3,274,919
edits
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύναμαι''': ἀποθ.· κλίνεται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. κατὰ τὸ ἵσταμαι· β΄ ἑνικ. δύνασαι Ἰλ. Α. 393, Ὀδ. Δ. 374, Σοφ. Αἴ. 1164 (ἐν ἀναπαιστ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 811 (ἐν χοριαμβ.), Ξεν. Ἀν. 7. 7, 8, κτλ., ἀλλ’ ἐν τῇ παλαιᾷ Ἀτθίδι καὶ δύνᾳ Σοφ. Φ. 798, Εὐρ. Ἑκ. 253, Ἀνδρ. 239· Ἰων. δύνῃ, [[ὅπερ]] χρησιμεύει [[ὡσαύτως]] ὡς ὑποτακτ. παρὰ τοῖς δοκίμοις, Πόρσ. Ἑκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Ἰων. γ΄ πληθ. δυνέαται Ἡρόδ.· ὑποτακτ. δύνωμαι, Ἰων. β΄ ἑνικ. δύνηαι Ἰλ. Ζ. 229· παρατ. β΄ ἑνικ. ἐδύνω Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 405, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 7· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐδυνέατο Ἡρόδ.· ― μέλλ. δυνήσομαι Ἰλ., Ἀττ.· Δωρ. δυνᾱσοῦμαι Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. Ἀνθ. 46, 61· μεταγεν. [[ὡσαύτως]] δυνηθήσομαι Δίων Κ., δεδυνήσομαι Σώπατ. ἐν Walz Ρήτ. 8. σ. 97· ― ἀόρ. ἐδυνησάμην Ἰλ. Ξ. 33, Ἐπικ. δυν- Ε. 621, κτλ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. ([[ἐπειδὴ]] τὸ τοῦ Δημ. 445. 1 ἔχει διορθωθῆ ἐκ χφων)· ὁ παθ. [[τύπος]] ἐδυνάσθην. Ἐπ. δυνάσθην, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡροδ. ([[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 24, Ἀν. 7. 6, 20, κτλ.), ὁ δὲ αὐστηρῶς Ἀττ. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐδυνήθην Σοφ. Αἴ. 1067, Ο. Τ. 1212, Εὐρ. Ἴωνι 867, Δημ. 540. 25., 574. 28· ― πρκμ. δεδύνημαι Δείναρχ. 106. 35, Δημ. 48. 16· ― ῥημ. ἐπίθ. [[δυνατός]]. ― Ἡ [[διπλῆ]] [[αὔξησις]] ἠδυνάμην, ἠδυνήθην ἀπαντᾷ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. καὶ πολλῶν Ἀττ. συγγραφέων καὶ [[ἐνίοτε]] ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου, ἠδύνω Φιλιππίδ. Συμπλ. 1, ἠδυνήθην Αἰσχύλ. Πρ. 206. Ἐν ταῖς ἀττικ. ἐπιγρ. ἡ [[αὔξησις]] τοῦ [[δύναμαι]] γίνεται διὰ τοῦ ε, μόνον δὲ ἀπὸ τοῦ 300 π. Χ. διὰ τοῦ η, Meisterh. σ. 169. [ῠ, πλὴν ἐν τῷ δῡναμένοιο Ὀδ. Α. 276, Λ. 414, Ἐπ. Ὁμ. 15. 1, καὶ ἐν τῷ κυρ. ὀνόματι Δῡναμένη, [[χάριν]] τοῦ μέτρου]. Ι. εἶμαι [[ἱκανός]], [[δυνατός]], ἔχω τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., καὶ ἀορ. Ὅμ., κτλ.· ἡ ἀπαρέμφ. τοῦ μέλλοντος, σπανίως ἀπαντῶσα παρὰ δοκίμοις, [[εἶναι]] πιθανῶς [[σφάλμα]] (πείσειν ἀντὶ πείθειν) ἐν Σοφ. Φ. 1394· [[ὁπόταν]] δὲ κεῖται ἀπολύτως, δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ἐννοήσωμεν ἀπαρέμφατον ἐκ τῶν συμφραζομένων, εἰ δύνασαί γε, ἐὰν τουλάχιστον δύνασαι [ἐνν. περισχέσθαι] Ἰλ. Α. 393· ὅσσον… [[δύναμαι]] χερσίν τε ποσίν τε [ἐνν. ποιεῖν τι] Ἰλ. Υ. 360· [[Ζεὺς]] δύναται ἅπαντα [ἐνν. ποιεῖν] Ὀδ. Δ. 237· οὕτω καί, μέγα δυνάμενος, [[λίαν]] ίσχυρός, [[πανίσχυρος]], Ὀδ. Α. 276, πρβλ. Λ. 414, Ἡρόδ. 9. 9, κτλ· μέγα δύναται, multun valet, Αἰσχύλ. Εὐμ. 950· δ. Διὸς ἄγχιστα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1036· οἱ δυνάμενοι, ἄνδρες ἔχοντες δύναμιν, ἰσχύν, Εὐρ. Ὀρ. 889, Θουκ. 6, 39, κτλ· δυνάμενος [[παρά]] τινι, ἔχων δύναμιν, ῥοπὴν [[παρά]] τινι, Ἡρόδ. 7. 5, Ἀνδοκ. 32. 31, κτλ· δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις Θουκ. 4. 105· δύν. χρήμασι, τῷ σώματι Λυσ. 107. 26, 168. 26· ὁ δυνάμενος, [[ὅστις]] δύναται νὰ διατηρήσῃ ἑαυτόν, ὁ αὐτ. 169. 19. 2) ἐπὶ τοῦ ἠθικῶς δυνατοῦ, εἶμαι [[ἱκανός]], τολμῶ ἢ ἀνέχομαι νὰ πράξω τι, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐδὲ τελευτὴν ποιήσειν δύναται Ὀδ. Α. 250· σε… οὐ [[δύναμαι]] προλιπεῖν Ν. 331, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 455· Βεργ. Αἰν. 9. 482, Ὁρ. ᾨδ. 3. 11. 30. 3) μετὰ τοῦ ὡς καὶ ὑπερθ., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα Θουκ. 7. 50· ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]] Πλάτ. Πολ. 367Β· ὡς δύναιτο κάλλιστον ὁ αὐτ. Συμπ. 214C· ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων Δημ. 814. 4, κτλ.· ἢ [[ἁπλῶς]], ὡς ἐδύνατο Ξεν. Ἀν. 2. 6, 2· οὕτω καὶ, ὅσους ἐδύνατο πλείστους ἁθροίσας Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 9· λαβεῖν.., οὓς ἂν σοφωτάτους δύνωμαι Ἄλεξ. Συντρ. 1. ΙΙ. ἰσοδυναμῶ, [[λογίζομαι]] ἢ εἶμαι [[ἰσοδύναμος]] [[πρός]] τι, «περνῶ ὡς…», καὶ [[ταῦτα]], 1) ἐπὶ νομισμάτων, ἀξίζω, ἰσοδυναμῶ πρὸς…, μετ’ αἰτ. ὁ [[σίγλος]] δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, πρβλ. Δημ. 914. 11· ἀπολ., [[ἰσχύω]], «περνῶ», Λουκ. Πένθ. 10. 2) ἐπὶ ἀριθμοῦ, [[ἰσοδύναμος]] εἶμαι πρὸς..., τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα Ἡρόδ. 2. 142· λόγοι ἔργα δυνάμενοι, λόγοι ἰσοδυναμοῦντες πρὸς ἔργα, Θουκ. 6. 40. 3) ἐπὶ λέξεων, [[σημαίνω]], δηλῶ, ὡς τὸ Λατ. valere ἀντὶ τοῦ significare, Ἡρόδ. 4. 110, 1 κ. ἀλλ.· ἴσον δύναται, Λατ. idem valet, ὁ αὐτ. 6. 86, 3, πρβλ. 2. 30., 4. 192, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 553· τὸ νεοδαμῶδες δύναται ἐλεύθερον [[εἶναι]] Θουκ. 7. 58· ταὐτὸν δ. Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 6·- [[ὡσαύτως]], [[τείνω]], [[χρησιμεύω]], [[ἰσχύω]] [[πρός]] τι, «[[σημαίνω]]» τι, οὐδένα καιρὸν δύναται, δὲν χρησιμεύει διὰ [[τίποτε]], δὲν ἰσχύει διὰ [[τίποτε]] Εὐρ. Μηδ. 128, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 23D· τὸ [[τριβώνιον]] τι δύναται; Ἀριστοφ. Πλ. 842· τοῦτο δύνανται αἱ ἀγγελίαι, τοῦτο σημαίνουσιν αἱ ἀγγ., τόσην σημασίαν ἔχουσι, Θουκ. 6. 36· τὴν αὐτὴν δ. δούλωσιν ὁ αὐτ. 1. 141. 4) ὡς μαθηματ. ὅρος, δύνασθαί τι, = ὑψοῦσθαι εἰς τὸ τετράγωνον καὶ ἰσοῦσθαι, τοῖς ἐπιπέδοις ἃ δύνανται Πλάτ. Θεαίτ. 148Β· αἱ δυνάμεναι αὐτά [τὰ μεγέθη] Εὐκλ. 10, Ὀρ. 11, 22· αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι, Πλάτ. Πολ. 546Β· - ἴδε ἐν λ. [[δύναμις]] V. ΙΙΙ. ἀπροσ. οὐ δύναται, μετ’ ἀπαρ. ἀορ., δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ [[εἶναι]], Valck. Ἡρόδ. 7.134., 9.45· πρβλ. [[ἐθέλω]] Ι. 2. | |lstext='''δύναμαι''': ἀποθ.· κλίνεται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. κατὰ τὸ ἵσταμαι· β΄ ἑνικ. δύνασαι Ἰλ. Α. 393, Ὀδ. Δ. 374, Σοφ. Αἴ. 1164 (ἐν ἀναπαιστ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 811 (ἐν χοριαμβ.), Ξεν. Ἀν. 7. 7, 8, κτλ., ἀλλ’ ἐν τῇ παλαιᾷ Ἀτθίδι καὶ δύνᾳ Σοφ. Φ. 798, Εὐρ. Ἑκ. 253, Ἀνδρ. 239· Ἰων. δύνῃ, [[ὅπερ]] χρησιμεύει [[ὡσαύτως]] ὡς ὑποτακτ. παρὰ τοῖς δοκίμοις, Πόρσ. Ἑκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Ἰων. γ΄ πληθ. δυνέαται Ἡρόδ.· ὑποτακτ. δύνωμαι, Ἰων. β΄ ἑνικ. δύνηαι Ἰλ. Ζ. 229· παρατ. β΄ ἑνικ. ἐδύνω Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 405, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 7· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐδυνέατο Ἡρόδ.· ― μέλλ. δυνήσομαι Ἰλ., Ἀττ.· Δωρ. δυνᾱσοῦμαι Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. Ἀνθ. 46, 61· μεταγεν. [[ὡσαύτως]] δυνηθήσομαι Δίων Κ., δεδυνήσομαι Σώπατ. ἐν Walz Ρήτ. 8. σ. 97· ― ἀόρ. ἐδυνησάμην Ἰλ. Ξ. 33, Ἐπικ. δυν- Ε. 621, κτλ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. ([[ἐπειδὴ]] τὸ τοῦ Δημ. 445. 1 ἔχει διορθωθῆ ἐκ χφων)· ὁ παθ. [[τύπος]] ἐδυνάσθην. Ἐπ. δυνάσθην, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡροδ. ([[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 24, Ἀν. 7. 6, 20, κτλ.), ὁ δὲ αὐστηρῶς Ἀττ. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐδυνήθην Σοφ. Αἴ. 1067, Ο. Τ. 1212, Εὐρ. Ἴωνι 867, Δημ. 540. 25., 574. 28· ― πρκμ. δεδύνημαι Δείναρχ. 106. 35, Δημ. 48. 16· ― ῥημ. ἐπίθ. [[δυνατός]]. ― Ἡ [[διπλῆ]] [[αὔξησις]] ἠδυνάμην, ἠδυνήθην ἀπαντᾷ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. καὶ πολλῶν Ἀττ. συγγραφέων καὶ [[ἐνίοτε]] ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου, ἠδύνω Φιλιππίδ. Συμπλ. 1, ἠδυνήθην Αἰσχύλ. Πρ. 206. Ἐν ταῖς ἀττικ. ἐπιγρ. ἡ [[αὔξησις]] τοῦ [[δύναμαι]] γίνεται διὰ τοῦ ε, μόνον δὲ ἀπὸ τοῦ 300 π. Χ. διὰ τοῦ η, Meisterh. σ. 169. [ῠ, πλὴν ἐν τῷ δῡναμένοιο Ὀδ. Α. 276, Λ. 414, Ἐπ. Ὁμ. 15. 1, καὶ ἐν τῷ κυρ. ὀνόματι Δῡναμένη, [[χάριν]] τοῦ μέτρου]. Ι. εἶμαι [[ἱκανός]], [[δυνατός]], ἔχω τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., καὶ ἀορ. Ὅμ., κτλ.· ἡ ἀπαρέμφ. τοῦ μέλλοντος, σπανίως ἀπαντῶσα παρὰ δοκίμοις, [[εἶναι]] πιθανῶς [[σφάλμα]] (πείσειν ἀντὶ πείθειν) ἐν Σοφ. Φ. 1394· [[ὁπόταν]] δὲ κεῖται ἀπολύτως, δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ἐννοήσωμεν ἀπαρέμφατον ἐκ τῶν συμφραζομένων, εἰ δύνασαί γε, ἐὰν τουλάχιστον δύνασαι [ἐνν. περισχέσθαι] Ἰλ. Α. 393· ὅσσον… [[δύναμαι]] χερσίν τε ποσίν τε [ἐνν. ποιεῖν τι] Ἰλ. Υ. 360· [[Ζεύς|Ζεὺς]] δύναται ἅπαντα [ἐνν. ποιεῖν] Ὀδ. Δ. 237· οὕτω καί, μέγα δυνάμενος, [[λίαν]] ίσχυρός, [[πανίσχυρος]], Ὀδ. Α. 276, πρβλ. Λ. 414, Ἡρόδ. 9. 9, κτλ· μέγα δύναται, multun valet, Αἰσχύλ. Εὐμ. 950· δ. Διὸς ἄγχιστα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1036· οἱ δυνάμενοι, ἄνδρες ἔχοντες δύναμιν, ἰσχύν, Εὐρ. Ὀρ. 889, Θουκ. 6, 39, κτλ· δυνάμενος [[παρά]] τινι, ἔχων δύναμιν, ῥοπὴν [[παρά]] τινι, Ἡρόδ. 7. 5, Ἀνδοκ. 32. 31, κτλ· δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις Θουκ. 4. 105· δύν. χρήμασι, τῷ σώματι Λυσ. 107. 26, 168. 26· ὁ δυνάμενος, [[ὅστις]] δύναται νὰ διατηρήσῃ ἑαυτόν, ὁ αὐτ. 169. 19. 2) ἐπὶ τοῦ ἠθικῶς δυνατοῦ, εἶμαι [[ἱκανός]], τολμῶ ἢ ἀνέχομαι νὰ πράξω τι, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐδὲ τελευτὴν ποιήσειν δύναται Ὀδ. Α. 250· σε… οὐ [[δύναμαι]] προλιπεῖν Ν. 331, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 455· Βεργ. Αἰν. 9. 482, Ὁρ. ᾨδ. 3. 11. 30. 3) μετὰ τοῦ ὡς καὶ ὑπερθ., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα Θουκ. 7. 50· ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]] Πλάτ. Πολ. 367Β· ὡς δύναιτο κάλλιστον ὁ αὐτ. Συμπ. 214C· ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων Δημ. 814. 4, κτλ.· ἢ [[ἁπλῶς]], ὡς ἐδύνατο Ξεν. Ἀν. 2. 6, 2· οὕτω καὶ, ὅσους ἐδύνατο πλείστους ἁθροίσας Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 9· λαβεῖν.., οὓς ἂν σοφωτάτους δύνωμαι Ἄλεξ. Συντρ. 1. ΙΙ. ἰσοδυναμῶ, [[λογίζομαι]] ἢ εἶμαι [[ἰσοδύναμος]] [[πρός]] τι, «περνῶ ὡς…», καὶ [[ταῦτα]], 1) ἐπὶ νομισμάτων, ἀξίζω, ἰσοδυναμῶ πρὸς…, μετ’ αἰτ. ὁ [[σίγλος]] δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, πρβλ. Δημ. 914. 11· ἀπολ., [[ἰσχύω]], «περνῶ», Λουκ. Πένθ. 10. 2) ἐπὶ ἀριθμοῦ, [[ἰσοδύναμος]] εἶμαι πρὸς..., τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα Ἡρόδ. 2. 142· λόγοι ἔργα δυνάμενοι, λόγοι ἰσοδυναμοῦντες πρὸς ἔργα, Θουκ. 6. 40. 3) ἐπὶ λέξεων, [[σημαίνω]], δηλῶ, ὡς τὸ Λατ. valere ἀντὶ τοῦ significare, Ἡρόδ. 4. 110, 1 κ. ἀλλ.· ἴσον δύναται, Λατ. idem valet, ὁ αὐτ. 6. 86, 3, πρβλ. 2. 30., 4. 192, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 553· τὸ νεοδαμῶδες δύναται ἐλεύθερον [[εἶναι]] Θουκ. 7. 58· ταὐτὸν δ. Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 6·- [[ὡσαύτως]], [[τείνω]], [[χρησιμεύω]], [[ἰσχύω]] [[πρός]] τι, «[[σημαίνω]]» τι, οὐδένα καιρὸν δύναται, δὲν χρησιμεύει διὰ [[τίποτε]], δὲν ἰσχύει διὰ [[τίποτε]] Εὐρ. Μηδ. 128, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 23D· τὸ [[τριβώνιον]] τι δύναται; Ἀριστοφ. Πλ. 842· τοῦτο δύνανται αἱ ἀγγελίαι, τοῦτο σημαίνουσιν αἱ ἀγγ., τόσην σημασίαν ἔχουσι, Θουκ. 6. 36· τὴν αὐτὴν δ. δούλωσιν ὁ αὐτ. 1. 141. 4) ὡς μαθηματ. ὅρος, δύνασθαί τι, = ὑψοῦσθαι εἰς τὸ τετράγωνον καὶ ἰσοῦσθαι, τοῖς ἐπιπέδοις ἃ δύνανται Πλάτ. Θεαίτ. 148Β· αἱ δυνάμεναι αὐτά [τὰ μεγέθη] Εὐκλ. 10, Ὀρ. 11, 22· αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι, Πλάτ. Πολ. 546Β· - ἴδε ἐν λ. [[δύναμις]] V. ΙΙΙ. ἀπροσ. οὐ δύναται, μετ’ ἀπαρ. ἀορ., δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ [[εἶναι]], Valck. Ἡρόδ. 7.134., 9.45· πρβλ. [[ἐθέλω]] Ι. 2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύνᾰμαι:''' αποθ., [[κλίση]] σε ενεστ. και παρατ. όπως το [[ἵσταμαι]]· βʹ ενικ. [[δύνασαι]], Αττ. [[δύνᾳ]]· Ιων. [[δύνῃ]]· Ιων. γʹ πληθ. [[δυνέαται]]· υποτ. <i>δύνωμαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>δύνησι</i>, Αττ. [[δύνῃ]]· βʹ ενικ. παρατ. [[ἐδύνω]], Ιων. γʹ πληθ. [[ἐδυνέατο]], μέλ. [[δυνήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδυνησάμην</i>, Επικ. [[δυνησάμην]], επίσης <i>ἐδυνάσθην</i>, Επικ. <i>δυνάσθην</i>, στην Αττ. [[ἐδυνήθην]], παρακ. [[δεδύνημαι]]. Ο αόρ. αʹ έχει επίσης [[διπλή]] [[αύξηση]], [[ἠδυνάμην]], [[ἠδυνήθην]].<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μπορώ]], είμαι [[ικανός]], [[δυνατός]], έχω τη [[δύναμη]] να κάνω, με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[αλλά]] το απαρ. [[συχνά]] παραλείπεται, [[Ζεὺς]] δύναται ἅπαντα (ενν. <i>ποιεῖν</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως επίσης, [[μέγα]] δυνάμενος, [[πολύ]] [[δυνατός]], [[πανίσχυρος]], στο ίδ.· <i>οἱ δυνάμενοι</i>, άνδρες που έχουν [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Ευρ., Θουκ.· δυνάμενος [[παρά]] τινι, έχοντας [[δύναμη]], [[επιρροή]] με αυτόν, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι σε [[θέση]], δηλ. [[τολμώ]] ή [[αντέχω]] να κάνω [[κάτι]], <i>οὐδὲ ποιήσειν δύναται</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[οὐκέτι]] ἐδύνατο βιοτεύειν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με το <i>ὡς</i> και υπερθ., <i>ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα</i>, όσο πιο [[κρυφά]], όσο πιο [[μυστικά]] μπορούσαν, στον ίδ.· ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]], όσο το δυνατόν περισσότερο [[μπορώ]], σε Πλάτ.· ή [[απλώς]], <i>ὡς ἐδύνατο</i>, με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ισοδυναμώ]], [[λογίζομαι]], θεωρούμαι, δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για χρήματα, [[αξίζω]] τόσο, με αιτ., ὁ [[σίγλος]] δύναται ἑπτὰ ὀβολούς, ο [[σίγλος]] ισοδυναμεί, αξίζει [[εφτά]] οβολούς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αριθμούς, είμαι [[ισοδύναμος]] με, [[ισάξιος]] με, τριηκόσιαι γενεαὶ [[δυνέαται]] μύρια ἔτεα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για λέξεις, [[σημαίνω]], [[δηλώνω]], Λατ. valere, στον ίδ. κ.λπ.· [[ἴσον]] δύναται, Λατ. [[idem]] valet, στον ίδ.· <i>τὴν αὐτὴν δύνασθαι δουλείαν</i>, εννοώντας την [[ίδια]] [[δουλεία]], την [[σκλαβιά]], σε Θουκ.· επίσης, [[ωφελώ]], [[χρησιμεύω]], <i>οὐδένα καιρὸν δύναται</i>, δεν χρησιμεύει σε [[τίποτα]], για κανένα σκοπό, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> απρόσ., <i>οὐ δύναται</i>, με απαρ., δεν είναι δυνατόν να είναι, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''δύνᾰμαι:''' αποθ., [[κλίση]] σε ενεστ. και παρατ. όπως το [[ἵσταμαι]]· βʹ ενικ. [[δύνασαι]], Αττ. [[δύνᾳ]]· Ιων. [[δύνῃ]]· Ιων. γʹ πληθ. [[δυνέαται]]· υποτ. <i>δύνωμαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>δύνησι</i>, Αττ. [[δύνῃ]]· βʹ ενικ. παρατ. [[ἐδύνω]], Ιων. γʹ πληθ. [[ἐδυνέατο]], μέλ. [[δυνήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδυνησάμην</i>, Επικ. [[δυνησάμην]], επίσης <i>ἐδυνάσθην</i>, Επικ. <i>δυνάσθην</i>, στην Αττ. [[ἐδυνήθην]], παρακ. [[δεδύνημαι]]. Ο αόρ. αʹ έχει επίσης [[διπλή]] [[αύξηση]], [[ἠδυνάμην]], [[ἠδυνήθην]].<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μπορώ]], είμαι [[ικανός]], [[δυνατός]], έχω τη [[δύναμη]] να κάνω, με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[αλλά]] το απαρ. [[συχνά]] παραλείπεται, [[Ζεύς|Ζεὺς]] δύναται ἅπαντα (ενν. <i>ποιεῖν</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως επίσης, [[μέγα]] δυνάμενος, [[πολύ]] [[δυνατός]], [[πανίσχυρος]], στο ίδ.· <i>οἱ δυνάμενοι</i>, άνδρες που έχουν [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Ευρ., Θουκ.· δυνάμενος [[παρά]] τινι, έχοντας [[δύναμη]], [[επιρροή]] με αυτόν, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι σε [[θέση]], δηλ. [[τολμώ]] ή [[αντέχω]] να κάνω [[κάτι]], <i>οὐδὲ ποιήσειν δύναται</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[οὐκέτι]] ἐδύνατο βιοτεύειν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με το <i>ὡς</i> και υπερθ., <i>ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα</i>, όσο πιο [[κρυφά]], όσο πιο [[μυστικά]] μπορούσαν, στον ίδ.· ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]], όσο το δυνατόν περισσότερο [[μπορώ]], σε Πλάτ.· ή [[απλώς]], <i>ὡς ἐδύνατο</i>, με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ισοδυναμώ]], [[λογίζομαι]], θεωρούμαι, δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για χρήματα, [[αξίζω]] τόσο, με αιτ., ὁ [[σίγλος]] δύναται ἑπτὰ ὀβολούς, ο [[σίγλος]] ισοδυναμεί, αξίζει [[εφτά]] οβολούς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αριθμούς, είμαι [[ισοδύναμος]] με, [[ισάξιος]] με, τριηκόσιαι γενεαὶ [[δυνέαται]] μύρια ἔτεα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για λέξεις, [[σημαίνω]], [[δηλώνω]], Λατ. valere, στον ίδ. κ.λπ.· [[ἴσον]] δύναται, Λατ. [[idem]] valet, στον ίδ.· <i>τὴν αὐτὴν δύνασθαι δουλείαν</i>, εννοώντας την [[ίδια]] [[δουλεία]], την [[σκλαβιά]], σε Θουκ.· επίσης, [[ωφελώ]], [[χρησιμεύω]], <i>οὐδένα καιρὸν δύναται</i>, δεν χρησιμεύει σε [[τίποτα]], για κανένα σκοπό, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> απρόσ., <i>οὐ δύναται</i>, με απαρ., δεν είναι δυνατόν να είναι, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 50: | Line 50: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[decl. in pres. and imperf. like [[ἵσταμαι]]<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to be [[able]], [[capable]], [[strong]] [[enough]] to do, c. inf., Hom., etc.; but the inf. is often omitted, [[Ζεὺς]] δύναται ἅπαντα [sc. ποιεῖν] Od.; so also, [[μέγα]] δυνάμενος [[very]] [[powerful]], [[mighty]], Od.; οἱ δυνάμενοι men of [[power]], Eur., Thuc.; δυνάμενος [[παρά]] τινι having [[influence]] with him, Hdt., etc.<br /><b class="num">2.</b> to be [[able]], i. e. to [[dare]] or [[bear]] to do a [[thing]], οὐδὲ ποιήσειν δύναται Od.; [[οὐκέτι]] ἐδύνατο βιοτεύειν Thuc.<br /><b class="num">3.</b> with ὡς and a Sup., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα as [[secretly]] as they could, Thuc.; ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]] as [[much]] as I [[possibly]] can, Plat.; or [[simply]] ὡς ἐδύνατο in the [[best]] way he could, Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[pass]] for, i. e.<br /><b class="num">1.</b> of [[money]], to be [[worth]] so [[much]], c. acc., ὁ [[σίγλος]] δύναται ἑπτὰ ὀβολούς the shekel is [[worth]] [[seven]] obols, Xen.<br /><b class="num">2.</b> of [[number]], to be equivalent to, τριηκόσιαι γενεαὶ [[δυνέαται]] μύρια ἔτεα Hdt.<br /><b class="num">3.</b> of words, to [[signify]], [[mean]], Lat. valere, Hdt., etc.; [[ἴσον]] δύναται, Lat. [[idem]] valet, Hdt.; τὴν αὐτὴν δύνασθαι δουλείαν to [[mean]] the [[same]] [[slavery]], Thuc.:—also to [[avail]], οὐδένα καιρὸν δύναται avails to no [[good]] [[purpose]], Eur.<br /><b class="num">III.</b> impers., οὐ δύναται, c. inf., it cannot be, is not to be, Hdt. | |mdlsjtxt=[decl. in pres. and imperf. like [[ἵσταμαι]]<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to be [[able]], [[capable]], [[strong]] [[enough]] to do, c. inf., Hom., etc.; but the inf. is often omitted, [[Ζεύς|Ζεὺς]] δύναται ἅπαντα [sc. ποιεῖν] Od.; so also, [[μέγα]] δυνάμενος [[very]] [[powerful]], [[mighty]], Od.; οἱ δυνάμενοι men of [[power]], Eur., Thuc.; δυνάμενος [[παρά]] τινι having [[influence]] with him, Hdt., etc.<br /><b class="num">2.</b> to be [[able]], i. e. to [[dare]] or [[bear]] to do a [[thing]], οὐδὲ ποιήσειν δύναται Od.; [[οὐκέτι]] ἐδύνατο βιοτεύειν Thuc.<br /><b class="num">3.</b> with ὡς and a Sup., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα as [[secretly]] as they could, Thuc.; ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]] as [[much]] as I [[possibly]] can, Plat.; or [[simply]] ὡς ἐδύνατο in the [[best]] way he could, Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[pass]] for, i. e.<br /><b class="num">1.</b> of [[money]], to be [[worth]] so [[much]], c. acc., ὁ [[σίγλος]] δύναται ἑπτὰ ὀβολούς the shekel is [[worth]] [[seven]] obols, Xen.<br /><b class="num">2.</b> of [[number]], to be equivalent to, τριηκόσιαι γενεαὶ [[δυνέαται]] μύρια ἔτεα Hdt.<br /><b class="num">3.</b> of words, to [[signify]], [[mean]], Lat. valere, Hdt., etc.; [[ἴσον]] δύναται, Lat. [[idem]] valet, Hdt.; τὴν αὐτὴν δύνασθαι δουλείαν to [[mean]] the [[same]] [[slavery]], Thuc.:—also to [[avail]], οὐδένα καιρὸν δύναται avails to no [[good]] [[purpose]], Eur.<br /><b class="num">III.</b> impers., οὐ δύναται, c. inf., it cannot be, is not to be, Hdt. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe |