέργεια]], στην [[κρίση]] του λαού (<b>Ξεν.</b>)<br />ιη) «ἐν μέσῳ [[τίθημι]] τι» — [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] σε [[παρένθεση]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ιθ) «τίθεμαι [[ὄνομα]] [ή [[οὔνομα]]]» — [[δίνω]] στο [[παιδί]] μου το όνομά μου ή το όνομα που εγώ [[επιθυμώ]]<br />κ) «[[τίθημι]] νόμον»<br />(για νομοθέτη) [[θεσμοθετώ]]<br />κα) «τίθεμαι νόμον»<br />(για λαό, [[ιδίως]] στις δημοκρατικές πολιτείες) [[ψηφίζω]] νόμο, [[παίρνω]] [[μέρος]] στην [[ψήφιση]] νόμων<br />κβ) «σκῆψιν [[τίθημι]]» — [[προφασίζομαι]] (<b>Σοφ.</b>)<br />κγ) «τίθεμαι ἡμέραν» — [[ορίζω]] από κοινού μία [[ημέρα]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />κδ) «[[τίθημι]] διαθήκην» — [[κάνω]] [[διαθήκη]] <b>πάπ.</b><br />κε) «τίθημί τινα ἄλοχόν τινος» — [[μεσολαβώ]] προκειμένου να παντρευτεί [[ένας]] [[άνδρας]] μια [[γυναίκα]], [[γίνομαι]] [[προξενητής]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />κστ) «γέλων τίθημί τινι» — [[προξενώ]] [[γέλιο]] σε κάποιους (<b>Ευρ.</b>)<br />κζ) «λόγους [[τίθημι]] εἰς [[μέτρα]]» — [[μετατρέπω]] τον πεζό σε ποιητικό λόγο (<b>Πλάτ.</b>)<br />κη) «γέλωτα τίθεμαί τινα» — [[κάνω]] κάποιον [[αντικείμενο]] γέλιου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />κθ) «παῑδα [ή υἱὸν τίθεμαι]» — [[υιοθετώ]] κάποιον (<b>Πλάτ.</b>)<br />λ) «φίλον ἐμαυτῷ τίθεμαι» — [[θεωρώ]] κάποιον ως φίλο μου<br />λα) «οὐδαμοῦ τίθημί τι» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου ή προσοχής (<b>Δημοσθ.</b>)<br />λβ) «τίθεμαι μάχην» — [[συνάπτω]] [[μάχη]]<br />λγ) «μαρτύρια τίθεμαι» — [[παρουσιάζω]] μαρτυρίες (<b>Ηρόδ.</b>)<br />λδ) «τίθεμαί τινός τι» — [[παίρνω]] [[κάτι]] από κάποιον (<b>Πίνδ.</b>)<br />λε) «τίθεμαι πόνον» — [[προξενώ]] βάσανα, ενοχλήσεις στον εαυτό μου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />λστ) «σκέδασιν [[τίθημι]]» — [[διασκορπίζω]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />λζ) «[[τίθημι]] κρυφόν» — [[κρύβω]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />λη) «νέμεσιν [[τίθημι]]» — οργίζομαι ή [[αγανακτώ]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />λθ) «[[τίθημι]] αἶνον» — [[επαινώ]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />μ) «[[τίθημι]] σωτηρίαν τινί» — [[σώζω]] κάποιον (<b>Ευρ.</b>)<br />μα) «τίθεμαι μάχην» — [[μάχομαι]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />μβ) «τίθεμαι θυσίαν» — [[θυσιάζω]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />μγ) «τίθεμαι γάμον» — παντρεύομαι (<b>Πίνδ.</b>)<br />μδ) «σπουδὴν τίθεμαι» — [[σπεύδω]] (<b>Σοφ.</b>)<br />με) «πρόνοιαν τίθεμαι» — [[προνοώ]] (<b>Σοφ.</b>)<br />μστ) «τίθεμαι λησμοσύναν τινῶν» — [[λησμονώ]] [[κάτι]] (<b>Σοφ.</b>)<br />μζ) «τίθεμαι συγγνωμοσύνην» — [[συγχωρώ]] (<b>Σοφ.</b>)<br />μη) «τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι» — θα εκμεταλλευθώ την καλή [[τύχη]] τών κυρίων μου (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>, με ενεστ. διπλασιασμό (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>δω</i>-<i>μι</i>) ανάγεται στην ΙΕ μακρόφωνη [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>- με αρχική σημ. «[[τοποθετώ]] [[κάτι]] σε [[μέρος]] μόνιμο και σταθερό», από όπου «[[ιδρύω]], [[θεμελιώνω]], [[δημιουργώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[θεμέλιο]], [[θέμις]], [[θεσμός]]). Στη [[συνέχεια]] το ρ. χρησιμοποιήθηκε γενικά με τη σημ. «[[τοποθετώ]]». Από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας έχει σχηματιστεί ο αόρ. <i>ἔθηκα</i>, που μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή: <i>teke</i> και <i>poroteke</i> (= <i>πρόθηκε</i>) και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>adh</i><i>ā</i><i>t</i>, αρχ. περσ. <i>ad</i><i>ā</i>, λατ. <i>f</i><i>ē</i><i>cit</i> (απ' όπου ο ενεστ. <i>facio</i>). Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγονται [[επίσης]] ο μέλλ. [[θήσω]], οι παρακμ. <i>τέθηκα</i> και <i>τέθημαι</i> (ενώ οι τ. <i>τέθεικα</i> και <i>τέθειμαι</i> [[είναι]] αναλογικοί τών [[εἷκα]], [[εἷμαι]] του [[ἵημι]]) και τα παράγωγα [[θῆμα]], <i>ἀνά</i>-<i>θημα</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ā</i><i>man</i>-) και [[θημών]], [[θημωνιά]]. Στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>θε</i> ανάγονται: ο [[μέσος]] αόρ. <i>ἔθετο</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>adhita</i>) και τα ονοματ. παράγωγα [[θέσις]], [[θέμα]], [[θέτης]], [[θετός]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>hita</i>-, λατ. <i>con</i>-<i>ditus</i>), [[θεμός]] (απ' όπου τα [[θέμεθλον]], [[θεμέλιον]]), [[θέμις]], [[θεσμός]]. Στην απαθή και ετεροιωμένη [[βαθμίδα]], [[τέλος]], της ρίζας ανάγονται οι λ. [[θήκη]] και [[θωμός]] (<b>βλ.</b> και λ. [[θᾶκος]], [[θαμά]], [[θάμνος]]). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. [[θέτω]] <b>βλ. λ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θέμα]], [[θέση]], [[θετός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θετήρ]], [[θήμα]], [[θημών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θέτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό. Στη Νέα Ελληνική έχει διατηρηθεί μόνο η [[μέση]] [[φωνή]], <b>πρβλ.</b> [[ίστημι]]). [[ανατίθημι]], <i>αντεπιτίθημι</i>, [[αντιτίθημι]], [[αποτίθημι]], [[διατίθημι]], [[εκτίθημι]], [[επανατίθημι]], [[επιπροστίθημι]], [[επιτίθημι]], [[μετατίθημι]], [[παρατίθημι]], [[προδιατίθημι]], [[προστίθημι]], [[προτίθημι]], [[συγκατατίθημι]], [[συντίθημι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ειστίθημι]], [[εντίθημι]], [[κατατίθημι]], [[παρακατατίθημι]], [[περιτίθημι]] [[προϋποτίθημι]], [[υπερτίθημι]], [[υποτίθημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αποσυντίθεμαι</i>, [[εναποτίθεμαι]]<br /><b>απρόσ.</b> <i>υποτίθεται</i>].
τες τῶνδε δωμάτων [[καλῶς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>18.</b> [[τακτοποιώ]] («εἰ μὴ θήσομαι τἄμ' ὡς ἄριστα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>19.</b> [[στρώνω]] [[μωσαϊκό]]<br /><b>20.</b> α) ([[συχνά]] με δύο αιτ. από τις οποίες η μία [[είναι]] αντικ. και η [[άλλη]] κατηγ.) [[φέρνω]] σε μια [[κατάσταση]] ή [[διάθεση]] ή [[προσδίδω]] σε κάποιον μια [[ιδιότητα]] (α. «ἥ τε με τοῑον ἔθηκεν [[ὅπως]] ἐθέλει», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἕως ἄν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου [[ὑποπόδιον]] τῶν ποδῶν σου», ΠΔ)<br />β) (με απρμφ.) [[παρέχω]] τη [[δυνατότητα]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]] («πεπρωμένον ἔθηκε μοῑραν μετατραπεῖν ἀνδροφθόρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>21.</b> (σχετικά με εμπόλεμες καταστάσεις και διαμάχες) [[οδηγώ]] σε αίσια [[έκβαση]], [[διευθετώ]]<br /><b>22.</b> (στα παιχνίδια [[πεσσεία]] και [[κυβεία]]) [[τοποθετώ]] τους κύβους σωστά<br /><b>23.</b> (για τεχνίτη) [[κάνω]], [[κατεργάζομαι]]<br /><b>24.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] («Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>25.</b> (το ενεργ. και [[κυρίως]] το μέσ.) (σχετικά με διανοητική [[ενέργεια]]) [[θέτω]] [[κάτι]] ως ορισμένο ή δεδομένο, το [[υπολογίζω]] ή και [[θεωρώ]] ως... (α. «θῶμεν δύο εἴδη ([[εἶναι]])» — θεωρούμε ως δεδομένο ότι υπάρχουν δύο είδη, <b>Πλάτ.</b><br />β. «ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα;» — πώς [[πρέπει]] να τά θεωρούμε αυτά; <b>Σοφ.</b><br />γ. «[[δαιμόνιον]] αὐτὸ τίθημ' ἐγώ», <b>Σοφ.</b><br />δ. «ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων» — υπολόγισέ με [[μεταξύ]] αυτών που έχουν πειστεί, <b>Πλάτ.</b><br />ε. «οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον» — δεν τον [[λογαριάζω]] ζωντανό, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>26.</b> [[επιβεβαιώνω]] [[κάτι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[αἴρω]]<br /><b>27.</b> <b>μέσ.</b> α) [[διευθύνω]] για δικό μου όφελος («σοφοὺς... εἰς δύναμιν τίθεσθαι», <b>Κρατίν.</b>)<br />β) [[κάνω]] ή [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου<br />γ) [[τοποθετώ]] [[κάθισμα]] για τον εαυτό μου<br /><b>28.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) <i>ὁ θείς</i><br />αυτός που βάζει [[υποθήκη]]<br /><b>29.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. αορ. β' ως ουσ.) <i>ὁ θέμενος</i><br />αυτός που δέχεται, που παίρνει την [[υποθήκη]], ο [[ενυπόθηκος]] [[δανειστής]]<br /><b>30.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ τιθέμενα</i><br />τα [[βραβεία]]<br /><b>31.</b> <b>φρ.</b> α) «τίθημί τινί τι ἐν χερσί [ή ἐν χειρί ή ἐν [[χείρεσι]]]» ή «[[τίθημι]] ἐς χεῑρά τινος» — [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στα χέρια κάποιου, [[εγχειρίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br />β) «τίθεμαι τὴν ψῆφον»<br />i) [[ρίχνω]] την ψήφο στην [[κάλπη]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ii) (γενικά) [[ψηφίζω]]<br />γ) «τίθεμαι γνώμῃ» — συντάσσομαι με τη [[γνώμη]] κάποιου (<b>Σοφ.</b>, Ηλιόδ.)<br />δ) «τίθεμαι τὴν γνώμην» — λέω τη [[γνώμη]] μου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) «τίθημί τινί τι ἐν στήθεσσι [ή ἐν φρεσί]»<br />(στον Όμ.) [[εμβάλλω]] στην [[καρδιά]] ή στον νου κάποιου<br />στ) «ἐνὶ φρεσὶ τίθεμαι»<br />(στον Όμ.) [[σκέφτομαι]] να πράξω [[κάτι]]<br />ζ) «τίθεμαι ἐν τῇ ἐμαυτοῦ καρδίᾳ»<br />(στην ΚΔ) [[διαλογίζομαι]]<br />η) «[[χάριν]] τίθεμαί τινι»<br /><b>μτφ.</b> [[υποχρεώνω]] κάποιον, του [[κάνω]] [[κάτι]] προκειμένου να μού χρωστά [[ευγνωμοσύνη]] (<b>Ηρόδ.</b>, <b>Αισχύλ.</b>)<br />θ) «τίθεμαι τὰ ὅπλα»<br /><b>στρ.</b> i) [[τοποθετώ]] με [[τάξη]] τα όπλα στο [[στρατόπεδο]] και βρίσκομαι σε [[εγρήγορση]] προκειμένου να επιτεθώ αν παρουσιαστεί [[κίνδυνος]]<br />ii) παρατάσσομαι για [[μάχη]]<br />iii) [[καταθέτω]] τα όπλα, παραδίδομαι στον εχθρό<br />iv) (με το επίρρ. <i>εὖ</i>) [[διατηρώ]] τον οπλισμό μου σε καλή [[κατάσταση]] (<b>Ξεν.</b>, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ι) «τίθεμαι τὰς ἀσπίδας» — παραδίδομαι στον εχθρό (<b>Ξεν.</b>)<br />ια) «πόλεμον τίθεμαι» — [[καταπαύω]] τον πόλεμο (<b>Θουκ.</b>)<br />ιβ) «τίθεμαι παῑδα... υἱὸν ὑπὸ ζώνῃ»<br />(για [[γυναίκα]]) [[μένω]] [[έγκυος]] (Ύμν. Αφρ.)<br />ιγ) «[[πόδα]] [[τίθημι]]» — [[περπατώ]], [[βαδίζω]] ή [[τρέχω]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ιδ) «[[τίθημι]] τὰ γόνατα»<br />(στην ΚΔ) [[κλίνω]] τα γόνατα, [[γονατίζω]]<br />ιε) «ἐν ὄμμασι τίθεσθαι» — [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου<br />ιστ) «[[τίθημι]] εἰς [[μέσον]] [ή ἐς μέσσον]» — [[ορίζω]] ως [[βραβείο]] σε αγώνα<br />ιζ) «[[τίθημι]] τι εἰς τὸ κοινόν» — [[θέτω]] μια [[πρόταση]], [[κυρίως]] [[πολιτική]] [[ενέργεια]], στην [[κρίση]] του λαού (<b>Ξεν.</b>)<br />ιη) «ἐν μέσῳ [[τίθημι]] τι» — [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] σε [[παρένθεση]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ιθ) «τίθεμαι [[ὄνομα]] [ή [[οὔνομα]]]» — [[δίνω]] στο [[παιδί]] μου το όνομά μου ή το όνομα που εγώ [[επιθυμώ]]<br />κ) «[[τίθημι]] νόμον»<br />(για νομοθέτη) [[θεσμοθετώ]]<br />κα) «τίθεμαι νόμον»<br />(για λαό, [[ιδίως]] στις δημοκρατικές πολιτείες) [[ψηφίζω]] νόμο, [[παίρνω]] [[μέρος]] στην [[ψήφιση]] νόμων<br />κβ) «σκῆψιν [[τίθημι]]» — [[προφασίζομαι]] (<b>Σοφ.</b>)<br />κγ) «τίθεμαι ἡμέραν» — [[ορίζω]] από κοινού μία [[ημέρα]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />κδ) «[[τίθημι]] διαθήκην» — [[κάνω]] [[διαθήκη]] <b>πάπ.</b><br />κε) «τίθημί τινα ἄλοχόν τινος» — [[μεσολαβώ]] προκειμένου να παντρευτεί [[ένας]] [[άνδρας]] μια [[γυναίκα]], [[γίνομαι]] [[προξενητής]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />κστ) «γέλων τίθημί τινι» — [[προξενώ]] [[γέλιο]] σε κάποιους (<b>Ευρ.</b>)<br />κζ) «λόγους [[τίθημι]] εἰς [[μέτρα]]» — [[μετατρέπω]] τον πεζό σε ποιητικό λόγο (<b>Πλάτ.</b>)<br />κη) «γέλωτα τίθεμαί τινα» — [[κάνω]] κάποιον [[αντικείμενο]] γέλιου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />κθ) «παῑδα [ή υἱὸν τίθεμαι]» — [[υιοθετώ]] κάποιον (<b>Πλάτ.</b>)<br />λ) «φίλον ἐμαυτῷ τίθεμαι» — [[θεωρώ]] κάποιον ως φίλο μου<br />λα) «οὐδαμοῦ τίθημί τι» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου ή προσοχής (<b>Δημοσθ.</b>)<br />λβ) «τίθεμαι μάχην» — [[συνάπτω]] [[μάχη]]<br />λγ) «μαρτύρια τίθεμαι» — [[παρουσιάζω]] μαρτυρίες (<b>Ηρόδ.</b>)<br />λδ) «τίθεμαί τινός τι» — [[παίρνω]] [[κάτι]] από κάποιον (<b>Πίνδ.</b>)<br />λε) «τίθεμαι πόνον» — [[προξενώ]] βάσανα, ενοχλήσεις στον εαυτό μου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />λστ) «σκέδασιν [[τίθημι]]» — [[διασκορπίζω]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />λζ) «[[τίθημι]] κρυφόν» — [[κρύβω]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />λη) «νέμεσιν [[τίθημι]]» — οργίζομαι ή [[αγανακτώ]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />λθ) «[[τίθημι]] αἶνον» — [[επαινώ]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />μ) «[[τίθημι]] σωτηρίαν τινί» — [[σώζω]] κάποιον (<b>Ευρ.</b>)<br />μα) «τίθεμαι μάχην» — [[μάχομαι]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />μβ) «τίθεμαι θυσίαν» — [[θυσιάζω]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />μγ) «τίθεμαι γάμον» — παντρεύομαι (<b>Πίνδ.</b>)<br />μδ) «σπουδὴν τίθεμαι» — [[σπεύδω]] (<b>Σοφ.</b>)<br />με) «πρόνοιαν τίθεμαι» — [[προνοώ]] (<b>Σοφ.</b>)<br />μστ) «τίθεμαι λησμοσύναν τινῶν» — [[λησμονώ]] [[κάτι]] (<b>Σοφ.</b>)<br />μζ) «τίθεμαι συγγνωμοσύνην» — [[συγχωρώ]] (<b>Σοφ.</b>)<br />μη) «τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι» — θα εκμεταλλευθώ την καλή [[τύχη]] τών κυρίων μου (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>, με ενεστ. διπλασιασμό (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>δω</i>-<i>μι</i>) ανάγεται στην ΙΕ μακρόφωνη [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>- με αρχική σημ. «[[τοποθετώ]] [[κάτι]] σε [[μέρος]] μόνιμο και σταθερό», από όπου «[[ιδρύω]], [[θεμελιώνω]], [[δημιουργώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[θεμέλιο]], [[θέμις]], [[θεσμός]]). Στη [[συνέχεια]] το ρ. χρησιμοποιήθηκε γενικά με τη σημ. «[[τοποθετώ]]». Από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας έχει σχηματιστεί ο αόρ. <i>ἔθηκα</i>, που μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή: <i>teke</i> και <i>poroteke</i> (= <i>πρόθηκε</i>) και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>adh</i><i>ā</i><i>t</i>, αρχ. περσ. <i>ad</i><i>ā</i>, λατ. <i>f</i><i>ē</i><i>cit</i> (απ' όπου ο ενεστ. <i>facio</i>). Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγονται [[επίσης]] ο μέλλ. [[θήσω]], οι παρακμ. <i>τέθηκα</i> και <i>τέθημαι</i> (ενώ οι τ. <i>τέθεικα</i> και <i>τέθειμαι</i> [[είναι]] αναλογικοί τών [[εἷκα]], [[εἷμαι]] του [[ἵημι]]) και τα παράγωγα [[θῆμα]], <i>ἀνά</i>-<i>θημα</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ā</i><i>man</i>-) και [[θημών]], [[θημωνιά]]. Στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>θε</i> ανάγονται: ο [[μέσος]] αόρ. <i>ἔθετο</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>adhita</i>) και τα ονοματ. παράγωγα [[θέσις]], [[θέμα]], [[θέτης]], [[θετός]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>hita</i>-, λατ. <i>con</i>-<i>ditus</i>), [[θεμός]] (απ' όπου τα [[θέμεθλον]], [[θεμέλιον]]), [[θέμις]], [[θεσμός]]. Στην απαθή και ετεροιωμένη [[βαθμίδα]], [[τέλος]], της ρίζας ανάγονται οι λ. [[θήκη]] και [[θωμός]] (<b>βλ.</b> και λ. [[θᾶκος]], [[θαμά]], [[θάμνος]]). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. [[θέτω]] <b>βλ. λ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θέμα]], [[θέση]], [[θετός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θετήρ]], [[θήμα]], [[θημών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θέτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό. Στη Νέα Ελληνική έχει διατηρηθεί μόνο η [[μέση]] [[φωνή]], <b>πρβλ.</b> [[ίστημι]]). [[ανατίθημι]], <i>αντεπιτίθημι</i>, [[αντιτίθημι]], [[αποτίθημι]], [[διατίθημι]], [[εκτίθημι]], [[επανατίθημι]], [[επιπροστίθημι]], [[επιτίθημι]], [[μετατίθημι]], [[παρατίθημι]], [[προδιατίθημι]], [[προστίθημι]], [[προτίθημι]], [[συγκατατίθημι]], [[συντίθημι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ειστίθημι]], [[εντίθημι]], [[κατατίθημι]], [[παρακατατίθημι]], [[περιτίθημι]] [[προϋποτίθημι]], [[υπερτίθημι]], [[υποτίθημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αποσυντίθεμαι</i>, [[εναποτίθεμαι]]<br /><b>απρόσ.</b> <i>υποτίθεται</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τίθημι:''' [ῐ], (από √<i>ΘΕ</i>) <i>τίθης</i>, Επικ. [[τίθησθα]]· <i>τίθησι</i>, Δωρ. [[τίθητι]], γʹ πληθ. [[τιθέασι]], Ιων. [[τιθεῖσι]]· επίσης βʹ και γʹ ενικ. [[τιθεῖς]], [[τιθεῖ]] (όπως αν προερχόταν από το ρ. [[τιθέω]])· παρατ. <i>ἐτίθην</i>, <i>ἐτίθης</i>, <i>ἐτίθη</i>, Επικ. <i>τίθη</i>· επίσης, το βʹ και γʹ πρόσ. είναι <i>ἐτίθεις</i>, <i>ἐτίθει</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>τίθεσαν</i>, [[τίθεν]], μεταγεν. <i>ἐτίθουν</i>· Ιων. παρατ. <i>ἐτίθεα</i>· προστ. [[τίθει]], απαρ. <i>τιθέναι</i>. Επικ. επίσης [[τιθήμεναι]], [[τιθέμεν]]· μέλ. [[θήσω]], Επικ. απαρ. [[θησέμεναι]], <i>θησέμεν</i>· αόρ. [[ἔθηκα]], σε [[χρήση]] μόνο στην οριστ.· Επικ. γʹ πληθ. <i>θῆκαν</i>· αόρ. βʹ <i>ἔθην</i>, δεν είναι σε [[χρήση]] στον ενικ. της οριστ., πληθ. [[ἔθεμεν]], <i>ἔθεσαν</i>, Επικ. [[θέσαν]]· προστ. [[θές]], υποτ. <i>θῶ</i>, Ιων. [[θέω]], Επικ. [[θείω]], Επικ. βʹ και γʹ ενικ. <i>θείῃς</i>, [[θείῃ]], αʹ πληθ. <i>θέωμεν</i>, [[θείομεν]] αντί <i>θείωμεν</i>· ευκτ. [[θείην]], αʹ πληθ. <i>θείημεν</i> και [[θεῖμεν]], γʹ πληθ. <i>θεῖεν</i>· απαρ. [[θεῖναι]], Επικ. [[θέμεναι]], [[θέμεν]]· μτχ. [[θείς]], παρακ. [[τέθεικα]] — Μέσ., <i>τίθεμαι</i>, βʹ ενικ. <i>τίθεσαι</i>, προστ. <i>τίθεσο</i>, <i>τιθοῦ</i>, Επικ. <i>τίθεσσο</i>· Επικ. μτχ. [[τιθήμενος]]· μέλ. [[θήσομαι]], αόρ. <i>ἐθηκάμην</i>, σε [[χρήση]] μόνο στην οριστ. και στη μτχ.· βʹ ενικ. <i>ἐθήκαο</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>θήκατο</i>· μτχ. <i>θηκάμενος</i>· αόρ. βʹ [[ἐθέμην]], προστ. [[θέο]], <i>θοῦ</i>· υποτ. [[θῶμαι]], ευκτ. <i>θείμην</i> — Παθ., <i>τίθεμαι</i>, μέλ. <i>τεθήσομαι</i>, αόρ. [[ἐτέθην]], παρακ. [[τέθειμαι]].<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> Με τοπική [[σημασία]], [[θέτω]], [[βάζω]], [[τοποθετώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στους Αττ., <i>πόδατίθημι</i>, [[θέτω]] ή [[στηρίζω]] το [[πόδι]] μου, δηλ. περπατάω, [[τρέχω]], σε Αισχύλ.· [[τετράποδος]] βάσιν θηρὸς τίθεσθαι, δηλ. [[βαδίζω]] με τα [[τέσσερα]], σε Ευρ.· <i>θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν</i>, να βάλει [[κάτι]] στα χέρια κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐς χεῖρά τινος</i>, μέσα στο [[χέρι]] του, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[θέσθαι]] τὴν ψῆφον, να βάλει [[κάποιος]] την ψήφο του στην [[κάλπη]], σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>τίθεσθαι τὴν γνώμην</i>, να δίνει [[κάποιος]] τη [[γνώμη]] του, την άποψή του, σε Ηρόδ.· και <i>τίθεσθαι</i> απόλ., [[ψηφίζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>θεῖναί τινί τι ἐν φρεσί</i>, <i>ἐν στήθεσσι</i>, να τοποθετήσεις, να φυτέψεις [[κάτι]] στην [[καρδιά]] κάποιου, σε Όμηρ.· ἐνστήθεσσι [[τιθεῖ]] νόον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Μέσ., [[θέσθαι]] θυμὸν ἐν στήθεσσι, να θέτεις [[οργή]] στην [[καρδιά]] κάποιου, στο ίδ.· [[θέσθαι]] τινὶ κότον, να τρέφεις [[μίσος]] [[εναντίον]] κάποιου, στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[καταθέτω]], όπως στην [[τράπεζα]], σε Ηρόδ., Ξεν.· επίσης, ἐγγύην [[θέσθαι]], σε Αισχύλ. — Παθ., <i>τὰ τεθέντα</i>, οι καταθέσεις, σε Δημ.· μεταφ., [[χάριν]] ή [[χάριτα]] [[θέσθαι]] τινί, κάνω [[κάτι]] σε κάποιον ώστε να μου οφείλει [[χάρη]], [[υποχρεώνω]] κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[πληρώνω]], [[καταβάλλω]], σε Δημ.<br /><b class="num">6.</b> [[βάζω]] στον λογαριασμό, [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]], in rationes referre, στον ίδ.<br /><b class="num">7.</b> στη στρατιωτική [[ορολογία]], <i>τίθεσθαι τὰ ὅπλα</i>, έχει [[τρεις]] σημασίες· <b>α)</b> [[συσσωρεύω]] τα άρματα, τα [[θέτω]] σε [[τάξη]], όπως σε [[στρατόπεδο]], [[κατασκηνώνω]], σε Θουκ.· απ' οπου, [[λαμβάνω]] κάποια [[θέση]], παρατάσσομαι σε [[θέση]] μάχης, σε Ηρόδ. κ.λπ. <b>β)</b> [[βάζω]] [[κάτω]] τα όπλα μου, παραδίδομαι, σε Ξεν.· ομοίως, πόλεμον [[θέσθαι]], [[καταλύω]] τον πόλεμο, τον [[παύω]], σε Θουκ. <b>γ)</b> εὖ [[θέσθαι]] ὅπλα, να τηρεί [[κάποιος]] τα όπλα του σε [[καλή]] [[τάξη]], σε Ξεν.· όπως το <i>εὖ ἀσπίδα θέσθω</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">8.</b> [[βάζω]] σε τάφο, [[θάβω]], στο ίδ., σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">9.</b> τιθέναι τὰ [[γόνατα]], [[γονατίζω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ορίζω]] [[βραβείο]] σε αγώνες, Λατ. proponere, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Παθ., <i>τὰ τιθέμενα</i>, τα [[βραβεία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[θεῖναι]] ἐς [[μέσον]], Λατ. in [[medio]] ponere, [[θέτω]] στην [[κρίση]] του λαού, σε Ηρόδ.· ομοίως, [[τίθημι]] εἰς τὸ κοινόν, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στήνω]] σε ναό, [[αφιερώνω]], σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρέχω]], [[δίδω]], <i>τιμήν τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[ὄνομα]] [[θέσθαι]], [[δίνω]] όνομα σε κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> <i>τιθέναι νόμον</i>, [[θέτω]] ή [[δίδω]] νόμο, [[νομοθετώ]], λέγεται για νομοθέτη, σε Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., λέγεται για τα δημοκρατικά νομοθετικά σώματα, [[ορίζω]] νόμο, [[ψηφίζω]] νόμο για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[θεῖναι]] θεσμόν, σε Αισχύλ.· σκῆψιν [[θεῖναι]], [[προφασίζομαι]], [[υπαινίσσομαι]], [[εφευρίσκω]] [[δικαιολογία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> [[ορίζω]], [[ιδρύω]], <i>ἀγῶνα</i>, σε Αισχύλ., Ξεν.<br /><b class="num">VI.</b>[[διορίζω]], [[διατάζω]], με αιτ. και απαρ., σε Ξεν.· <i>γυναιξὶ θήσει</i>, σε Ευρ.· ομοίως με επίρρ., [[οὕτω]] [[νῦν]] [[Ζεὺς]] θείη, [[μακάρι]] έτσι να δώσει ο [[θεός]], σε Ομήρ. Οδ.· ὥςἄρ' ἔμελλον [[θησέμεναι]], σε Ομήρ. Ιλ. <b>Β. I. 1.</b> [[θέτω]] σε ορισμένη [[κατάσταση]], <i>θεῖναί τινα αἰχμητήν</i>, <i>μάντιν</i>, σε Όμηρ.· <i>θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος</i>, κάνω κάποια [[γυναίκα]] κάποιου (λέγεται για τρίτο [[πρόσωπο]] που χρησιμεύει ως [[προξενητής]]), σε Ομήρ. Ιλ.· τοῖόν με ἔθηκε [[ὅπως]] ἐθέλει, με κατέστησε τέτοιον όπως ήθελε, σε Ομήρ. Οδ.· <i>σῦςἔθηκας ἑταίρους</i>, έκανε τους συντρόφους μου γουρούνια, στο ίδ.· <i>ναῦνλᾶαν ἔθηκε</i>, στο ίδ.· ομοίως με επίθ., <i>θεῖναί τινα ἀθάνατον</i>, κάνω κάποιον αθάνατο, στο ίδ.· επίσης λέγεται για πράγματα, <i>ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε</i>, τον κατέστησε άγνωστο, στο ίδ.· [[συχνά]] στη Μέσ., <i>γυναῖκα</i> ή ἄκοιτιν [[θέσθαι]] τινά, κάνω κάποια [[γυναίκα]] μου, την κάνω σύζυγό μου, σε Ομήρ. Οδ.· <i>παῖδα</i> ή <i>υἱὸν τίθεσθαί τινα</i>, όπως το <i>ποιεῖσθαι</i>, κάνω κάποιον [[παιδί]] μου, τον [[υιοθετώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., κάνω κάποιον να πράξει [[κάτι]], <i>τιθέναι τινὰ νικῆσαι</i>, κάνω κάποιον να αναδειχθεί [[νικητής]], σε Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σχετικά με πνευματική [[ενέργεια]], [[κυρίως]] στη Μέσ., [[θέτω]], [[αναλαμβάνω]], [[κρατώ]], [[υπολογίζω]] ή [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως...· τί δ' ἐλέγχεα [[ταῦτα]] τίθεσθε; σε Ομήρ. Οδ.· [[εὐεργέτημα]] [[τίθημι]] τι, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με επίρρ., [[ποῦ]] χρὴ τίθεσθαι [[ταῦτα]]; πώς πρέπει να θεωρούμε τα πράγματα; σε Σοφ.· [[οὐδαμοῦ]] τιθέναι τι, [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου ή προσοχής, [[nullo]] in [[numero]] habere, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> ακολουθ. από εμπρόθ. προσδ., <i>τίθημί τινα ἐν τοῖς φίλοις</i>, σε Ξεν.· <i>τίθεσθαί τινα ἐν τιμῇ</i>, σε Ηρόδ.· [[θέσθαι]] παρ' οὐδὲν, να θεωρεί [[κάτι]] ως μηδαμινό, ως ανάξιο λόγου, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., οὐ τίθημ' ἐγὼ [[ζῆν]] τοῦτον, δεν [[θεωρώ]] ότι ζει, δεν τον [[λογαριάζω]] ως ζωντανό, σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] ως δεδομένο, [[υποθέτω]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> κάνω, [[εργάζομαι]], [[εκτελώ]], Λατ. ponere, λέγεται για τεχνίτη, <i>ἐν δ' ἐτίθει νεῖον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[ποιώ]], [[προξενώ]], [[απεργάζομαι]], <i>ἔργα</i>, στο ίδ.· <i>ὀρυμαγδόν</i>, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ., κάνω ή [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, [[θέσθαι]] κέλευθον, [[ανοίγω]] δρόμο για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεγάλην ἐπιγουνίδα [[θέσθαι]], να αποκτήσει μεγάλους μηρούς, σε Ομήρ. Οδ.· [[θέσθαι]] πόνον, [[προκαλώ]] στον εαυτό μου ενοχλήσεις, του [[προξενώ]] βάσανα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> περιφραστικά αντί απλού ρήματος, σκέδασιν [[θεῖναι]] = σκεδάσαι, [[διασκορπίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., [[θέσθαι]] μάχην αντί <i>μάχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>σπουδὴν</i>, πρόνοιαν [[θέσθαι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> εὖ [[θέσθαι]], [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]] ή [[κυβερνώ]] [[καλά]], τὰ [[σεωυτοῦ]], σε Ηρόδ.· τὸ [[παρόν]], σε Θουκ.· επίσης, [[καλῶς]] [[θεῖναι]] ή [[θέσθαι]], σε Σοφ., Ευρ.· εὖ [[θέσθαι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''τίθημι:''' [ῐ], (από √<i>ΘΕ</i>) <i>τίθης</i>, Επικ. [[τίθησθα]]· <i>τίθησι</i>, Δωρ. [[τίθητι]], γʹ πληθ. [[τιθέασι]], Ιων. [[τιθεῖσι]]· επίσης βʹ και γʹ ενικ. [[τιθεῖς]], [[τιθεῖ]] (όπως αν προερχόταν από το ρ. [[τιθέω]])· παρατ. <i>ἐτίθην</i>, <i>ἐτίθης</i>, <i>ἐτίθη</i>, Επικ. <i>τίθη</i>· επίσης, το βʹ και γʹ πρόσ. είναι <i>ἐτίθεις</i>, <i>ἐτίθει</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>τίθεσαν</i>, [[τίθεν]], μεταγεν. <i>ἐτίθουν</i>· Ιων. παρατ. <i>ἐτίθεα</i>· προστ. [[τίθει]], απαρ. <i>τιθέναι</i>. Επικ. επίσης [[τιθήμεναι]], [[τιθέμεν]]· μέλ. [[θήσω]], Επικ. απαρ. [[θησέμεναι]], <i>θησέμεν</i>· αόρ. [[ἔθηκα]], σε [[χρήση]] μόνο στην οριστ.· Επικ. γʹ πληθ. <i>θῆκαν</i>· αόρ. βʹ <i>ἔθην</i>, δεν είναι σε [[χρήση]] στον ενικ. της οριστ., πληθ. [[ἔθεμεν]], <i>ἔθεσαν</i>, Επικ. [[θέσαν]]· προστ. [[θές]], υποτ. <i>θῶ</i>, Ιων. [[θέω]], Επικ. [[θείω]], Επικ. βʹ και γʹ ενικ. <i>θείῃς</i>, [[θείῃ]], αʹ πληθ. <i>θέωμεν</i>, [[θείομεν]] αντί <i>θείωμεν</i>· ευκτ. [[θείην]], αʹ πληθ. <i>θείημεν</i> και [[θεῖμεν]], γʹ πληθ. <i>θεῖεν</i>· απαρ. [[θεῖναι]], Επικ. [[θέμεναι]], [[θέμεν]]· μτχ. [[θείς]], παρακ. [[τέθεικα]] — Μέσ., <i>τίθεμαι</i>, βʹ ενικ. <i>τίθεσαι</i>, προστ. <i>τίθεσο</i>, <i>τιθοῦ</i>, Επικ. <i>τίθεσσο</i>· Επικ. μτχ. [[τιθήμενος]]· μέλ. [[θήσομαι]], αόρ. <i>ἐθηκάμην</i>, σε [[χρήση]] μόνο στην οριστ. και στη μτχ.· βʹ ενικ. <i>ἐθήκαο</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>θήκατο</i>· μτχ. <i>θηκάμενος</i>· αόρ. βʹ [[ἐθέμην]], προστ. [[θέο]], <i>θοῦ</i>· υποτ. [[θῶμαι]], ευκτ. <i>θείμην</i> — Παθ., <i>τίθεμαι</i>, μέλ. <i>τεθήσομαι</i>, αόρ. [[ἐτέθην]], παρακ. [[τέθειμαι]].<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> Με τοπική [[σημασία]], [[θέτω]], [[βάζω]], [[τοποθετώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στους Αττ., <i>πόδατίθημι</i>, [[θέτω]] ή [[στηρίζω]] το [[πόδι]] μου, δηλ. περπατάω, [[τρέχω]], σε Αισχύλ.· [[τετράποδος]] βάσιν θηρὸς τίθεσθαι, δηλ. [[βαδίζω]] με τα [[τέσσερα]], σε Ευρ.· <i>θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν</i>, να βάλει [[κάτι]] στα χέρια κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐς χεῖρά τινος</i>, μέσα στο [[χέρι]] του, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[θέσθαι]] τὴν ψῆφον, να βάλει [[κάποιος]] την ψήφο του στην [[κάλπη]], σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>τίθεσθαι τὴν γνώμην</i>, να δίνει [[κάποιος]] τη [[γνώμη]] του, την άποψή του, σε Ηρόδ.· και <i>τίθεσθαι</i> απόλ., [[ψηφίζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>θεῖναί τινί τι ἐν φρεσί</i>, <i>ἐν στήθεσσι</i>, να τοποθετήσεις, να φυτέψεις [[κάτι]] στην [[καρδιά]] κάποιου, σε Όμηρ.· ἐνστήθεσσι [[τιθεῖ]] νόον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Μέσ., [[θέσθαι]] θυμὸν ἐν στήθεσσι, να θέτεις [[οργή]] στην [[καρδιά]] κάποιου, στο ίδ.· [[θέσθαι]] τινὶ κότον, να τρέφεις [[μίσος]] [[εναντίον]] κάποιου, στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[καταθέτω]], όπως στην [[τράπεζα]], σε Ηρόδ., Ξεν.· επίσης, ἐγγύην [[θέσθαι]], σε Αισχύλ. — Παθ., <i>τὰ τεθέντα</i>, οι καταθέσεις, σε Δημ.· μεταφ., [[χάριν]] ή [[χάριτα]] [[θέσθαι]] τινί, κάνω [[κάτι]] σε κάποιον ώστε να μου οφείλει [[χάρη]], [[υποχρεώνω]] κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[πληρώνω]], [[καταβάλλω]], σε Δημ.<br /><b class="num">6.</b> [[βάζω]] στον λογαριασμό, [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]], in rationes referre, στον ίδ.<br /><b class="num">7.</b> στη στρατιωτική [[ορολογία]], <i>τίθεσθαι τὰ ὅπλα</i>, έχει [[τρεις]] σημασίες· <b>α)</b> [[συσσωρεύω]] τα άρματα, τα [[θέτω]] σε [[τάξη]], όπως σε [[στρατόπεδο]], [[κατασκηνώνω]], σε Θουκ.· απ' οπου, [[λαμβάνω]] κάποια [[θέση]], παρατάσσομαι σε [[θέση]] μάχης, σε Ηρόδ. κ.λπ. <b>β)</b> [[βάζω]] [[κάτω]] τα όπλα μου, παραδίδομαι, σε Ξεν.· ομοίως, πόλεμον [[θέσθαι]], [[καταλύω]] τον πόλεμο, τον [[παύω]], σε Θουκ. <b>γ)</b> εὖ [[θέσθαι]] ὅπλα, να τηρεί [[κάποιος]] τα όπλα του σε [[καλή]] [[τάξη]], σε Ξεν.· όπως το <i>εὖ ἀσπίδα θέσθω</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">8.</b> [[βάζω]] σε τάφο, [[θάβω]], στο ίδ., σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">9.</b> τιθέναι τὰ [[γόνατα]], [[γονατίζω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ορίζω]] [[βραβείο]] σε αγώνες, Λατ. proponere, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Παθ., <i>τὰ τιθέμενα</i>, τα [[βραβεία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[θεῖναι]] ἐς [[μέσον]], Λατ. in [[medio]] ponere, [[θέτω]] στην [[κρίση]] του λαού, σε Ηρόδ.· ομοίως, [[τίθημι]] εἰς τὸ κοινόν, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στήνω]] σε ναό, [[αφιερώνω]], σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρέχω]], [[δίδω]], <i>τιμήν τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[ὄνομα]] [[θέσθαι]], [[δίνω]] όνομα σε κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> <i>τιθέναι νόμον</i>, [[θέτω]] ή [[δίδω]] νόμο, [[νομοθετώ]], λέγεται για νομοθέτη, σε Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., λέγεται για τα δημοκρατικά νομοθετικά σώματα, [[ορίζω]] νόμο, [[ψηφίζω]] νόμο για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[θεῖναι]] θεσμόν, σε Αισχύλ.· σκῆψιν [[θεῖναι]], [[προφασίζομαι]], [[υπαινίσσομαι]], [[εφευρίσκω]] [[δικαιολογία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> [[ορίζω]], [[ιδρύω]], <i>ἀγῶνα</i>, σε Αισχύλ., Ξεν.<br /><b class="num">VI.</b>[[διορίζω]], [[διατάζω]], με αιτ. και απαρ., σε Ξεν.· <i>γυναιξὶ θήσει</i>, σε Ευρ.· ομοίως με επίρρ., [[οὕτω]] [[νῦν]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] θείη, [[μακάρι]] έτσι να δώσει ο [[θεός]], σε Ομήρ. Οδ.· ὥςἄρ' ἔμελλον [[θησέμεναι]], σε Ομήρ. Ιλ. <b>Β. I. 1.</b> [[θέτω]] σε ορισμένη [[κατάσταση]], <i>θεῖναί τινα αἰχμητήν</i>, <i>μάντιν</i>, σε Όμηρ.· <i>θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος</i>, κάνω κάποια [[γυναίκα]] κάποιου (λέγεται για τρίτο [[πρόσωπο]] που χρησιμεύει ως [[προξενητής]]), σε Ομήρ. Ιλ.· τοῖόν με ἔθηκε [[ὅπως]] ἐθέλει, με κατέστησε τέτοιον όπως ήθελε, σε Ομήρ. Οδ.· <i>σῦςἔθηκας ἑταίρους</i>, έκανε τους συντρόφους μου γουρούνια, στο ίδ.· <i>ναῦνλᾶαν ἔθηκε</i>, στο ίδ.· ομοίως με επίθ., <i>θεῖναί τινα ἀθάνατον</i>, κάνω κάποιον αθάνατο, στο ίδ.· επίσης λέγεται για πράγματα, <i>ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε</i>, τον κατέστησε άγνωστο, στο ίδ.· [[συχνά]] στη Μέσ., <i>γυναῖκα</i> ή ἄκοιτιν [[θέσθαι]] τινά, κάνω κάποια [[γυναίκα]] μου, την κάνω σύζυγό μου, σε Ομήρ. Οδ.· <i>παῖδα</i> ή <i>υἱὸν τίθεσθαί τινα</i>, όπως το <i>ποιεῖσθαι</i>, κάνω κάποιον [[παιδί]] μου, τον [[υιοθετώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., κάνω κάποιον να πράξει [[κάτι]], <i>τιθέναι τινὰ νικῆσαι</i>, κάνω κάποιον να αναδειχθεί [[νικητής]], σε Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σχετικά με πνευματική [[ενέργεια]], [[κυρίως]] στη Μέσ., [[θέτω]], [[αναλαμβάνω]], [[κρατώ]], [[υπολογίζω]] ή [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως...· τί δ' ἐλέγχεα [[ταῦτα]] τίθεσθε; σε Ομήρ. Οδ.· [[εὐεργέτημα]] [[τίθημι]] τι, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με επίρρ., [[ποῦ]] χρὴ τίθεσθαι [[ταῦτα]]; πώς πρέπει να θεωρούμε τα πράγματα; σε Σοφ.· [[οὐδαμοῦ]] τιθέναι τι, [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου ή προσοχής, [[nullo]] in [[numero]] habere, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> ακολουθ. από εμπρόθ. προσδ., <i>τίθημί τινα ἐν τοῖς φίλοις</i>, σε Ξεν.· <i>τίθεσθαί τινα ἐν τιμῇ</i>, σε Ηρόδ.· [[θέσθαι]] παρ' οὐδὲν, να θεωρεί [[κάτι]] ως μηδαμινό, ως ανάξιο λόγου, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., οὐ τίθημ' ἐγὼ [[ζῆν]] τοῦτον, δεν [[θεωρώ]] ότι ζει, δεν τον [[λογαριάζω]] ως ζωντανό, σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] ως δεδομένο, [[υποθέτω]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> κάνω, [[εργάζομαι]], [[εκτελώ]], Λατ. ponere, λέγεται για τεχνίτη, <i>ἐν δ' ἐτίθει νεῖον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[ποιώ]], [[προξενώ]], [[απεργάζομαι]], <i>ἔργα</i>, στο ίδ.· <i>ὀρυμαγδόν</i>, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ., κάνω ή [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, [[θέσθαι]] κέλευθον, [[ανοίγω]] δρόμο για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεγάλην ἐπιγουνίδα [[θέσθαι]], να αποκτήσει μεγάλους μηρούς, σε Ομήρ. Οδ.· [[θέσθαι]] πόνον, [[προκαλώ]] στον εαυτό μου ενοχλήσεις, του [[προξενώ]] βάσανα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> περιφραστικά αντί απλού ρήματος, σκέδασιν [[θεῖναι]] = σκεδάσαι, [[διασκορπίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., [[θέσθαι]] μάχην αντί <i>μάχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>σπουδὴν</i>, πρόνοιαν [[θέσθαι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> εὖ [[θέσθαι]], [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]] ή [[κυβερνώ]] [[καλά]], τὰ [[σεωυτοῦ]], σε Ηρόδ.· τὸ [[παρόν]], σε Θουκ.· επίσης, [[καλῶς]] [[θεῖναι]] ή [[θέσθαι]], σε Σοφ., Ευρ.· εὖ [[θέσθαι]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τίθημι:''' (impf. ἐτίθην, aor. 1 sing. ind. [[ἔθηκα]], aor. 2 pl. [[ἔθεμεν]], fut. [[θήσω]], pf. [[τέθεικα]], ppf. ἐτεθείκειν; praes. conjct. τιθῶ, aor. 2 conjct. θῶ; praes. opt. τιθείην, aor. 2 opt. [[θείην]]; praes. imper. [[τίθει]], aor. 2 imper. [[θές]]; praes. inf. τιθέναι, aor. 2 inf. [[θεῖναι]]; part. praes. [[τιθείς]], part. aor. 2 [[θείς]]; med.: praes. τίθεμαι, impf. ἐτιθέμην, aor. 2 [[ἐθέμην]]; praes. conjct. τιθῶμαι, praes. aor. 2 [[θῶμαι]]; praes. impf. opt. [[τιθείμην]], aor. 2 opt. θείμην; praes. imper. τίθεσο, imper. aor. 2 θοῦ; praes. inf. τίθεσθαι, aor. 2 inf. [[θέσθαι]]; part. praes. τιθέμενος, part. aor. 2 [[θέμενος]]; med.-pass.: pf. [[τέθειμαι]], ppf. ἐτεθείμην; pass.: fut. τεθήσομαι, aor. 1 [[ἐτέθην]], adj. verb. [[θετός]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> ставить, класть: κλισίην τιθήμεναί τινι Hom. поставить кресло для кого-л.; [[ἄλλοσε]] τ. Hom. ставить на другое место, передвигать; [[πόδα]] или [[ἴχνος]] τ. Aesch., Eur.; ступать, идти; [[τετράποδος]] βάσιν θηρὸς τίθεσθαι Eur. передвигаться как четвероногое животное (на четвереньках); τὰ μὲν [[ἄνω]] [[κάτω]] τ., τὰ δὲ [[κάτω]] [[ἄνω]] Her. ставить верхнее вниз, а нижнее вверх, т. е. переворачивать (все) вверх дном; ἀπάτερθέν τινος τ. Hom. выносить из чего-л.; [[θέσθαι]] τι ἐπὶ τὰ [[γόνατα]] Xen. положить что-л. себе на колени; τὰ [[ὅπλα]] τίθεσθαι Xen., Plut.; (о войске) располагаться;<br /><b class="num">2)</b> складывать ([[ἱστία]] ἐν [[νηΐ]], [[ἔναρα]] ἐς [[δίφρον]] Hom.): ἐς τὸ κοινὸν τ. τι Xen. складывать что-л. вместе (в общую массу); ἐπὶ [[κρᾶτα]] τίθεσθαι χέρα Eur. хвататься руками за голову; [[θέσθαι]] τὰ [[ὅπλα]] Diod. сложить оружие;<br /><b class="num">3)</b> переносить, перемещать (τινὰ ἑν Λυκίης δήμῳ Hom.; τινὰ εἰς ἐρημίαν Plat.);<br /><b class="num">4)</b> вкладывать, (от)давать (τι [[χερσί]] τινι или ἐν [[χερσί]] τινος Hom.): εἰς χεῖρά τινος δεξιὰν τ. Soph. подавать кому-л. правую руку;<br /><b class="num">5)</b> ставить, воздвигать, водружать (στήλας ἐν γαίῃ Hom.): οἰκίας τίθεσθαι Hom. строить себе дома, селиться;<br /><b class="num">6)</b> вкладывать: ἐς ταφὰς и ἐν τάφῳ τ. Soph. хоронить; ψήφους ἐς [[τεῦχος]] τ. Aesch. опускать голоса в урну; ψῆφον ἐπί τινι [[θέσθαι]] Eur. подать голос за что-л.; σὺν τῷ νόμῳ τὴν ψῆφον τίθεσθαι Xen. подавать свой голос в соответствии с законом;<br /><b class="num">7)</b> хоронить, предавать погребению (τὰ [[ὀστᾶ]] Hom., Thuc.): οἱ τιθέμενοι Plat. погребаемые, т. е. почившие; τάφον [[θέσθαι]] τινός Soph. озаботиться погребением кого-л.;<br /><b class="num">8)</b> подавать голос, голосовать: τίθεσθαί τινι Dem. и [[μετά]] τινος Aesch. голосовать за кого-л.; [[ταύτῃ]] ([[varia lectio|v.l.]] ταύτην) γνώμην τίθεσθαι Soph., Arph.; присоединяться к тому же мнению; οὔ σοι βουλοίμην ἂν [[ἐναντία]] τίθεσθαι Plat. я не собираюсь возражать тебе;<br /><b class="num">9)</b> возлагать, надевать (κυνέην ἐπὶ [[κρατί]] Hom.; στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις Eur.): [[τιθήμενος]] [[ἔντεα]] Hom. одетый в доспехи; τίθεσθαι τὰ [[ὅπλα]] [[παρά]] τινα и [[μετά]] τινος Thuc. переходить с оружием на чью-л. сторону; [[θέσθαι]] τὰ [[ὅπλα]] πρός τινος Plat. и [[ὑπέρ]] τινος Dem. взяться за оружие в защиту кого-л., т. е. стать на чью-л. сторону; [[ὅπλα]] ἱππικὰ τίθεσθαι Plat. служить в коннице; οἱ τὴν ἀσπίδα τιθέμενοι Plat. щитоносцы, т. е. гоплиты;<br /><b class="num">10)</b> устанавливать, отмечать, обозначать (τέρματα Hom.);<br /><b class="num">11)</b> назначать, предлагать (ἆθλα Thuc., Plat.): ἐς μέσσον τ. τί τινι Hom. предлагать что-л. кому-л. (в возмещение); назначать в награду ([[δέπας]] Hom.): τὰ τιθέμενα Dem. назначенные награды;<br /><b class="num">12)</b> прилагать, проявлять: σπουδὴν [[θέσθαι]] Soph. проявить усердие; πόνον [[πλέον]] [[τίθου]] Aesch. приложи побольше усилий; πρόνοιαν [[θέσθαι]] Soph. проявить благоразумие;<br /><b class="num">13)</b> приносить (в дар), посвящать (ἀσπίδας θεοῖς Eur.);<br /><b class="num">14)</b> сажать (τὰ φυτά Xen.);<br /><b class="num">15)</b> убирать или укрывать, прятать (χρήματα μυχῷ ἄντρου Hom.): τὰ τῶν [[φίλων]] [[ἀσφαλῶς]] τ. Xen. хранить имущество друзей в безопасном месте;<br /><b class="num">16)</b> выставлять, представлять: [[βούλομαι]] [[ὑμῖν]] εἰς τὸ [[μέσον]] αὐτὸ [[θεῖναι]] Plat. я хочу это вам представить в ясном виде (разъяснить);<br /><b class="num">17)</b> сдавать на хранение, вкладывать ([[ἀργύριον]] Plat.);<br /><b class="num">18)</b> вносить, платить, уплачивать (τὰς εἰσφορας Dem.): [[θεῖναι]] [[ἐνέχυρον]] Dem. внести (в) залог; πρόπαντος ἐγγύην [[θέσθαι]] χρόνου Aesch. дать ручательство на вечные времена;<br /><b class="num">19)</b> вносить в залог (τι Arph.): τὰ τεθέντα Dem. залог;<br /><b class="num">20)</b> оказывать ([[χάριν]] τινί Her., Aesch.): [[χάριτα]] τίθεσθαί τινι Her. заслужить чью-л. благодарность;<br /><b class="num">21)</b> полагать, возлагать (τὴν ἐλπίδα ἔν τινι τ. Plut.);<br /><b class="num">22)</b> вносить, заносить, вписывать (ἐν στήλῃ Plat.): τὰ ἐν γράμμασι τεθέντα Plat. писаные законы;<br /><b class="num">23)</b> превращать, делать, тж. избирать (τὴν ἔθηκαν Ἀθηναίης ἱέρειαν Hom.): τινὰ ἄλοχόν τινι θήσειν Hom. сделать кого-л. чьей-л. женой; [[θέσθαι]] τινὰ γυναῖκα Hom. жениться на ком-л.; [[θέσθαι]] τινὰ πόσιν αὑτᾷ Aesch. выйти за кого-л. замуж; θεῖναί τινα λίθον Hom. превратить кого-л. в камень; ἀΰπνους τινὰς [[θεῖναι]] Hom. прервать чей-л. сон; υἱὸν [[θέσθαι]] τινά Plat. усыновить кого-л.; θέμενός τινα Plut. усыновив кого-л.; ἀνάπυστον θεῖναί τί τινι Hom. открыть кому-л. что-л.; θεῖναί τινα ἐρᾶν τι Eur. внушить кому-л. стремление к чему-л.; σχολὴν τ. Aesch. откладывать, медлить; τοὺς πιστοὺς τίθεσθαι ἑαυτῷ Xen. приобретать себе верных друзей; [[θέσθαι]] τινὰ μάρτυρα Aesch. выставить кого-л. свидетелем; γέλωτα [[θέσθαι]] τινά Her. поднять кого-л. на смех;<br /><b class="num">24)</b> устраивать, упорядочивать, налаживать ([[οὕτω]] [[νῦν]] [[Ζεὺς]] θείη! Hom.): [[τέλος]] [[καλῶς]] [[θεῖναι]] Soph. обеспечить благополучный исход; θέντων [[θεῶν]] Plat. по произволению богов; ἀγορὴν [[θέσθαι]] Hom. устроить собрание; [[θέσθαι]] γάμον ἑαυτῷ Pind. вступить в брак; εὖ [[θέσθαι]] τὰ [[ἴδια]] Thuc. или τὰ οἰκεῖα Plat. хорошо устроить свои личные дела; [[θέσθαι]] τὸν πόλεμον Thuc. повести войну (ср. 44); [[θέσθαι]] μάχην Hom., Plut.; дать сражение;<br /><b class="num">25)</b> полагать, считать, допускать: τί τι τ. Soph. и τι ἔν τινι τίθεσθαι Soph., Eur., Plut.; считать что-л. чем-л.; τ. τι ὡς ἀληθῆ [[ὄντα]] Plat. считать что-л. истинным; εὐτυχίαν [[ἑαυτοῦ]] [[θέσθαι]] τι Luc. счесть что-л. счастьем для себя; θῶμεν Plat. (пред)положим, допустим; [[οὐδαμοῦ]] τ. τι Eur., ἐν οὐδενὶ λόγῳ и ἐς οὐδένα λόγον τίθεσθαι Plut. ни во что не ставить что-л.; [[πρόσθεν]] τινὸς τ. τι Eur. предпочитать что-л. чему-л.; [[δεύτερον]] τίθεσθαί τί τινος Diod. ставить что-л. на второй план после чего-л.;<br /><b class="num">26)</b> помещать, относить, причислять, включать (ἐν τοῖς φίλοις τ. τινα Xen.): [[τοῦτο]] [[ποτέρωσε]] θετέον; Xen. к какой категории это отнести?; [[ποῦ]] χρὴ τίθεσθαι [[ταῦτα]]; Soph. что подумать об этом?; τ. τί τινος Plat. включать что-л. в состав чего-л.;<br /><b class="num">27)</b> приписывать, вменять: ἐν αἰτίῃσι τ. τινά Her. считать кого-л. виновником; τῆς ἀμελείας τινὸς τ. τι Dem. приписывать что-л. чьей-л. беспечности;<br /><b class="num">28)</b> изображать, представлять, чеканить ([[μέγα]] [[σθένος]] Ὠκεανοῖο Hom.);<br /><b class="num">29)</b> поднимать, издавать (πολὺν κέλαδον Hom.; κραυγήν Eur.);<br /><b class="num">30)</b> готовить, приготовлять ([[δόρπον]] Hom.);<br /><b class="num">31)</b> прокладывать, открывать (κέλευθόν τινι Hom.);<br /><b class="num">32)</b> ниспосылать, давать (σῆμά τινι Hom.);<br /><b class="num">33)</b> вызывать, возбуждать (ἔριν μετ᾽ ἀμφοτέροισιν Hom.; [[γέλων]] τινί Eur.): βουλὴν ἐν στήθεσσι θεῖναί τινι Hom. внушить кому-л. план; φόβον θεῖναί τινι Hom. внушить кому-л. страх; κότον [[θέσθαι]] τινί Hom. (вос)пылать злобой к кому-л.;<br /><b class="num">34)</b> устанавливать, водворять (φιλότητα ἐν ἀμφοτέροισιν Hom.);<br /><b class="num">35)</b> med. заключать (εἰρήνην πρός τινα Polyb., Plut.; συμμαχίαν τινί Plut.);<br /><b class="num">36)</b> причинять (ἄλγεά τινι Hom.; [[πῆμα]] ἑαυτῷ Soph.; βλάβην Aesch.);<br /><b class="num">37)</b> давать, наделять, присваивать (ὄνομά τινι Hom., Plat.; [[ὄνομα]] τίθεσθαί τινι Hom., Her., Plat.);<br /><b class="num">38)</b> прилагать название, давать имя: τινὶ λίθον τίθεσθαι Plat. называть что-л. камнем (ср. 23);<br /><b class="num">39)</b> воздавать (τιμήν τινι Hom.);<br /><b class="num">40)</b> объявлять, возвещать, провозглашать ([[θεῖναι]] [[κήρυγμα]] Soph.): ὅρκον τίθεσθαι πρός τινα Polyb. давать клятву кому-л.;<br /><b class="num">41)</b> устанавливать, вводить (νόμον Soph., Plat.; νόμοι τοὺς ἄν [[σφι]] [[Σόλων]] [[θῆται]] Her.);<br /><b class="num">42)</b> назначать, определять (ἡμέραν [[θέσθαι]] Dem.): τιμωρίαι, [[αἵπερ]] καὶ [[πρόσθεν]] ἐτέθησαν Plat. (те же) наказания, которые были назначены и прежде;<br /><b class="num">43)</b> устраивать, учреждать (ἀγῶνα Xen., Plat.);<br /><b class="num">44)</b> улаживать, оканчивать (τὸν πόλεμον Thuc. - ср. 24): [[νεῖκος]] εὖ [[θέσθαι]] Soph. окончить ссору; τὸ [[σφέτερον]] ἀπρεπὲς εὖ [[θέσθαι]] Thuc. загладить свой позор.
|elrutext='''τίθημι:''' (impf. ἐτίθην, aor. 1 sing. ind. [[ἔθηκα]], aor. 2 pl. [[ἔθεμεν]], fut. [[θήσω]], pf. [[τέθεικα]], ppf. ἐτεθείκειν; praes. conjct. τιθῶ, aor. 2 conjct. θῶ; praes. opt. τιθείην, aor. 2 opt. [[θείην]]; praes. imper. [[τίθει]], aor. 2 imper. [[θές]]; praes. inf. τιθέναι, aor. 2 inf. [[θεῖναι]]; part. praes. [[τιθείς]], part. aor. 2 [[θείς]]; med.: praes. τίθεμαι, impf. ἐτιθέμην, aor. 2 [[ἐθέμην]]; praes. conjct. τιθῶμαι, praes. aor. 2 [[θῶμαι]]; praes. impf. opt. [[τιθείμην]], aor. 2 opt. θείμην; praes. imper. τίθεσο, imper. aor. 2 θοῦ; praes. inf. τίθεσθαι, aor. 2 inf. [[θέσθαι]]; part. praes. τιθέμενος, part. aor. 2 [[θέμενος]]; med.-pass.: pf. [[τέθειμαι]], ppf. ἐτεθείμην; pass.: fut. τεθήσομαι, aor. 1 [[ἐτέθην]], adj. verb. [[θετός]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> ставить, класть: κλισίην τιθήμεναί τινι Hom. поставить кресло для кого-л.; [[ἄλλοσε]] τ. Hom. ставить на другое место, передвигать; [[πόδα]] или [[ἴχνος]] τ. Aesch., Eur.; ступать, идти; [[τετράποδος]] βάσιν θηρὸς τίθεσθαι Eur. передвигаться как четвероногое животное (на четвереньках); τὰ μὲν [[ἄνω]] [[κάτω]] τ., τὰ δὲ [[κάτω]] [[ἄνω]] Her. ставить верхнее вниз, а нижнее вверх, т. е. переворачивать (все) вверх дном; ἀπάτερθέν τινος τ. Hom. выносить из чего-л.; [[θέσθαι]] τι ἐπὶ τὰ [[γόνατα]] Xen. положить что-л. себе на колени; τὰ [[ὅπλα]] τίθεσθαι Xen., Plut.; (о войске) располагаться;<br /><b class="num">2)</b> складывать ([[ἱστία]] ἐν [[νηΐ]], [[ἔναρα]] ἐς [[δίφρον]] Hom.): ἐς τὸ κοινὸν τ. τι Xen. складывать что-л. вместе (в общую массу); ἐπὶ [[κρᾶτα]] τίθεσθαι χέρα Eur. хвататься руками за голову; [[θέσθαι]] τὰ [[ὅπλα]] Diod. сложить оружие;<br /><b class="num">3)</b> переносить, перемещать (τινὰ ἑν Λυκίης δήμῳ Hom.; τινὰ εἰς ἐρημίαν Plat.);<br /><b class="num">4)</b> вкладывать, (от)давать (τι [[χερσί]] τινι или ἐν [[χερσί]] τινος Hom.): εἰς χεῖρά τινος δεξιὰν τ. Soph. подавать кому-л. правую руку;<br /><b class="num">5)</b> ставить, воздвигать, водружать (στήλας ἐν γαίῃ Hom.): οἰκίας τίθεσθαι Hom. строить себе дома, селиться;<br /><b class="num">6)</b> вкладывать: ἐς ταφὰς и ἐν τάφῳ τ. Soph. хоронить; ψήφους ἐς [[τεῦχος]] τ. Aesch. опускать голоса в урну; ψῆφον ἐπί τινι [[θέσθαι]] Eur. подать голос за что-л.; σὺν τῷ νόμῳ τὴν ψῆφον τίθεσθαι Xen. подавать свой голос в соответствии с законом;<br /><b class="num">7)</b> хоронить, предавать погребению (τὰ [[ὀστᾶ]] Hom., Thuc.): οἱ τιθέμενοι Plat. погребаемые, т. е. почившие; τάφον [[θέσθαι]] τινός Soph. озаботиться погребением кого-л.;<br /><b class="num">8)</b> подавать голос, голосовать: τίθεσθαί τινι Dem. и [[μετά]] τινος Aesch. голосовать за кого-л.; [[ταύτῃ]] ([[varia lectio|v.l.]] ταύτην) γνώμην τίθεσθαι Soph., Arph.; присоединяться к тому же мнению; οὔ σοι βουλοίμην ἂν [[ἐναντία]] τίθεσθαι Plat. я не собираюсь возражать тебе;<br /><b class="num">9)</b> возлагать, надевать (κυνέην ἐπὶ [[κρατί]] Hom.; στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις Eur.): [[τιθήμενος]] [[ἔντεα]] Hom. одетый в доспехи; τίθεσθαι τὰ [[ὅπλα]] [[παρά]] τινα и [[μετά]] τινος Thuc. переходить с оружием на чью-л. сторону; [[θέσθαι]] τὰ [[ὅπλα]] πρός τινος Plat. и [[ὑπέρ]] τινος Dem. взяться за оружие в защиту кого-л., т. е. стать на чью-л. сторону; [[ὅπλα]] ἱππικὰ τίθεσθαι Plat. служить в коннице; οἱ τὴν ἀσπίδα τιθέμενοι Plat. щитоносцы, т. е. гоплиты;<br /><b class="num">10)</b> устанавливать, отмечать, обозначать (τέρματα Hom.);<br /><b class="num">11)</b> назначать, предлагать (ἆθλα Thuc., Plat.): ἐς μέσσον τ. τί τινι Hom. предлагать что-л. кому-л. (в возмещение); назначать в награду ([[δέπας]] Hom.): τὰ τιθέμενα Dem. назначенные награды;<br /><b class="num">12)</b> прилагать, проявлять: σπουδὴν [[θέσθαι]] Soph. проявить усердие; πόνον [[πλέον]] [[τίθου]] Aesch. приложи побольше усилий; πρόνοιαν [[θέσθαι]] Soph. проявить благоразумие;<br /><b class="num">13)</b> приносить (в дар), посвящать (ἀσπίδας θεοῖς Eur.);<br /><b class="num">14)</b> сажать (τὰ φυτά Xen.);<br /><b class="num">15)</b> убирать или укрывать, прятать (χρήματα μυχῷ ἄντρου Hom.): τὰ τῶν [[φίλων]] [[ἀσφαλῶς]] τ. Xen. хранить имущество друзей в безопасном месте;<br /><b class="num">16)</b> выставлять, представлять: [[βούλομαι]] [[ὑμῖν]] εἰς τὸ [[μέσον]] αὐτὸ [[θεῖναι]] Plat. я хочу это вам представить в ясном виде (разъяснить);<br /><b class="num">17)</b> сдавать на хранение, вкладывать ([[ἀργύριον]] Plat.);<br /><b class="num">18)</b> вносить, платить, уплачивать (τὰς εἰσφορας Dem.): [[θεῖναι]] [[ἐνέχυρον]] Dem. внести (в) залог; πρόπαντος ἐγγύην [[θέσθαι]] χρόνου Aesch. дать ручательство на вечные времена;<br /><b class="num">19)</b> вносить в залог (τι Arph.): τὰ τεθέντα Dem. залог;<br /><b class="num">20)</b> оказывать ([[χάριν]] τινί Her., Aesch.): [[χάριτα]] τίθεσθαί τινι Her. заслужить чью-л. благодарность;<br /><b class="num">21)</b> полагать, возлагать (τὴν ἐλπίδα ἔν τινι τ. Plut.);<br /><b class="num">22)</b> вносить, заносить, вписывать (ἐν στήλῃ Plat.): τὰ ἐν γράμμασι τεθέντα Plat. писаные законы;<br /><b class="num">23)</b> превращать, делать, тж. избирать (τὴν ἔθηκαν Ἀθηναίης ἱέρειαν Hom.): τινὰ ἄλοχόν τινι θήσειν Hom. сделать кого-л. чьей-л. женой; [[θέσθαι]] τινὰ γυναῖκα Hom. жениться на ком-л.; [[θέσθαι]] τινὰ πόσιν αὑτᾷ Aesch. выйти за кого-л. замуж; θεῖναί τινα λίθον Hom. превратить кого-л. в камень; ἀΰπνους τινὰς [[θεῖναι]] Hom. прервать чей-л. сон; υἱὸν [[θέσθαι]] τινά Plat. усыновить кого-л.; θέμενός τινα Plut. усыновив кого-л.; ἀνάπυστον θεῖναί τί τινι Hom. открыть кому-л. что-л.; θεῖναί τινα ἐρᾶν τι Eur. внушить кому-л. стремление к чему-л.; σχολὴν τ. Aesch. откладывать, медлить; τοὺς πιστοὺς τίθεσθαι ἑαυτῷ Xen. приобретать себе верных друзей; [[θέσθαι]] τινὰ μάρτυρα Aesch. выставить кого-л. свидетелем; γέλωτα [[θέσθαι]] τινά Her. поднять кого-л. на смех;<br /><b class="num">24)</b> устраивать, упорядочивать, налаживать ([[οὕτω]] [[νῦν]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] θείη! Hom.): [[τέλος]] [[καλῶς]] [[θεῖναι]] Soph. обеспечить благополучный исход; θέντων [[θεῶν]] Plat. по произволению богов; ἀγορὴν [[θέσθαι]] Hom. устроить собрание; [[θέσθαι]] γάμον ἑαυτῷ Pind. вступить в брак; εὖ [[θέσθαι]] τὰ [[ἴδια]] Thuc. или τὰ οἰκεῖα Plat. хорошо устроить свои личные дела; [[θέσθαι]] τὸν πόλεμον Thuc. повести войну (ср. 44); [[θέσθαι]] μάχην Hom., Plut.; дать сражение;<br /><b class="num">25)</b> полагать, считать, допускать: τί τι τ. Soph. и τι ἔν τινι τίθεσθαι Soph., Eur., Plut.; считать что-л. чем-л.; τ. τι ὡς ἀληθῆ [[ὄντα]] Plat. считать что-л. истинным; εὐτυχίαν [[ἑαυτοῦ]] [[θέσθαι]] τι Luc. счесть что-л. счастьем для себя; θῶμεν Plat. (пред)положим, допустим; [[οὐδαμοῦ]] τ. τι Eur., ἐν οὐδενὶ λόγῳ и ἐς οὐδένα λόγον τίθεσθαι Plut. ни во что не ставить что-л.; [[πρόσθεν]] τινὸς τ. τι Eur. предпочитать что-л. чему-л.; [[δεύτερον]] τίθεσθαί τί τινος Diod. ставить что-л. на второй план после чего-л.;<br /><b class="num">26)</b> помещать, относить, причислять, включать (ἐν τοῖς φίλοις τ. τινα Xen.): [[τοῦτο]] [[ποτέρωσε]] θετέον; Xen. к какой категории это отнести?; [[ποῦ]] χρὴ τίθεσθαι [[ταῦτα]]; Soph. что подумать об этом?; τ. τί τινος Plat. включать что-л. в состав чего-л.;<br /><b class="num">27)</b> приписывать, вменять: ἐν αἰτίῃσι τ. τινά Her. считать кого-л. виновником; τῆς ἀμελείας τινὸς τ. τι Dem. приписывать что-л. чьей-л. беспечности;<br /><b class="num">28)</b> изображать, представлять, чеканить ([[μέγα]] [[σθένος]] Ὠκεανοῖο Hom.);<br /><b class="num">29)</b> поднимать, издавать (πολὺν κέλαδον Hom.; κραυγήν Eur.);<br /><b class="num">30)</b> готовить, приготовлять ([[δόρπον]] Hom.);<br /><b class="num">31)</b> прокладывать, открывать (κέλευθόν τινι Hom.);<br /><b class="num">32)</b> ниспосылать, давать (σῆμά τινι Hom.);<br /><b class="num">33)</b> вызывать, возбуждать (ἔριν μετ᾽ ἀμφοτέροισιν Hom.; [[γέλων]] τινί Eur.): βουλὴν ἐν στήθεσσι θεῖναί τινι Hom. внушить кому-л. план; φόβον θεῖναί τινι Hom. внушить кому-л. страх; κότον [[θέσθαι]] τινί Hom. (вос)пылать злобой к кому-л.;<br /><b class="num">34)</b> устанавливать, водворять (φιλότητα ἐν ἀμφοτέροισιν Hom.);<br /><b class="num">35)</b> med. заключать (εἰρήνην πρός τινα Polyb., Plut.; συμμαχίαν τινί Plut.);<br /><b class="num">36)</b> причинять (ἄλγεά τινι Hom.; [[πῆμα]] ἑαυτῷ Soph.; βλάβην Aesch.);<br /><b class="num">37)</b> давать, наделять, присваивать (ὄνομά τινι Hom., Plat.; [[ὄνομα]] τίθεσθαί τινι Hom., Her., Plat.);<br /><b class="num">38)</b> прилагать название, давать имя: τινὶ λίθον τίθεσθαι Plat. называть что-л. камнем (ср. 23);<br /><b class="num">39)</b> воздавать (τιμήν τινι Hom.);<br /><b class="num">40)</b> объявлять, возвещать, провозглашать ([[θεῖναι]] [[κήρυγμα]] Soph.): ὅρκον τίθεσθαι πρός τινα Polyb. давать клятву кому-л.;<br /><b class="num">41)</b> устанавливать, вводить (νόμον Soph., Plat.; νόμοι τοὺς ἄν [[σφι]] [[Σόλων]] [[θῆται]] Her.);<br /><b class="num">42)</b> назначать, определять (ἡμέραν [[θέσθαι]] Dem.): τιμωρίαι, [[αἵπερ]] καὶ [[πρόσθεν]] ἐτέθησαν Plat. (те же) наказания, которые были назначены и прежде;<br /><b class="num">43)</b> устраивать, учреждать (ἀγῶνα Xen., Plat.);<br /><b class="num">44)</b> улаживать, оканчивать (τὸν πόλεμον Thuc. - ср. 24): [[νεῖκος]] εὖ [[θέσθαι]] Soph. окончить ссору; τὸ [[σφέτερον]] ἀπρεπὲς εὖ [[θέσθαι]] Thuc. загладить свой позор.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from Root !θε]<br />A. in [[local]] [[sense]], to set, put, [[place]], Hom., etc.:—in [[attic]], [[πόδα]] τ. to [[plant]] the [[foot]], i. e. [[walk]], run, Aesch.; [[τετράποδος]] βάσιν θηρὸς τίθεσθαι, i. e. to go on all fours, Eur.: θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν to put it in his hands, Il.; ἐς χεῖρά τινος [[into]] his [[hand]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> [[θέσθαι]] τὴν ψῆφον to lay one's voting-[[pebble]] on the [[altar]], put it [[into]] the urn, Aesch.; so, τίθεσθαι τὴν γνώμην to [[give]] one's [[opinion]], Hdt.; and τίθεσθαι absol. to [[vote]], Soph.<br /><b class="num">3.</b> θεῖναί τινί τι ἐν φρεσί, ἐν στήθεσσι to put or [[plant]] it in his [[heart]], Hom.; ἐν στήθεσσι [[τιθεῖ]] νόον Il., etc.: Mid., [[θέσθαι]] θυμὸν ἐν στήθεσσι to lay up [[wrath]] in one's [[heart]], Il.; [[θέσθαι]] τινὶ κότον to [[harbour]] [[enmity]] [[against]] him, Il.<br /><b class="num">4.</b> to [[deposit]], as in a [[bank]], Hdt., Xen.; also, ἐγγύην [[θέσθαι]] Aesch.:—Pass., τὰ τεθέντα the deposits, Dem.:—metaph., [[χάριν]] or [[χάριτα]] [[θέσθαι]] τινί to [[deposit]] a [[claim]] for [[favour]] with one, to lay an [[obligation]] on one, Hdt., etc.<br /><b class="num">5.</b> to pay [[down]], pay, Dem.<br /><b class="num">6.</b> to [[place]] to [[account]], put [[down]], [[reckon]], in rationes referre, Dem.<br /><b class="num">7.</b> in [[military]] [[language]], τίθεσθαι τὰ ὅπλα has [[three]] senses,<br />a. to [[pile]] [[arms]], as in a [[camp]], to [[bivouac]], Thuc.:—[[hence]], to [[take]] up a [[position]], [[draw]] up in [[order]] of [[battle]], Hdt., etc.<br />b. to lay [[down]] one's [[arms]], [[surrender]], Xen.; so, πόλεμον [[θέσθαι]] to [[settle]], end it, Thuc.<br />c. εὖ [[θέσθαι]] ὅπλα to [[keep]] one's [[arms]] in [[good]] [[order]], Xen.; like εὖ ἀσπίδα θέσθω, Il.<br /><b class="num">8.</b> to lay in the [[grave]], [[bury]], Il., Aesch., etc.<br /><b class="num">9.</b> τιθέναι τὰ [[γόνατα]] to [[kneel]] [[down]], NTest.<br /><b class="num">II.</b> to set up prizes in games, Lat. proponere, Il., etc.:— Pass., τὰ τιθέμενα the prizes, Dem.<br /><b class="num">2.</b> [[θεῖναι]] ἐς [[μέσον]], Lat. in [[medio]] ponere, to lay [[before]] [[people]], Hdt.; so, τ. εἰς τὸ κοινόν Xen.<br /><b class="num">3.</b> to set up ina [[temple]], to [[devote]], [[dedicate]], Hom., Eur.<br /><b class="num">III.</b> to [[assign]], [[award]], τιμήν τινι Il.:—Mid., [[ὄνομα]] [[θέσθαι]] to [[give]] a [[name]], Od., Hdt., etc.<br /><b class="num">IV.</b> τιθέναι νόμον to lay [[down]] or [[give]] a law, of a [[legislator]], Soph., etc.: Mid., of [[republican]] legislatures, to [[give]] [[oneself]] a law, make a law, Hdt., etc.:—so, [[θεῖναι]] θεσμόν Aesch.; σκῆψιν [[θεῖναι]] to [[allege]] an [[excuse]], Soph.<br /><b class="num">V.</b> to [[establish]], [[institute]], ἀγῶνα Aesch., Xen.<br /><b class="num">VI.</b> to [[ordain]], [[command]], c. acc. et inf., Xen.; γυναιξὶ σωφρονεῖν θήσει Eur.; so, with Advs., [[οὕτω]] νῦν [[Ζεὺς]] θείη so may he [[ordain]], Od.; ὣς ἄρ' ἔμελλον [[θησέμεναι]] Il.<br />B. to put in a [[certain]] [[state]], to make so and so, θεῖναί τινα αἰχμητήν, μάντιν Hom.; θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος to make her [[another]]'s [[wife]], Il.; τοῖόν με ἔθηκε [[ὅπως]] ἐθέλει has made me [[such]] as she [[will]], Od.; σῦς ἔθηκας ἑταίρους thou didst make my comrades [[swine]], Od.; ναῦν λᾶαν ἔθηκε Od.:—so, with an adj., θεῖναί τινα ἀθάνατον to make him [[immortal]], Od.; also of things, ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε [[left]] it [[unknown]], Od.:—often in Mid., γυναῖκα or ἄκοιτιν [[θέσθαι]] τινά to make her one's [[wife]], Od.; παῖδα or υἱὸν τίθεσθαί τινα, like ποιεῖσθαι, to make her one's [[child]], [[adopt]] him, Plat.<br /><b class="num">2.</b> c. inf. to make one do so and so, τιθέναι τινὰ νικῆσαι to make him [[conquer]], Pind., etc.<br /><b class="num">II.</b> in [[reference]] to [[mental]] [[action]], [[mostly]] in Mid., to lay [[down]], [[assume]], [[hold]], [[reckon]] or [[regard]] as so and so, τί δ' ἐλέγχεα [[ταῦτα]] τίθεσθε; Od.; [[εὐεργέτημα]] τ. τι Dem.<br /><b class="num">2.</b> foll. by Advs., ποῦ χρὴ τίθεσθαι [[ταῦτα]]; in [[what]] [[light]] must we [[regard]] these things? Soph.; [[οὐδαμοῦ]] τιθέναι τι to [[hold]] of no [[account]], [[nullo]] in [[numero]] habere, Eur.<br /><b class="num">3.</b> foll. by Preps., τ. τινὰ ἐν τοῖς φίλοις Xen.; τίθεσθαί τινα ἐν τιμῆι Hdt.; [[θέσθαι]] παρ' [[οὐδέν]] to set at [[naught]], Aesch., etc.<br /><b class="num">4.</b> with an inf., οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον I [[hold]] not that he lives, [[count]] him not as [[living]], Soph.<br /><b class="num">5.</b> to lay [[down]], [[assume]], Plat., etc.<br /><b class="num">III.</b> to make, [[work]], [[execute]], Lat. ponere, of an [[artist]], ἐν δ' ἐτίθει νεῖον Il.<br /><b class="num">2.</b> to make, [[cause]], [[bring]] to [[pass]], ἔργα Il.; ὀρυμαγδόν Od., etc.<br /><b class="num">3.</b> in Mid. to make for [[oneself]], [[θέσθαι]] κέλευθον to make [[oneself]] a [[road]], Il.; μεγάλην ἐπιγουνίδα [[θέσθαι]] to get a [[large]] [[thigh]], Od.; [[θέσθαι]] πόνον to [[work]] [[oneself]] [[annoy]], Aesch.<br /><b class="num">4.</b> periphr. for a [[single]] Verb. σκέδασιν [[θεῖναι]] = σκεδάσαι, to make a scattering, Od.; so in Mid., [[θέσθαι]] μάχην for μάχεσθαι, Il.; σπουδήν, πρόνοιαν [[θέσθαι]] Soph.<br /><b class="num">IV.</b> εὖ [[θέσθαι]] to [[settle]], [[arrange]], or [[manage]] well, τὰ [[σεωυτοῦ]] Hdt.; τὸ [[παρόν]] Thuc.:—also, [[καλῶς]] [[θεῖναι]] or [[θέσθαι]] Soph., Eur.; εὖ [[θέσθαι]] Soph.
|mdlsjtxt=[from Root !θε]<br />A. in [[local]] [[sense]], to set, put, [[place]], Hom., etc.:—in [[attic]], [[πόδα]] τ. to [[plant]] the [[foot]], i. e. [[walk]], run, Aesch.; [[τετράποδος]] βάσιν θηρὸς τίθεσθαι, i. e. to go on all fours, Eur.: θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν to put it in his hands, Il.; ἐς χεῖρά τινος [[into]] his [[hand]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> [[θέσθαι]] τὴν ψῆφον to lay one's voting-[[pebble]] on the [[altar]], put it [[into]] the urn, Aesch.; so, τίθεσθαι τὴν γνώμην to [[give]] one's [[opinion]], Hdt.; and τίθεσθαι absol. to [[vote]], Soph.<br /><b class="num">3.</b> θεῖναί τινί τι ἐν φρεσί, ἐν στήθεσσι to put or [[plant]] it in his [[heart]], Hom.; ἐν στήθεσσι [[τιθεῖ]] νόον Il., etc.: Mid., [[θέσθαι]] θυμὸν ἐν στήθεσσι to lay up [[wrath]] in one's [[heart]], Il.; [[θέσθαι]] τινὶ κότον to [[harbour]] [[enmity]] [[against]] him, Il.<br /><b class="num">4.</b> to [[deposit]], as in a [[bank]], Hdt., Xen.; also, ἐγγύην [[θέσθαι]] Aesch.:—Pass., τὰ τεθέντα the deposits, Dem.:—metaph., [[χάριν]] or [[χάριτα]] [[θέσθαι]] τινί to [[deposit]] a [[claim]] for [[favour]] with one, to lay an [[obligation]] on one, Hdt., etc.<br /><b class="num">5.</b> to pay [[down]], pay, Dem.<br /><b class="num">6.</b> to [[place]] to [[account]], put [[down]], [[reckon]], in rationes referre, Dem.<br /><b class="num">7.</b> in [[military]] [[language]], τίθεσθαι τὰ ὅπλα has [[three]] senses,<br />a. to [[pile]] [[arms]], as in a [[camp]], to [[bivouac]], Thuc.:—[[hence]], to [[take]] up a [[position]], [[draw]] up in [[order]] of [[battle]], Hdt., etc.<br />b. to lay [[down]] one's [[arms]], [[surrender]], Xen.; so, πόλεμον [[θέσθαι]] to [[settle]], end it, Thuc.<br />c. εὖ [[θέσθαι]] ὅπλα to [[keep]] one's [[arms]] in [[good]] [[order]], Xen.; like εὖ ἀσπίδα θέσθω, Il.<br /><b class="num">8.</b> to lay in the [[grave]], [[bury]], Il., Aesch., etc.<br /><b class="num">9.</b> τιθέναι τὰ [[γόνατα]] to [[kneel]] [[down]], NTest.<br /><b class="num">II.</b> to set up prizes in games, Lat. proponere, Il., etc.:— Pass., τὰ τιθέμενα the prizes, Dem.<br /><b class="num">2.</b> [[θεῖναι]] ἐς [[μέσον]], Lat. in [[medio]] ponere, to lay [[before]] [[people]], Hdt.; so, τ. εἰς τὸ κοινόν Xen.<br /><b class="num">3.</b> to set up ina [[temple]], to [[devote]], [[dedicate]], Hom., Eur.<br /><b class="num">III.</b> to [[assign]], [[award]], τιμήν τινι Il.:—Mid., [[ὄνομα]] [[θέσθαι]] to [[give]] a [[name]], Od., Hdt., etc.<br /><b class="num">IV.</b> τιθέναι νόμον to lay [[down]] or [[give]] a law, of a [[legislator]], Soph., etc.: Mid., of [[republican]] legislatures, to [[give]] [[oneself]] a law, make a law, Hdt., etc.:—so, [[θεῖναι]] θεσμόν Aesch.; σκῆψιν [[θεῖναι]] to [[allege]] an [[excuse]], Soph.<br /><b class="num">V.</b> to [[establish]], [[institute]], ἀγῶνα Aesch., Xen.<br /><b class="num">VI.</b> to [[ordain]], [[command]], c. acc. et inf., Xen.; γυναιξὶ σωφρονεῖν θήσει Eur.; so, with Advs., [[οὕτω]] νῦν [[Ζεύς|Ζεὺς]] θείη so may he [[ordain]], Od.; ὣς ἄρ' ἔμελλον [[θησέμεναι]] Il.<br />B. to put in a [[certain]] [[state]], to make so and so, θεῖναί τινα αἰχμητήν, μάντιν Hom.; θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος to make her [[another]]'s [[wife]], Il.; τοῖόν με ἔθηκε [[ὅπως]] ἐθέλει has made me [[such]] as she [[will]], Od.; σῦς ἔθηκας ἑταίρους thou didst make my comrades [[swine]], Od.; ναῦν λᾶαν ἔθηκε Od.:—so, with an adj., θεῖναί τινα ἀθάνατον to make him [[immortal]], Od.; also of things, ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε [[left]] it [[unknown]], Od.:—often in Mid., γυναῖκα or ἄκοιτιν [[θέσθαι]] τινά to make her one's [[wife]], Od.; παῖδα or υἱὸν τίθεσθαί τινα, like ποιεῖσθαι, to make her one's [[child]], [[adopt]] him, Plat.<br /><b class="num">2.</b> c. inf. to make one do so and so, τιθέναι τινὰ νικῆσαι to make him [[conquer]], Pind., etc.<br /><b class="num">II.</b> in [[reference]] to [[mental]] [[action]], [[mostly]] in Mid., to lay [[down]], [[assume]], [[hold]], [[reckon]] or [[regard]] as so and so, τί δ' ἐλέγχεα [[ταῦτα]] τίθεσθε; Od.; [[εὐεργέτημα]] τ. τι Dem.<br /><b class="num">2.</b> foll. by Advs., ποῦ χρὴ τίθεσθαι [[ταῦτα]]; in [[what]] [[light]] must we [[regard]] these things? Soph.; [[οὐδαμοῦ]] τιθέναι τι to [[hold]] of no [[account]], [[nullo]] in [[numero]] habere, Eur.<br /><b class="num">3.</b> foll. by Preps., τ. τινὰ ἐν τοῖς φίλοις Xen.; τίθεσθαί τινα ἐν τιμῆι Hdt.; [[θέσθαι]] παρ' [[οὐδέν]] to set at [[naught]], Aesch., etc.<br /><b class="num">4.</b> with an inf., οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον I [[hold]] not that he lives, [[count]] him not as [[living]], Soph.<br /><b class="num">5.</b> to lay [[down]], [[assume]], Plat., etc.<br /><b class="num">III.</b> to make, [[work]], [[execute]], Lat. ponere, of an [[artist]], ἐν δ' ἐτίθει νεῖον Il.<br /><b class="num">2.</b> to make, [[cause]], [[bring]] to [[pass]], ἔργα Il.; ὀρυμαγδόν Od., etc.<br /><b class="num">3.</b> in Mid. to make for [[oneself]], [[θέσθαι]] κέλευθον to make [[oneself]] a [[road]], Il.; μεγάλην ἐπιγουνίδα [[θέσθαι]] to get a [[large]] [[thigh]], Od.; [[θέσθαι]] πόνον to [[work]] [[oneself]] [[annoy]], Aesch.<br /><b class="num">4.</b> periphr. for a [[single]] Verb. σκέδασιν [[θεῖναι]] = σκεδάσαι, to make a scattering, Od.; so in Mid., [[θέσθαι]] μάχην for μάχεσθαι, Il.; σπουδήν, πρόνοιαν [[θέσθαι]] Soph.<br /><b class="num">IV.</b> εὖ [[θέσθαι]] to [[settle]], [[arrange]], or [[manage]] well, τὰ [[σεωυτοῦ]] Hdt.; τὸ [[παρόν]] Thuc.:—also, [[καλῶς]] [[θεῖναι]] or [[θέσθαι]] Soph., Eur.; εὖ [[θέσθαι]] Soph.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe