Anonymous

τεύχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τεύχω''': μέλλ. τεύξω Ἰλ., Σοφ. Τρ. 756· - ἀόριστ. ἔτευξα Ὅμ., Ἀττ. ποιητ.· Ἐπικ. τεῦξα Ἰλ. Σ. 609, Ὀδ. Θ. 276· - πρκμ. τέτευχα Ἀνθ. Π. 6. 40., 9. 202, ἀλλ’ ἀμεταβ. [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. (ἴδε κατωτ. Ι. 3)· παρὰ τοῖς δοκίμοις τέτευχα [[εἶναι]] πρκμ. τοῦ τυχγάνω, ([[καθότι]] ἐν Ἰλ. Ν. 346 τὸ ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἀπεκατεστάθη νῦν ἀντὶ τοῦ ἡρώεσσι τετεύχετον, καὶ ἐν Πλάτ. Πολ. 521E τετεύτακε [[εἶναι]] ἡ παραδεδεγμένη γραφή)· - Μέσ., μέλλ. τεύξομαι, ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἰλ. Τ. 208, καὶ οὕτω πιθ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1230, ἀλλὰ πιθαν. παθ. ἐν Ἰλ. Ε. 653, (ἀλλαχοῦ [[εἶναι]] μέλλ. τοῦ [[τυγχάνω]]· - ἀόρ. τεύξασθαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 76, 221· - περὶ τοῦ μετ’ ἀναδιπλ. ἀορ. τετῠκεῖν, -έσθαι, ἴδε κατωτ. Ι. 1. - Παθ., γ΄ μέλλ. τετεύξομαι Ἰλ. Φ. 322, 585· - ἀόρ. ἐτύχθην Δ. 470, Αἰσχύλ. Εὐμ. 353, φέρεται ἐτεύχθην παρ’ Ἱππ. 25. 30, Ἀνθ., κλπ. (ἀλλὰ τοῦτο [[ἴσως]] ἀνήκει εἰς τὸ [[τυγχάνω]])· - πρκμ. [[τέτυγμαι]], ὑπερσ. ἐτετύγμην, συχν. παρ’ Ὁμ., κλπ., ἴδε κατωτ.· γ΄ πληθ. [[τετεύχαται]], [[ἐτετεύχατο]], τετεύχατο Ἰλ. Ν. 22., Λ. 808., Σ. 574. (Περὶ τῆς √ΤΥΚ, ΤΥΧ, ἴδε ἐν λ. [[τίκτω]], Ἐκ τοῦ [[τεύχω]] παρήχθη τὸ [[τυγχάνω]], ἐπὶ ἰδιαιτέρας σημασίας, καί τινες χρόνοι [[εἶναι]] κοινοὶ ἀμφοτέρων τῶν ῥημάτων, ἴδε ἀνωτ.). Ποιῶ, [[κατασκευάζω]], ἐπὶ παντὸς ἔργου, Ὅμηρ., Ἡσ. καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς· [[ὡσαύτως]] παρ’ Αἰσχύλῳ, ἀλλὰ σπάν. παρὰ Σοφ. καὶ Εὐριπ. ([[ἅπαξ]] παρὰ τοῖς κωμικοῖς, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 2)· παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἰσοδύναμα αὐτῷ [[εἶναι]] τὰ ῥήματα: ποιεῖν, τιθέναι, ἱστάναι ἢ καθιστάναι, κατασκευάζειν, παρασκευάζειν. Ι. [[παράγω]] διὰ τεχνικῆς ἐργασίας [[μάλιστα]] ἐπὶ ὑλικῶν πραγμάτων, [[κατασκευάζω]], [[ἐργάζομαι]], οἰκοδομῶ, [[κτίζω]], δώματα, [[θάλαμον]], νηὸν Ἰλ. Ζ. 314, Ξ. 166, Ὀδ. Μ. 347, κλπ.· ἐπὶ τοῦ ἐργαζομένου μέταλλα, τὸ μὲν ([[σκῆπτρον]]) [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]] τεύχων Ἰλ. Β. 101· θώρηκα, τὸν [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]] τεύχων Θ. 195· τρίποδας... ἔτευχεν ([[Ἥφαιστος]]) Σ. 373· τ. δόλον, ἐπὶ τοῦ δικτύου [[ὅπερ]] ὁ [[Ἥφαιστος]] κατεσκεύασεν, Ὀδ. Θ. 276· οὕτω, τέκτονος [[υἱόν]], ... ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Ἰλ. Ε. 61· ἐπὶ τῆς ἐργασίας τῶν γυναικῶν, τ. εἵματα Ὀδ. Η. 235· - ἐπὶ μαγείρου, [[δεῖπνον]] τετυκεῖν, παρασκευάζειν [[δεῖπνον]], Ο. 77, 94· καὶ ἐν τῷ μέσῳ, [[δεῖπνον]] τετυκέσθαι, [[παρασκευάζω]] [[δεῖπνον]] δι’ ἐμαυτόν, ἐπὶ τῶν μελλόντων νὰ μετάσχωσιν [[αὐτοῦ]], Υ. 390· οὕτω, τετύκοντό τε δαῖτα Ἰλ. Α. 467, Β. 430· τεύχοντο δαῖτα Ὀδ. Κ. 182· τεύξεσθαι [[δόρπον]] Ἰλ. Τ. 208· [[δόρπον]] τετύκοντο Ὀδ. Μ. 307, πρβλ. 283, κλπ.· ὁ Ἐπικ. ἀόρ. τετυκεῖν, τετυκέσθαι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ ταύτης μόνον τῆς σημασίας)· [[ὡσαύτως]], τεῦχε κυκειῶ Ἰλ. Λ. 624· ἄλφιτα τεύχουσαι, παρασκευάζουσαι (αἱ ἀλετρίδες), Ὀδ. Υ. 108· αὐτὰρ ὁ τεῦξ’ [[εἴδωλον]], κατεσκεύασεν, ἔπλασεν, Ἰλ. Ε. 449· ― οὕτω καὶ παρὰ Πινδάρῳ καὶ Αἰσχύλῳ, θεὸς ὁ πάντα τεύχων Πινδ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Ο. 1. 48· δαῖτ’... ἔτευξεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 731 (λυρ.)· [[φάρμακον]] τεύχουσα [[αὐτόθι]] 1261. ― Παθ., δώματα [[τετεύχαται]] Ἰλ. Ν. 22· δώματα... ἐν βήσσῃσι τετυγμένα Ὀδ. Κ. 252, πρβλ. Φ. 215, κ. ἀλλ.· θεῶν [[ἐτετεύχατο]] βωμοὶ Ἰλ. Λ. 808· βωμὸς τέτυκτο Ὀδ. Ρ. 210 [[νηός]] γ’ ἐτέτυκτο Ἰλ. Ε. 446· οἱ... [[σῆμα]] τετεύξεται, δι’ αὐτὸν θὰ κτισθῇ [[τάφος]], Φ. 322· εἵματα τετυγμένα χερσὶ γυναικῶν Χ. 511· ἱμάντα..., ᾦ ἔνι πάντα [[τετεύχαται]], ἐν ᾦ [[εἶναι]] κατεσκευασμένα πάντα (τὰ θελκτήρια δηλ.), Ξ. 220· ― τέτυγμαί τινος, εἶμαι κατεσκευασμένος ἔκ τινος ὕλης, βόες χρυσοῖο [[τετεύχαται]] κασσιτέρου τε Σ. 574· [[περόνη]] χρυσοῖο τέτυκτο Ὀδ. Τ. 226, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτικ. πράγματ., τετυγμένα δώματα... ξεστοῖσιν λάεσσιν, ᾠκοδομημένα ἐκ ξεστῶν λίθων, Ὀδ. Κ. 210· αἱ μὲν γὰρ [πύλαι] κεράεσσι τετεύχατε, αἱ δ’ ἐλέφαντι Τ. 563· [[ἀλλά]], δόμον ξεστῇσ’ αἰθούσῃσι τετυγμένον, ᾠκοδομημένον ἢ κατεσκευασμένον μὲ ξεστὰς αἰθούσας, ἔχοντα [[καλῶς]] ἐξεσμένας αἰθούσας, Ἰλ. Ζ. 243. 2) ἡ τοῦ πρκμ. μετοχ. τετυγμένος συχν. μεταβαίνει εἰς τὴν σημασίαν ἐπιθέτου, = [[τυκτός]], [[καλῶς]] κατεσκευασμένος, [[καλῶς]] εἰργασμένος, [[τεῖχος]], βωμὸς τετ. Ἰλ. Ξ. 66, Ὀδ. Χ. 335, κλπ.· [[σάκος]], [[δέπας]], κρητὴρ Ἰλ. Ξ. 9, Π. 225, Ψ. 741, κλπ.· [[ἄγγεα]] Ὀδ. Ι. 223· δῶρα Π. 185· πλῆρες, ἀγρὸς καλὸν τετ., [[καλῶς]] εἰργασμένος, [[καλῶς]] κεκαλλιεργημένος, Ω. 206· ― μεταφ., [[νόος]] ἐν στήθεσσι τετυγμένος, [[σταθερός]], εὐσταθὴς (πρβλ. πυκνὸς καὶ [[τετράγωνος]]), Υ. 366, πρβλ. ἄτυκτος. 3) ἡ μετοχὴ τοῦ ἐνεργ. πρκμ. ἀπαντᾷ [[ἅπαξ]] ἐπὶ παθητ. σημασ., ῥινοῖο τετευχώς, κατεσκευασμένος ἐκ δέρματος, Μ. 423. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, ἐνεργειῶν, γεγονότων, κτλ., [[παράγω]], [[ἐπιφέρω]], προξενῶ, τ. ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Κ. 6· αἱ δὲ [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν [[φάος]] Φ. 538· παλίωξιν... τεύχοιμι, ἀντὶ τεύξω, δηλ. «τὴν ἐξ ὑποστροφῆς τῶν φευγόντων δίωξιν· ὅτ’ ἂν οἱ πρότερον φεύγοντες, [[ὕστερον]] [[πάλιν]] αὐτοὶ διώκουσι θαρρήσαντες» (Σχόλ.), Ο. 70, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 154· βοὴν δι’ ἄστεος Ὀδ. Κ. 118· τ. γέλων ἑταίροισι Σ. 350 οἱ δὲ γάμον τεύξουσι, θὰ τὴν ὑπανδρεύσωσιν, Α. 277· τεῦχε πομπήν, παρεσκεύασε τὰ τοῦ ταξιδίου μου, Κ. 18, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 292· τ. πόλεμον καὶ φύλοπιν Ὀδ. Ω. 476· θάνατόν τινι Υ. 11· ἄλγεα, κήδεά τινι, [[ἐπιφέρω]] ἄλγη, δυστυχίαν εἴς τινα, Ἰλ. Α. 110, Ὀδ. Α. 244· ἐν δ’ ἄρα οἱ στήθεσι... αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον [[ἦθος]] τεῦξε Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 79, πρβλ. 263, Θεογ. 570· ― οὕτω καὶ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, τ. ξείνια Πινδ. Π. 4. 229· τ. [[μέλος]] ὁ αὐτ. ἐν Π. 12. 34· τ. [[γέρας]] τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ι. 19, πρβλ. 96· τ. κακὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 125· στάσιν τ. ἐν ἀλλήλαις, δηλ. στασιάζειν, ἐρίζειν, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 189· τ. φόβον ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1090· σφαγὰς Σοφ. Τρ. 756· τάφον Εὐρ. Ρῆσ. 959· ἔριν φίλοις ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 644. ― Παθ., προξενοῦμαι, παρέχομαι, ἐπιφέρομαι, ἄρα [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[ὑπάρχω]], [[ἔργον]] ἐτύχθη ἀργαλέον Ἰλ. Δ. 470, πρβλ. Β. 320· οὐ γὰρ ἔτ’ ἀνσχετὰ ἔργα [[τετεύχαται]] Ὀδ. Β. 63, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 53, Χ. 450· τὰ δ’ οὐκ [[ἴσαν]], ὡς ἐτέτυκτο Ὀδ. Δ. 772, πρβλ. 392· ἡμῖν [[νεῖκος]] ἐτύχθη Ἰλ. Λ. 671· πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι [[χόλος]] καὶ [[μῆνις]] ἐτύχθη Ο. 122· Ἀργείοισι... [[νόστος]] ἐτύχθη Β. 155· [[ὅμαδος]], [[μάχη]], κακὸν ἐτ. Μ. 471, κτλ.· τετεύξεται αἰπὺς [[ὄλεθρος]] Μ. 345· εἰ δή μοι ὁμοίη [[μοῖρα]] τέτυκται, [[εἶναι]] πεπρωμένη, προωρισμένη, Σ. 120· ὁπποτέρῳ [[θάνατος]] καὶ [[μοῖρα]] τέτυκται Γ. 101· [[φόνος]] υἷι τέτ. Ὀδ. Δ. 771, πρβλ. Ἰλ. Ε. 653· φίλοισι δὲ κήδεα... [[τετεύχαται]] Ὀδ. Ξ. 138, πρβλ. Ἰλ. Φ. 585· ― οὕτω, ἐν βροτοῖς [[γέρων]] [[λόγος]] τέτυκται, ὑπάρχει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 750, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 457. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., καθιστῶ, [[κάμνω]], [[ὄφρα]] μιν... ἄγνωστον τεύξειεν Ὀδ. Ν. 191, πρβλ. 397· οὕτω, τ. τινὰ ἰσοδαίμονα, μέγαν, εὐδαίμονα Πινδ. Ν. 4. 136, Αἰσχύλ. Εὐμ. 668, Εὐρ. Ἡρακλ. 614· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[οὐδέ]] κεν ἄλλως οὐδὲ θεὸς τεύξειεν Ὀδ. Θ. 177· ― μετὰ διπλ. αἰτ., ὦ [[πούς]], [[πούς]], τί σε... τεύξω; «τί νά σε κάμω;» Σοφ. Φιλ. 1189· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. [[ἁπλῶς]] ἀντὶ τοῦ γίγνεσθαι ἢ [[εἶναι]], [[Ζεὺς]] ταμίης πολέμοιο τέτυκται Ἰλ. Δ. 84· [Ὠκεανὸς] [[γένεσις]] πάντεσσι τέτ. Ξ. 246· ὅς ῥα Σκαμάνδρου ἀρητὴρ ἐτέτυκτο Ε. 78, πρβλ. Π. 605· οὐ μὲν γάρ τι καταθνητὸς ἐτ. Ε. 402, πρβλ. Π. 622· νόον ἐν πρώτοισιν... ἐτ., ἦτο μεταξὺ τῶν πρώτων κατὰ τὸν νοῦν, Ο. 643· γυναικὸς ἄρ’ ἀντὶ τέτυξο, ἦσο [[ὅμοιος]] μὲ γυναῖκα, Θ. 163· ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός θ’ [[ἱκέτης]] τη τέτυκται Ὀδ. Θ. 546· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, τόδε [[σῆμα]] τετύχθω, τοῦτο ἂς [[εἶναι]] τὸ [[σημεῖον]], Φ. 231, πρβλ. Ἰλ. Χ. 30· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ α΄ ἀορ., πέπλων [[ἄκληρος]] ἐτύχθην Αἰσχύλ. Εὐμ. 353, πρβλ. Ἱκ. 86.
|lstext='''τεύχω''': μέλλ. τεύξω Ἰλ., Σοφ. Τρ. 756· - ἀόριστ. ἔτευξα Ὅμ., Ἀττ. ποιητ.· Ἐπικ. τεῦξα Ἰλ. Σ. 609, Ὀδ. Θ. 276· - πρκμ. τέτευχα Ἀνθ. Π. 6. 40., 9. 202, ἀλλ’ ἀμεταβ. [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. (ἴδε κατωτ. Ι. 3)· παρὰ τοῖς δοκίμοις τέτευχα [[εἶναι]] πρκμ. τοῦ τυχγάνω, ([[καθότι]] ἐν Ἰλ. Ν. 346 τὸ ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἀπεκατεστάθη νῦν ἀντὶ τοῦ ἡρώεσσι τετεύχετον, καὶ ἐν Πλάτ. Πολ. 521E τετεύτακε [[εἶναι]] ἡ παραδεδεγμένη γραφή)· - Μέσ., μέλλ. τεύξομαι, ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἰλ. Τ. 208, καὶ οὕτω πιθ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1230, ἀλλὰ πιθαν. παθ. ἐν Ἰλ. Ε. 653, (ἀλλαχοῦ [[εἶναι]] μέλλ. τοῦ [[τυγχάνω]]· - ἀόρ. τεύξασθαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 76, 221· - περὶ τοῦ μετ’ ἀναδιπλ. ἀορ. τετῠκεῖν, -έσθαι, ἴδε κατωτ. Ι. 1. - Παθ., γ΄ μέλλ. τετεύξομαι Ἰλ. Φ. 322, 585· - ἀόρ. ἐτύχθην Δ. 470, Αἰσχύλ. Εὐμ. 353, φέρεται ἐτεύχθην παρ’ Ἱππ. 25. 30, Ἀνθ., κλπ. (ἀλλὰ τοῦτο [[ἴσως]] ἀνήκει εἰς τὸ [[τυγχάνω]])· - πρκμ. [[τέτυγμαι]], ὑπερσ. ἐτετύγμην, συχν. παρ’ Ὁμ., κλπ., ἴδε κατωτ.· γ΄ πληθ. [[τετεύχαται]], [[ἐτετεύχατο]], τετεύχατο Ἰλ. Ν. 22., Λ. 808., Σ. 574. (Περὶ τῆς √ΤΥΚ, ΤΥΧ, ἴδε ἐν λ. [[τίκτω]], Ἐκ τοῦ [[τεύχω]] παρήχθη τὸ [[τυγχάνω]], ἐπὶ ἰδιαιτέρας σημασίας, καί τινες χρόνοι [[εἶναι]] κοινοὶ ἀμφοτέρων τῶν ῥημάτων, ἴδε ἀνωτ.). Ποιῶ, [[κατασκευάζω]], ἐπὶ παντὸς ἔργου, Ὅμηρ., Ἡσ. καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς· [[ὡσαύτως]] παρ’ Αἰσχύλῳ, ἀλλὰ σπάν. παρὰ Σοφ. καὶ Εὐριπ. ([[ἅπαξ]] παρὰ τοῖς κωμικοῖς, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 2)· παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἰσοδύναμα αὐτῷ [[εἶναι]] τὰ ῥήματα: ποιεῖν, τιθέναι, ἱστάναι ἢ καθιστάναι, κατασκευάζειν, παρασκευάζειν. Ι. [[παράγω]] διὰ τεχνικῆς ἐργασίας [[μάλιστα]] ἐπὶ ὑλικῶν πραγμάτων, [[κατασκευάζω]], [[ἐργάζομαι]], οἰκοδομῶ, [[κτίζω]], δώματα, [[θάλαμον]], νηὸν Ἰλ. Ζ. 314, Ξ. 166, Ὀδ. Μ. 347, κλπ.· ἐπὶ τοῦ ἐργαζομένου μέταλλα, τὸ μὲν ([[σκῆπτρον]]) [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]] τεύχων Ἰλ. Β. 101· θώρηκα, τὸν [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]] τεύχων Θ. 195· τρίποδας... ἔτευχεν ([[Ἥφαιστος]]) Σ. 373· τ. δόλον, ἐπὶ τοῦ δικτύου [[ὅπερ]] ὁ [[Ἥφαιστος]] κατεσκεύασεν, Ὀδ. Θ. 276· οὕτω, τέκτονος [[υἱόν]], ... ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Ἰλ. Ε. 61· ἐπὶ τῆς ἐργασίας τῶν γυναικῶν, τ. εἵματα Ὀδ. Η. 235· - ἐπὶ μαγείρου, [[δεῖπνον]] τετυκεῖν, παρασκευάζειν [[δεῖπνον]], Ο. 77, 94· καὶ ἐν τῷ μέσῳ, [[δεῖπνον]] τετυκέσθαι, [[παρασκευάζω]] [[δεῖπνον]] δι’ ἐμαυτόν, ἐπὶ τῶν μελλόντων νὰ μετάσχωσιν [[αὐτοῦ]], Υ. 390· οὕτω, τετύκοντό τε δαῖτα Ἰλ. Α. 467, Β. 430· τεύχοντο δαῖτα Ὀδ. Κ. 182· τεύξεσθαι [[δόρπον]] Ἰλ. Τ. 208· [[δόρπον]] τετύκοντο Ὀδ. Μ. 307, πρβλ. 283, κλπ.· ὁ Ἐπικ. ἀόρ. τετυκεῖν, τετυκέσθαι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ ταύτης μόνον τῆς σημασίας)· [[ὡσαύτως]], τεῦχε κυκειῶ Ἰλ. Λ. 624· ἄλφιτα τεύχουσαι, παρασκευάζουσαι (αἱ ἀλετρίδες), Ὀδ. Υ. 108· αὐτὰρ ὁ τεῦξ’ [[εἴδωλον]], κατεσκεύασεν, ἔπλασεν, Ἰλ. Ε. 449· ― οὕτω καὶ παρὰ Πινδάρῳ καὶ Αἰσχύλῳ, θεὸς ὁ πάντα τεύχων Πινδ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Ο. 1. 48· δαῖτ’... ἔτευξεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 731 (λυρ.)· [[φάρμακον]] τεύχουσα [[αὐτόθι]] 1261. ― Παθ., δώματα [[τετεύχαται]] Ἰλ. Ν. 22· δώματα... ἐν βήσσῃσι τετυγμένα Ὀδ. Κ. 252, πρβλ. Φ. 215, κ. ἀλλ.· θεῶν [[ἐτετεύχατο]] βωμοὶ Ἰλ. Λ. 808· βωμὸς τέτυκτο Ὀδ. Ρ. 210 [[νηός]] γ’ ἐτέτυκτο Ἰλ. Ε. 446· οἱ... [[σῆμα]] τετεύξεται, δι’ αὐτὸν θὰ κτισθῇ [[τάφος]], Φ. 322· εἵματα τετυγμένα χερσὶ γυναικῶν Χ. 511· ἱμάντα..., ᾦ ἔνι πάντα [[τετεύχαται]], ἐν ᾦ [[εἶναι]] κατεσκευασμένα πάντα (τὰ θελκτήρια δηλ.), Ξ. 220· ― τέτυγμαί τινος, εἶμαι κατεσκευασμένος ἔκ τινος ὕλης, βόες χρυσοῖο [[τετεύχαται]] κασσιτέρου τε Σ. 574· [[περόνη]] χρυσοῖο τέτυκτο Ὀδ. Τ. 226, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτικ. πράγματ., τετυγμένα δώματα... ξεστοῖσιν λάεσσιν, ᾠκοδομημένα ἐκ ξεστῶν λίθων, Ὀδ. Κ. 210· αἱ μὲν γὰρ [πύλαι] κεράεσσι τετεύχατε, αἱ δ’ ἐλέφαντι Τ. 563· [[ἀλλά]], δόμον ξεστῇσ’ αἰθούσῃσι τετυγμένον, ᾠκοδομημένον ἢ κατεσκευασμένον μὲ ξεστὰς αἰθούσας, ἔχοντα [[καλῶς]] ἐξεσμένας αἰθούσας, Ἰλ. Ζ. 243. 2) ἡ τοῦ πρκμ. μετοχ. τετυγμένος συχν. μεταβαίνει εἰς τὴν σημασίαν ἐπιθέτου, = [[τυκτός]], [[καλῶς]] κατεσκευασμένος, [[καλῶς]] εἰργασμένος, [[τεῖχος]], βωμὸς τετ. Ἰλ. Ξ. 66, Ὀδ. Χ. 335, κλπ.· [[σάκος]], [[δέπας]], κρητὴρ Ἰλ. Ξ. 9, Π. 225, Ψ. 741, κλπ.· [[ἄγγεα]] Ὀδ. Ι. 223· δῶρα Π. 185· πλῆρες, ἀγρὸς καλὸν τετ., [[καλῶς]] εἰργασμένος, [[καλῶς]] κεκαλλιεργημένος, Ω. 206· ― μεταφ., [[νόος]] ἐν στήθεσσι τετυγμένος, [[σταθερός]], εὐσταθὴς (πρβλ. πυκνὸς καὶ [[τετράγωνος]]), Υ. 366, πρβλ. ἄτυκτος. 3) ἡ μετοχὴ τοῦ ἐνεργ. πρκμ. ἀπαντᾷ [[ἅπαξ]] ἐπὶ παθητ. σημασ., ῥινοῖο τετευχώς, κατεσκευασμένος ἐκ δέρματος, Μ. 423. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, ἐνεργειῶν, γεγονότων, κτλ., [[παράγω]], [[ἐπιφέρω]], προξενῶ, τ. ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Κ. 6· αἱ δὲ [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν [[φάος]] Φ. 538· παλίωξιν... τεύχοιμι, ἀντὶ τεύξω, δηλ. «τὴν ἐξ ὑποστροφῆς τῶν φευγόντων δίωξιν· ὅτ’ ἂν οἱ πρότερον φεύγοντες, [[ὕστερον]] [[πάλιν]] αὐτοὶ διώκουσι θαρρήσαντες» (Σχόλ.), Ο. 70, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 154· βοὴν δι’ ἄστεος Ὀδ. Κ. 118· τ. γέλων ἑταίροισι Σ. 350 οἱ δὲ γάμον τεύξουσι, θὰ τὴν ὑπανδρεύσωσιν, Α. 277· τεῦχε πομπήν, παρεσκεύασε τὰ τοῦ ταξιδίου μου, Κ. 18, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 292· τ. πόλεμον καὶ φύλοπιν Ὀδ. Ω. 476· θάνατόν τινι Υ. 11· ἄλγεα, κήδεά τινι, [[ἐπιφέρω]] ἄλγη, δυστυχίαν εἴς τινα, Ἰλ. Α. 110, Ὀδ. Α. 244· ἐν δ’ ἄρα οἱ στήθεσι... αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον [[ἦθος]] τεῦξε Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 79, πρβλ. 263, Θεογ. 570· ― οὕτω καὶ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, τ. ξείνια Πινδ. Π. 4. 229· τ. [[μέλος]] ὁ αὐτ. ἐν Π. 12. 34· τ. [[γέρας]] τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ι. 19, πρβλ. 96· τ. κακὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 125· στάσιν τ. ἐν ἀλλήλαις, δηλ. στασιάζειν, ἐρίζειν, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 189· τ. φόβον ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1090· σφαγὰς Σοφ. Τρ. 756· τάφον Εὐρ. Ρῆσ. 959· ἔριν φίλοις ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 644. ― Παθ., προξενοῦμαι, παρέχομαι, ἐπιφέρομαι, ἄρα [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[ὑπάρχω]], [[ἔργον]] ἐτύχθη ἀργαλέον Ἰλ. Δ. 470, πρβλ. Β. 320· οὐ γὰρ ἔτ’ ἀνσχετὰ ἔργα [[τετεύχαται]] Ὀδ. Β. 63, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 53, Χ. 450· τὰ δ’ οὐκ [[ἴσαν]], ὡς ἐτέτυκτο Ὀδ. Δ. 772, πρβλ. 392· ἡμῖν [[νεῖκος]] ἐτύχθη Ἰλ. Λ. 671· πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι [[χόλος]] καὶ [[μῆνις]] ἐτύχθη Ο. 122· Ἀργείοισι... [[νόστος]] ἐτύχθη Β. 155· [[ὅμαδος]], [[μάχη]], κακὸν ἐτ. Μ. 471, κτλ.· τετεύξεται αἰπὺς [[ὄλεθρος]] Μ. 345· εἰ δή μοι ὁμοίη [[μοῖρα]] τέτυκται, [[εἶναι]] πεπρωμένη, προωρισμένη, Σ. 120· ὁπποτέρῳ [[θάνατος]] καὶ [[μοῖρα]] τέτυκται Γ. 101· [[φόνος]] υἷι τέτ. Ὀδ. Δ. 771, πρβλ. Ἰλ. Ε. 653· φίλοισι δὲ κήδεα... [[τετεύχαται]] Ὀδ. Ξ. 138, πρβλ. Ἰλ. Φ. 585· ― οὕτω, ἐν βροτοῖς [[γέρων]] [[λόγος]] τέτυκται, ὑπάρχει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 750, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 457. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., καθιστῶ, [[κάμνω]], [[ὄφρα]] μιν... ἄγνωστον τεύξειεν Ὀδ. Ν. 191, πρβλ. 397· οὕτω, τ. τινὰ ἰσοδαίμονα, μέγαν, εὐδαίμονα Πινδ. Ν. 4. 136, Αἰσχύλ. Εὐμ. 668, Εὐρ. Ἡρακλ. 614· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[οὐδέ]] κεν ἄλλως οὐδὲ θεὸς τεύξειεν Ὀδ. Θ. 177· ― μετὰ διπλ. αἰτ., ὦ [[πούς]], [[πούς]], τί σε... τεύξω; «τί νά σε κάμω;» Σοφ. Φιλ. 1189· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. [[ἁπλῶς]] ἀντὶ τοῦ γίγνεσθαι ἢ [[εἶναι]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] ταμίης πολέμοιο τέτυκται Ἰλ. Δ. 84· [Ὠκεανὸς] [[γένεσις]] πάντεσσι τέτ. Ξ. 246· ὅς ῥα Σκαμάνδρου ἀρητὴρ ἐτέτυκτο Ε. 78, πρβλ. Π. 605· οὐ μὲν γάρ τι καταθνητὸς ἐτ. Ε. 402, πρβλ. Π. 622· νόον ἐν πρώτοισιν... ἐτ., ἦτο μεταξὺ τῶν πρώτων κατὰ τὸν νοῦν, Ο. 643· γυναικὸς ἄρ’ ἀντὶ τέτυξο, ἦσο [[ὅμοιος]] μὲ γυναῖκα, Θ. 163· ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός θ’ [[ἱκέτης]] τη τέτυκται Ὀδ. Θ. 546· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, τόδε [[σῆμα]] τετύχθω, τοῦτο ἂς [[εἶναι]] τὸ [[σημεῖον]], Φ. 231, πρβλ. Ἰλ. Χ. 30· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ α΄ ἀορ., πέπλων [[ἄκληρος]] ἐτύχθην Αἰσχύλ. Εὐμ. 353, πρβλ. Ἱκ. 86.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεύχω:''' μέλ. [[τεύξω]], αόρ. <i>ἔτευξα</i>, Επικ. <i>τεῦξα</i>· παρακ. [[τέτευχα]]· Επικ. με αναδιπλ. αορ. <i>τετῠκεῖν</i> — Μέσ., μέλ. [[τεύξομαι]]· Επικ. με αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ <i>τετῠκέσθαι</i> — Παθ., γʹ μέλ. [[τετεύξομαι]], αόρ. [[ἐτύχθην]], παρακ. [[τέτυγμαι]], υπερσ. <i>ἐτετύγμην</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[τετεύχαται]], [[ἐτετεύχατο]], [[τετεύχατο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> φτιάχνω, [[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]], [[εργάζομαι]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για μάγειρα, [[δεῖπνον]] [[τετυκεῖν]], [[παρασκευάζω]] [[δείπνο]], σε Ομήρ. Οδ.· και στη Μέσ., [[δεῖπνον]] τετυκέσθαι, έχω το [[δείπνο]] παρασκευασμένο, σε Όμηρ. — Παθ., δώματα [[τετεύχαται]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[θεῶν]] [[ἐτετεύχατο]] βωμοί, στο ίδ.· με γεν., χρυσοῖο [[τετεύχαται]], είναι κατειργασμένος από χρυσό, στο ίδ.· επίσης, <i>τετυγμένα δώματα λάεσσιν</i>, οικοδομημένα από πέτρες, σε Ομήρ. Οδ.· [[αλλά]], [[δόμος]] αἰθούσῃσι τετυγμένος, οικοδομημένος ή κατασκευασμένος με προθαλάμους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> η μτχ. παρακ. <i>τετυγμένος</i>, [[συχνά]] μεταβαίνει σε [[σημασία]] επιθέτου = [[τυκτός]], [[καλώς]] κατασκευασμένος, [[καλώς]] κατειργασμένος, σε Όμηρ.· <i>ἀγρὸς καλὸν τετυγμένος</i>, [[καλώς]] οργωμένος, [[καλώς]] καλλιεργημένος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., [[νόος]] τετυγμένος, σταθερό, ευσταθές [[πνεύμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> η μτχ. του Ενεργ. παρακ. απαντά μια [[φορά]] με Παθ. [[σημασία]], <i>ῥινοῖο τετευχώς</i>, κατασκευασμένος από [[δέρμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για γεγονότα, [[προξενώ]], φτιάχνω, [[παράγω]], [[επιφέρω]], <i>ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[τεύχω]] βοήν, [[παράγω]] [[κραυγή]], [[βγάζω]] [[φωνή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>τεύχωγάμον</i>, [[παντρεύω]], [[ετοιμάζω]] γάμο, στο ίδ. — Παθ., [[ιδίως]] στον παρακ., [[προξενούμαι]], και ομοίως, [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[υπάρχω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> με αιτ. προσ., [[καθιστώ]], ἄγνωστον [[τεύχω]] τινά, σε Ομήρ. Οδ.· [[τεύχω]] τινὰ μέγαν, <i>εὐδαίμονα</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· με διπλ. αιτ., τί σε [[τεύξω]]; τί να σε κάνω; σε Σοφ.· [[έπειτα]] στον Παθ. παρακ. [[απλώς]] αντί <i>[[γίγνεσθαι]]</i> ή [[εἶναι]], [[Ζεὺς]] [[ταμίης]] πολέμοιο τέτυκται, σε Ομήρ. Ιλ.· γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ [[τέτυξο]], ήσουν όμοιος με [[γυναίκα]], στο ίδ.
|lsmtext='''τεύχω:''' μέλ. [[τεύξω]], αόρ. <i>ἔτευξα</i>, Επικ. <i>τεῦξα</i>· παρακ. [[τέτευχα]]· Επικ. με αναδιπλ. αορ. <i>τετῠκεῖν</i> — Μέσ., μέλ. [[τεύξομαι]]· Επικ. με αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ <i>τετῠκέσθαι</i> — Παθ., γʹ μέλ. [[τετεύξομαι]], αόρ. [[ἐτύχθην]], παρακ. [[τέτυγμαι]], υπερσ. <i>ἐτετύγμην</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[τετεύχαται]], [[ἐτετεύχατο]], [[τετεύχατο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> φτιάχνω, [[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]], [[εργάζομαι]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για μάγειρα, [[δεῖπνον]] [[τετυκεῖν]], [[παρασκευάζω]] [[δείπνο]], σε Ομήρ. Οδ.· και στη Μέσ., [[δεῖπνον]] τετυκέσθαι, έχω το [[δείπνο]] παρασκευασμένο, σε Όμηρ. — Παθ., δώματα [[τετεύχαται]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[θεῶν]] [[ἐτετεύχατο]] βωμοί, στο ίδ.· με γεν., χρυσοῖο [[τετεύχαται]], είναι κατειργασμένος από χρυσό, στο ίδ.· επίσης, <i>τετυγμένα δώματα λάεσσιν</i>, οικοδομημένα από πέτρες, σε Ομήρ. Οδ.· [[αλλά]], [[δόμος]] αἰθούσῃσι τετυγμένος, οικοδομημένος ή κατασκευασμένος με προθαλάμους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> η μτχ. παρακ. <i>τετυγμένος</i>, [[συχνά]] μεταβαίνει σε [[σημασία]] επιθέτου = [[τυκτός]], [[καλώς]] κατασκευασμένος, [[καλώς]] κατειργασμένος, σε Όμηρ.· <i>ἀγρὸς καλὸν τετυγμένος</i>, [[καλώς]] οργωμένος, [[καλώς]] καλλιεργημένος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., [[νόος]] τετυγμένος, σταθερό, ευσταθές [[πνεύμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> η μτχ. του Ενεργ. παρακ. απαντά μια [[φορά]] με Παθ. [[σημασία]], <i>ῥινοῖο τετευχώς</i>, κατασκευασμένος από [[δέρμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για γεγονότα, [[προξενώ]], φτιάχνω, [[παράγω]], [[επιφέρω]], <i>ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[τεύχω]] βοήν, [[παράγω]] [[κραυγή]], [[βγάζω]] [[φωνή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>τεύχωγάμον</i>, [[παντρεύω]], [[ετοιμάζω]] γάμο, στο ίδ. — Παθ., [[ιδίως]] στον παρακ., [[προξενούμαι]], και ομοίως, [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[υπάρχω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> με αιτ. προσ., [[καθιστώ]], ἄγνωστον [[τεύχω]] τινά, σε Ομήρ. Οδ.· [[τεύχω]] τινὰ μέγαν, <i>εὐδαίμονα</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· με διπλ. αιτ., τί σε [[τεύξω]]; τί να σε κάνω; σε Σοφ.· [[έπειτα]] στον Παθ. παρακ. [[απλώς]] αντί <i>[[γίγνεσθαι]]</i> ή [[εἶναι]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ταμίης]] πολέμοιο τέτυκται, σε Ομήρ. Ιλ.· γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ [[τέτυξο]], ήσουν όμοιος με [[γυναίκα]], στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to make [[ready]], make, [[build]], [[work]], Hom., Hes., Trag.;—of a [[cook]], [[δεῖπνον]] [[τετυκεῖν]] to [[dress]] or [[prepare]] a [[meal]], Od.; and in Mid., [[δεῖπνον]] τετυκέσθαι to [[have]] a [[meal]] [[prepared]], Hom.:—Pass., δώματα [[τετεύχαται]] Il.; [[θεῶν]] [[ἐτετεύχατο]] βωμοί Il.; c. gen., χρυσοῖο [[τετεύχαται]] are [[wrought]] of [[gold]], Il.; also, τετυγμένα δώματα λάεσσιν built with stones, Od.; but, [[δόμος]] αἰθούσηισι τετυγμένος built or furnished with vestibules, Il.<br /><b class="num">2.</b> the perf. [[part]]. τετυγμένος often passes [[into]] the [[sense]] of an adj., = [[τυκτός]], well-made, well-[[wrought]], Hom.; ἀγρὸς καλὸν τετ. well [[wrought]], well tilled, Od.;—metaph., [[νόος]] τετυγμένος a [[ready]], [[constant]] [[mind]], Hom.<br /><b class="num">3.</b> perf. act. [[part]]. [[once]] in [[pass]]. [[sense]], ῥινοῖο τετευχώς made of [[hide]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> of events, to [[cause]], make, [[bring]] to [[pass]], [[bring]] [[about]], ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν Il.; τ. βοήν to make a cry, Od.; τ. γάμον to [[bring]] it [[about]], Od.:—Pass., especially in perf., to be caused, and so to [[arise]], [[occur]], [[happen]], [[exist]], Hom., etc.<br /><b class="num">III.</b> c. acc. pers. to make so and so, ἄγνωστον τ. τινά Od.; τ. τινὰ μέγαν, εὐδαίμονα Aesch., Eur.; c. dupl. acc., τί σε [[τεύξω]]; [[what]] shall I make of thee? Soph.;—[[hence]] in perf. [[pass]]. [[simply]] for γίγνεσθαι or [[εἶναι]], [[Ζεὺς]] [[ταμίης]] πολέμοιο τέτυκται Il.; γυναικὸς ἄφ' ἀντὶ [[τέτυξο]] thou wast like a [[woman]], Il.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to make [[ready]], make, [[build]], [[work]], Hom., Hes., Trag.;—of a [[cook]], [[δεῖπνον]] [[τετυκεῖν]] to [[dress]] or [[prepare]] a [[meal]], Od.; and in Mid., [[δεῖπνον]] τετυκέσθαι to [[have]] a [[meal]] [[prepared]], Hom.:—Pass., δώματα [[τετεύχαται]] Il.; [[θεῶν]] [[ἐτετεύχατο]] βωμοί Il.; c. gen., χρυσοῖο [[τετεύχαται]] are [[wrought]] of [[gold]], Il.; also, τετυγμένα δώματα λάεσσιν built with stones, Od.; but, [[δόμος]] αἰθούσηισι τετυγμένος built or furnished with vestibules, Il.<br /><b class="num">2.</b> the perf. [[part]]. τετυγμένος often passes [[into]] the [[sense]] of an adj., = [[τυκτός]], well-made, well-[[wrought]], Hom.; ἀγρὸς καλὸν τετ. well [[wrought]], well tilled, Od.;—metaph., [[νόος]] τετυγμένος a [[ready]], [[constant]] [[mind]], Hom.<br /><b class="num">3.</b> perf. act. [[part]]. [[once]] in [[pass]]. [[sense]], ῥινοῖο τετευχώς made of [[hide]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> of events, to [[cause]], make, [[bring]] to [[pass]], [[bring]] [[about]], ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν Il.; τ. βοήν to make a cry, Od.; τ. γάμον to [[bring]] it [[about]], Od.:—Pass., especially in perf., to be caused, and so to [[arise]], [[occur]], [[happen]], [[exist]], Hom., etc.<br /><b class="num">III.</b> c. acc. pers. to make so and so, ἄγνωστον τ. τινά Od.; τ. τινὰ μέγαν, εὐδαίμονα Aesch., Eur.; c. dupl. acc., τί σε [[τεύξω]]; [[what]] shall I make of thee? Soph.;—[[hence]] in perf. [[pass]]. [[simply]] for γίγνεσθαι or [[εἶναι]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ταμίης]] πολέμοιο τέτυκται Il.; γυναικὸς ἄφ' ἀντὶ [[τέτυξο]] thou wast like a [[woman]], Il.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τεύχω''': {teúkhō}<br />'''Forms''': Aor. τεῦξαι, -ασθαι, mit Redupl. [[τετυκεῖν]], -έσθαι (κ analog.; Erklärungsversuch von Osthoff ZGdP 304 ff). Pass. [[τυχθῆναι]], Fut. [[τεύξω]], -ομαι, Pass. [[τετεύξομαι]], Perf. Ptz. τετευχώς (μ 423, passiv; myk. ''te''-''tu''-''ko''-''wo''-''a''), Ind. [[τέτευχα]] (sp.), [[τετεύχαται]] (Ν 22), τέτυκται, Plqpf. (ἐ)[[τετεύχατο]], (ἐ)τετύμην,<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[verfertigen]], [[fertigbringen]], [[herstellen]], von Handarbeit, Bau- und Holzwerk, [[bereiten]], oft von Speise und Trank, [[veranstalten]], [[verursachen]] (ep. poet. seit Il.; zum ep. Gebrauch Porzig Satzinhalte 119ff.).<br />'''Composita''' : auch m. ἀμφι-, ἐπι-, κατα- u. a.,<br />'''Derivative''': Davon 1. Verbaladj. [[τυκτός]] ‘(künstlich) bearbeitet, vollendet’ (Hom., Theok.; Ammann Μν. [[χάριν]] 1, 19f.), [[εὔτυκτος]] [[wohl gearbeitet]], [[schön gebildet]] (Hom., B.); [[τευκτός]] ib. (Antiph., H., Suid.). [[νεότευκτος]] [[neu verarbeitet]] (Φ 592). 2. [[τεῦχος]], meist -εα, -η, n., pl. [[Rüstzeug]], [[Waffen]], [[Ausrüstung]] (ep. usw.; vgl. Trümpy Fachausdrücke 75ff.), sg. [[Gerät]], [[Gefäß]] (Trag., X., Arist. usw.), [[Papyrusfutteral]] (Pap.), auch vom mensch- lichen Körper (Hp., Arist.). Kompp., z.B. [[τευχεσφόρος]] [[Rüstung tragend]] (A., E.), [[τευχοπλάστις]] f. ‘Gefäße verferti- gend’ (Lyk.); [[ἀτευχής]] [[ohne Rüstung]] (E.,''AP''), auf das Verb bezogen [[νεοτευχής]] = [[νεότευκτος]] (Ε 194). Davon [[τευχηστής]] ([[ἀνήρ]]) [[bewaffneter Krieger]] (A., Kall., A. R. u.a.; vgl. unten), -ηστήρ ib. (A.), -ήεις [[bewaffnet]] (Opp.; analogisch, Thieme Stud. 71 A. 3), -[[ήρης]] ib. (Orph.), -ῖτις f. Pflanzenname = [[σχοῖνος]] Ἀραβική (Dsk.), -''ītēs'' (Plin., Redard 77). 3. [[τεύχημα]] n. (A.''Fr''. 375 = 6 M.), entweder aus [[τεῦχος]] erweitert oder von [[τευχέω]], das in [[τετευχῆσθαι]] [[bewaffnet sein]] (χ 104) vorliegt für erwartetes *τετευχέσ-(σ)θαι wie [[τευχηστής]], -τήρ (für τευχεσ-nach [[ὠμηστής]], [[ὀρχηστής]] u.a.); [[ἀτεύχητος]] [[ohne Rüstung]] = [[ἀτευχής]] (''AP'', hell. Ep.); s. Wackernagel Unt. 249. — 4. [[τεύκτωρ]], -ορος m. [[Verfertiger]], [[Schöpfer]] (Man.), -τήρ m. ib. H., Phot., Suid.). 5. [[τεῦγμα]] n. [[Werk]] (Dosiad. ''Ara''), [[τεῦξις]]· [[κατασκευή]], [[ποίησις]] H., auch τύξιες pl. [[Künste]] (Athen II <sup>p</sup>), τύξιν· τεῦξιν, παρασκευήν H. — 6. [[Τυχίος]] m. PN, der dem Aias seinen Schild verfertigte (Η 220: [[Τυχίος]] [[κάμε]] τεύχων). —7. Ganz fraglich myk. ''to''-''u''-''ka'' = τουχά ‘Konfektion ?, Entgelt dafür?’ (Björck Eranos 52, 275, Mühlestein Bibl. Orient. 22, 195).<br />'''Etymology''' : Neben [[τεύχω]], τεῦξαι [[verfertigen]] steht das Nasalpräsens [[τυγχάνω]] mit [[τυχεῖν]] in der etwas konkreteren und somit ursprünglicheren Bed. ‘das Ziel, den Zweck erreichen, (zufällig) begegnen’; an der ursprünglichen Zusammengehörigkeit ist kaum zu zweifeln. Genaue oder sichere außergriech. Entsprechungen dieser gewiß altererbten Wortgruppen fehlen. Eine Hypothese s. [[τυγχάνω]].<br />'''Page''' 2,888
|ftr='''τεύχω''': {teúkhō}<br />'''Forms''': Aor. τεῦξαι, -ασθαι, mit Redupl. [[τετυκεῖν]], -έσθαι (κ analog.; Erklärungsversuch von Osthoff ZGdP 304 ff). Pass. [[τυχθῆναι]], Fut. [[τεύξω]], -ομαι, Pass. [[τετεύξομαι]], Perf. Ptz. τετευχώς (μ 423, passiv; myk. ''te''-''tu''-''ko''-''wo''-''a''), Ind. [[τέτευχα]] (sp.), [[τετεύχαται]] (Ν 22), τέτυκται, Plqpf. (ἐ)[[τετεύχατο]], (ἐ)τετύμην,<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[verfertigen]], [[fertigbringen]], [[herstellen]], von Handarbeit, Bau- und Holzwerk, [[bereiten]], oft von Speise und Trank, [[veranstalten]], [[verursachen]] (ep. poet. seit Il.; zum ep. Gebrauch Porzig Satzinhalte 119ff.).<br />'''Composita''' : auch m. ἀμφι-, ἐπι-, κατα- u. a.,<br />'''Derivative''': Davon 1. Verbaladj. [[τυκτός]] ‘(künstlich) bearbeitet, vollendet’ (Hom., Theok.; Ammann Μν. [[χάριν]] 1, 19f.), [[εὔτυκτος]] [[wohl gearbeitet]], [[schön gebildet]] (Hom., B.); [[τευκτός]] ib. (Antiph., H., Suid.). [[νεότευκτος]] [[neu verarbeitet]] (Φ 592). 2. [[τεῦχος]], meist -εα, -η, n., pl. [[Rüstzeug]], [[Waffen]], [[Ausrüstung]] (ep. usw.; vgl. Trümpy Fachausdrücke 75ff.), sg. [[Gerät]], [[Gefäß]] (Trag., X., Arist. usw.), [[Papyrusfutteral]] (Pap.), auch vom mensch- lichen Körper (Hp., Arist.). Kompp., z.B. [[τευχεσφόρος]] [[Rüstung tragend]] (A., E.), [[τευχοπλάστις]] f. ‘Gefäße verferti- gend’ (Lyk.); [[ἀτευχής]] [[ohne Rüstung]] (E.,''AP''), auf das Verb bezogen [[νεοτευχής]] = [[νεότευκτος]] (Ε 194). Davon [[τευχηστής]] ([[ἀνήρ]]) [[bewaffneter Krieger]] (A., Kall., A. R. u.a.; vgl. unten), -ηστήρ ib. (A.), -ήεις [[bewaffnet]] (Opp.; analogisch, Thieme Stud. 71 A. 3), -[[ήρης]] ib. (Orph.), -ῖτις f. Pflanzenname = [[σχοῖνος]] Ἀραβική (Dsk.), -''ītēs'' (Plin., Redard 77). 3. [[τεύχημα]] n. (A.''Fr''. 375 = 6 M.), entweder aus [[τεῦχος]] erweitert oder von [[τευχέω]], das in [[τετευχῆσθαι]] [[bewaffnet sein]] (χ 104) vorliegt für erwartetes *τετευχέσ-(σ)θαι wie [[τευχηστής]], -τήρ (für τευχεσ-nach [[ὠμηστής]], [[ὀρχηστής]] u.a.); [[ἀτεύχητος]] [[ohne Rüstung]] = [[ἀτευχής]] (''AP'', hell. Ep.); s. Wackernagel Unt. 249. — 4. [[τεύκτωρ]], -ορος m. [[Verfertiger]], [[Schöpfer]] (Man.), -τήρ m. ib. H., Phot., Suid.). 5. [[τεῦγμα]] n. [[Werk]] (Dosiad. ''Ara''), [[τεῦξις]]· [[κατασκευή]], [[ποίησις]] H., auch τύξιες pl. [[Künste]] (Athen II <sup>p</sup>), τύξιν· τεῦξιν, παρασκευήν H. — 6. [[Τυχίος]] m. PN, der dem Aias seinen Schild verfertigte (Η 220: [[Τυχίος]] [[κάμε]] τεύχων). —7. Ganz fraglich myk. ''to''-''u''-''ka'' = τουχά ‘Konfektion ?, Entgelt dafür?’ (Björck Eranos 52, 275, Mühlestein Bibl. Orient. 22, 195).<br />'''Etymology''' : Neben [[τεύχω]], τεῦξαι [[verfertigen]] steht das Nasalpräsens [[τυγχάνω]] mit [[τυχεῖν]] in der etwas konkreteren und somit ursprünglicheren Bed. ‘das Ziel, den Zweck erreichen, (zufällig) begegnen’; an der ursprünglichen Zusammengehörigkeit ist kaum zu zweifeln. Genaue oder sichere außergriech. Entsprechungen dieser gewiß altererbten Wortgruppen fehlen. Eine Hypothese s. [[τυγχάνω]].<br />'''Page''' 2,888
}}
}}