3,276,932
edits
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῑγέω''': Πινδ. Ν. 5. 91˙ μέλλ. -ήσω Ἰλ. Ε. 351˙ ἀόρ. ἐρρίγησα, Ἐπικ. ῥίγησα, Ὅμηρ.˙ - πρκμ. (μετὰ σημασίας ἐνεστ.) ἔρρῑγα, Δωρικ. γ΄ πληθ. ἐρρίγαντι Θεόκρ. 16. 77˙ Ἐπικ. ὑποτακτ. ἐρρίγῃσι Ἰλ. Γ. 353˙ Ἐπικ. δοτ. μετοχ. ἐρρίγοντι (ἀντὶ ἐρριγότι) Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 228˙ ὑπερσ. ἐρρίγειν Ὀδ. Ψ. 216. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. ῥῖγος, ῥίγιον, ῥίγιστος, ῥιγόω, ῥιγηλός, ῥιγεδανός˙ αἱ δὲ Λατιν. λέξεις frīg-us, frīg-eo, frig-idus δεικνύουσιν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] πιθανῶς ἦτο FΡΙΓ, [[ὥστε]] [[ἴσως]] καὶ αἱ λέξ. [[φρίσσω]], [[φρίξ]], [[φρίκη]] συγγενεύουσιν˙ - ἡ πρὸς τὴν ῥίζαν ταύτην [[σχέσις]] τοῦ Ἀρχ. Γερμ. frius-au (Ἀγγλ. to freeze, «παγώνω») κτλ. ἀμφισβητεῖται, ἀποδοκιμάζεται δὲ καὶ ἡ πρὸς τὰς λέξεις rĭgeo, rĭgidus ὑπὸ τοῦ Κουρτίου). Κυρίως σημαίνει, [[αἰσθάνομαι]] [[ῥῖγος]], [[τρέμω]] ἐκ τοῦ ψύχους, κρυώνω (πρβλ. [[ῥιγόω]])˙ ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] αὕτη μόνον μεθ’ Ὅμηρ.˙ [[διότι]] παρ’ Ὁμήρῳ ἡ [[λέξις]] κεῖται μόνον μεταφορ., φρίττω, ἀνατριχιάζω ἐκ φόβου ἢ φρίκης, ἰδὼν ῥίγησε Ἰλ. Ε. 596, κτλ.˙ ἐρρίγησαν [[ὅπως]] ἴδον Μ. 208˙ [[οὕτως]], κτύπησε μὲν [[Ζεὺς]] [[χθόνιος]], αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν (παραλειφθείσης τῆς αὐξήσεως ἐν ἰαμβικῷ στίχῳ) Σοφ. Ο. Κ. 1607˙ - μετ’ ἀπαρ., [[τρομάζω]] νὰ πράξω τι, [[ἀποφεύγω]] τὸ νὰ πράξω τι, [[ὄφρα]] τις ἐρρίγῃσι ... ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι Ἰλ. Γ. 353, πρβλ. Η. 114˙ πρβλ. [[ἀπορριγέω]]˙ - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, θυμὸς ἐρρίγει μὴ ... Ὀδ. Ψ. 216. 2) ὡς τὸ Λατ. frigere, ψυχραίνομαι, ὁ ζῆλός μου ἢ ἡ [[προθυμία]] μου καταπίπτει, Πινδ. Ν. 5. 91. 3) παρὰ Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φοίνικες ... ἐρρίγαντι φαίνεται ὅτι σημαίνει, [[εἶναι]] ἔντρομοι ἐκ φόβου. ΙΙ. μεταβ., φρίττω, ἀνατριχιάζω [[πρός]] τι, ῥιγήσειν πόλεμον Ἰλ. Ε. 351˙ [[ἔρριγα]] μάχην Ρ. 175˙ ἐν Π. 119, τὸ ῥίγησέν τε συνήθως λαμβάνεται παρενθετικῶς. | |lstext='''ῥῑγέω''': Πινδ. Ν. 5. 91˙ μέλλ. -ήσω Ἰλ. Ε. 351˙ ἀόρ. ἐρρίγησα, Ἐπικ. ῥίγησα, Ὅμηρ.˙ - πρκμ. (μετὰ σημασίας ἐνεστ.) ἔρρῑγα, Δωρικ. γ΄ πληθ. ἐρρίγαντι Θεόκρ. 16. 77˙ Ἐπικ. ὑποτακτ. ἐρρίγῃσι Ἰλ. Γ. 353˙ Ἐπικ. δοτ. μετοχ. ἐρρίγοντι (ἀντὶ ἐρριγότι) Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 228˙ ὑπερσ. ἐρρίγειν Ὀδ. Ψ. 216. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. ῥῖγος, ῥίγιον, ῥίγιστος, ῥιγόω, ῥιγηλός, ῥιγεδανός˙ αἱ δὲ Λατιν. λέξεις frīg-us, frīg-eo, frig-idus δεικνύουσιν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] πιθανῶς ἦτο FΡΙΓ, [[ὥστε]] [[ἴσως]] καὶ αἱ λέξ. [[φρίσσω]], [[φρίξ]], [[φρίκη]] συγγενεύουσιν˙ - ἡ πρὸς τὴν ῥίζαν ταύτην [[σχέσις]] τοῦ Ἀρχ. Γερμ. frius-au (Ἀγγλ. to freeze, «παγώνω») κτλ. ἀμφισβητεῖται, ἀποδοκιμάζεται δὲ καὶ ἡ πρὸς τὰς λέξεις rĭgeo, rĭgidus ὑπὸ τοῦ Κουρτίου). Κυρίως σημαίνει, [[αἰσθάνομαι]] [[ῥῖγος]], [[τρέμω]] ἐκ τοῦ ψύχους, κρυώνω (πρβλ. [[ῥιγόω]])˙ ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] αὕτη μόνον μεθ’ Ὅμηρ.˙ [[διότι]] παρ’ Ὁμήρῳ ἡ [[λέξις]] κεῖται μόνον μεταφορ., φρίττω, ἀνατριχιάζω ἐκ φόβου ἢ φρίκης, ἰδὼν ῥίγησε Ἰλ. Ε. 596, κτλ.˙ ἐρρίγησαν [[ὅπως]] ἴδον Μ. 208˙ [[οὕτως]], κτύπησε μὲν [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[χθόνιος]], αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν (παραλειφθείσης τῆς αὐξήσεως ἐν ἰαμβικῷ στίχῳ) Σοφ. Ο. Κ. 1607˙ - μετ’ ἀπαρ., [[τρομάζω]] νὰ πράξω τι, [[ἀποφεύγω]] τὸ νὰ πράξω τι, [[ὄφρα]] τις ἐρρίγῃσι ... ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι Ἰλ. Γ. 353, πρβλ. Η. 114˙ πρβλ. [[ἀπορριγέω]]˙ - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, θυμὸς ἐρρίγει μὴ ... Ὀδ. Ψ. 216. 2) ὡς τὸ Λατ. frigere, ψυχραίνομαι, ὁ ζῆλός μου ἢ ἡ [[προθυμία]] μου καταπίπτει, Πινδ. Ν. 5. 91. 3) παρὰ Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φοίνικες ... ἐρρίγαντι φαίνεται ὅτι σημαίνει, [[εἶναι]] ἔντρομοι ἐκ φόβου. ΙΙ. μεταβ., φρίττω, ἀνατριχιάζω [[πρός]] τι, ῥιγήσειν πόλεμον Ἰλ. Ε. 351˙ [[ἔρριγα]] μάχην Ρ. 175˙ ἐν Π. 119, τὸ ῥίγησέν τε συνήθως λαμβάνεται παρενθετικῶς. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |