Anonymous

ἑτερορρεπής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερορρεπής''': -ές, ῥέπων ἐξ ἴσου πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]], ἀμερόληπτος, [[δίκαιος]], [[Ζεὺς]] [[ἑτερορρεπής]], νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς. ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκ. 403. ΙΙ. = [[ἑτερόρροπος]], ἐπὶ ἀσθενῶν εὑρισκομένων ἐν τῇ κρίσει τῆς νόσου, Ἱππ. 399. 55· [[οὕτως]] ἑτ. [[ζήτημα]] Ἑρμογ. - Ἐπίρρ. -πῶς, Πολυδ. Δ΄, 172. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑτερορρεπὲς· ἐπὶ τὸ ἕτερον ῥέπον καὶ βαροῦν».
|lstext='''ἑτερορρεπής''': -ές, ῥέπων ἐξ ἴσου πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]], ἀμερόληπτος, [[δίκαιος]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ἑτερορρεπής]], νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς. ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκ. 403. ΙΙ. = [[ἑτερόρροπος]], ἐπὶ ἀσθενῶν εὑρισκομένων ἐν τῇ κρίσει τῆς νόσου, Ἱππ. 399. 55· [[οὕτως]] ἑτ. [[ζήτημα]] Ἑρμογ. - Ἐπίρρ. -πῶς, Πολυδ. Δ΄, 172. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑτερορρεπὲς· ἐπὶ τὸ ἕτερον ῥέπον καὶ βαροῦν».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτερορρεπής]], -ές)<br />αυτός που ρέπει, κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[εξίσου]] [[προς]] το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]], ο [[αμερόληπτος]], ο [[δίκαιος]] («[[Ζεὺς]] [[ἑτερορρεπής]], νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ασθενείς) αυτός που διέρχεται την [[κρίση]] της νόσου<br /><b>3.</b> [[μονομερής]], [[μεροληπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτερορρεπῶς</i> (ΑΜ)<br />με [[κλίση]] [[προς]] το ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), [[πρβλ]]. [[αρρεπής]], [[επιρρεπής]]].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτερορρεπής]], -ές)<br />αυτός που ρέπει, κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[εξίσου]] [[προς]] το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]], ο [[αμερόληπτος]], ο [[δίκαιος]] («[[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ἑτερορρεπής]], νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ασθενείς) αυτός που διέρχεται την [[κρίση]] της νόσου<br /><b>3.</b> [[μονομερής]], [[μεροληπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτερορρεπῶς</i> (ΑΜ)<br />με [[κλίση]] [[προς]] το ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), [[πρβλ]]. [[αρρεπής]], [[επιρρεπής]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἑτερορρεπής:''' склоняющий весы то на одну, то на другую сторону, т. е. уравновешивающий ([[Ζεύς]] Aesch.).
|elrutext='''ἑτερορρεπής:''' склоняющий весы то на одну, то на другую сторону, т. е. уравновешивающий ([[Ζεύς]] Aesch.).
}}
}}