Anonymous

ἐνθυμέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
mNo edit summary
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνθῡμέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, Λυσ. 124. 21, μεταγεν. ἐνθυμηθήσομαι, Φιλόστρ. 614. Ἀριστείδ., κλ.: ἀόρ. ἐνεθυμήθην Ἀριστοφ. Βάτρ. 40, Θουκ. 2. 62, Ξεν., κλ.: πρκμ. ἐντεθύμημαι Θουκ. 1. 120: ὑπερσ. ἐνετεθύμητο Λυσ. 126. 29· ἴδε κατωτ. ΙΙ. Βάλλω τι εἰς τὴν καρδίαν μου, [[ἐξετάζω]], [[κρίνω]] αὐτὸ [[καλῶς]], Αἰσχύλ. Εὐμεν. 222, Θουκ. 2. 40., 5. 32, κτλ.· ἄξιον ἐνθυμηθῆναι Ἀντιφῶν 143. 37· πρὸς ἐμαυτὸν Ἀνδοκ. 7. 40· ἐνθυμεῖσθαι καὶ λογίζεσθαι [[συχνάκις]] συνδυάζονται παρὰ Δημ., π.χ. 15. 7. β) μετὰ γεν., ἔχω τι διαρκῶς ἐν τῇ μνήμῃ μου, [[σκέπτομαι]], συλλογίζομαι πολὺ [[περί]] τινος, τοῦ μὲν θανόντος οὐκ ἂν ἐνθυμοίμεθα, εἴ τι φρονοῖμεν πλεῖον ἡμέρης μιῆς Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 2· ὁ [[Ζεὺς]] τούτων οὐδὲν ἐνθυμούμενος Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 4· ὧν ἐνθυμηθέντες Θουκ. 1. 42· πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 249C, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1. 17· οὕτω, [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 595Α. γ) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως ὡς διὰ τοῦ ὅτι..., [[σκέπτομαι]] ὅτι, τί δὲ τοῦτ’ ἐγέλασας ἐτεόν; ἐνθυμούμενος ὅτι [[παιδάριον]] εἶ καὶ φρονεῖς ἀρχαϊκὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 820· ἐνθυμοῦμαι ὡς καὶ νῦν, ἐνθυμούμεθα δὲ ὅτι, φήσαντες κτλ. Θουκ. 5. 111, κλ.· διὰ τοῦ ὡς..., παρατηρῶ, οὐκ ἐνεθυμήθης; τὸ τί; ὡς [[σφόδρα]] μ’ ἔδεισε Ἀριστοφ. Βάτρ. 40, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 3, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ..., Ἰσοκρ. 332C· ἐνθ. μή.., Λατ. videre ne... cavere ne... Πλάτ. Εὐθύδ. 279C, Ἱππ. Μείζ. 300D. δ) μετὰ μετοχ., οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, δὲν συλλογίζεται ὅτι ἐπαίρεται στηριζόμενος εἰς τὰς ἀδήλους ἐκβάσεις τῆς τύχης, Θουκ. 1. 120, πρβλ. 6. 78, Ξεν. Ἑλλην. 4. 4. 19. 2) θυμοῦμαι [[ἐντός]], «θυμώνω μέσα μου», ὀργίζομαι, τὰ μὲν γὰρ [[οἶδα]] [[κάρτα]] σ’ ἐνθυμουμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 222, πρβλ. Θουκ. 7. 18· εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ’ ἐνθυμεῖται μήτ’ ὀργίζεται Δημ. 52. 17· - ἀπολ., «παίρνω τι κατάκαρδα», τὸ πρῶτον οὐκ ἐνθυμοῦνται, ἀλλ’ ἡσυχίαν ἔχουσιν Ἱππ. 293. 26· πρβλ. [[ἐνθυμίζομαι]], [[ἐνθύμιος]]. 3) εἶμαι ὀξὺς εἰς τὸ διανοηθῆναι τί πρέπει νὰ γείνῃ, [[κράτιστος]] ἐνθυμηθῆναι Θουκ. 8. 68, πρβλ. 2. 60, ἴδε καὶ Ἀντιφῶντα 130. 4. 4) [[ἐξάγω]] συμπεράσματα, [[συμπεραίνω]], τί οὖν ἐκ τούτων... ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; Δημ. 532. 2· πρβλ. [[ἐνθύμημα]]. ΙΙ. ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] ἐνθυμέω ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Τακτ. Ἀνείου 37· καὶ [[ἐνθυμέομαι]] ἐπὶ παθ. σημ., εἶμαι ἐν τῇ διανοίᾳ τινός, εἶμαι ἐπιθυμητός, ἐν Ἀππ. Ἐμφ. 5. 133· οὕτω καὶ ἐν τῷ πρκμ., ταὐτί μὲν ἐντεθύμηται [[καλῶς]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 262· εὖ ἐντεθυμημένον Πλάτ. Κρατ. 404Α (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν φιλοσόφου... καὶ εὖ ἐντεθυμημένου).
|lstext='''ἐνθῡμέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, Λυσ. 124. 21, μεταγεν. ἐνθυμηθήσομαι, Φιλόστρ. 614. Ἀριστείδ., κλ.: ἀόρ. ἐνεθυμήθην Ἀριστοφ. Βάτρ. 40, Θουκ. 2. 62, Ξεν., κλ.: πρκμ. ἐντεθύμημαι Θουκ. 1. 120: ὑπερσ. ἐνετεθύμητο Λυσ. 126. 29· ἴδε κατωτ. ΙΙ. Βάλλω τι εἰς τὴν καρδίαν μου, [[ἐξετάζω]], [[κρίνω]] αὐτὸ [[καλῶς]], Αἰσχύλ. Εὐμεν. 222, Θουκ. 2. 40., 5. 32, κτλ.· ἄξιον ἐνθυμηθῆναι Ἀντιφῶν 143. 37· πρὸς ἐμαυτὸν Ἀνδοκ. 7. 40· ἐνθυμεῖσθαι καὶ λογίζεσθαι [[συχνάκις]] συνδυάζονται παρὰ Δημ., π.χ. 15. 7. β) μετὰ γεν., ἔχω τι διαρκῶς ἐν τῇ μνήμῃ μου, [[σκέπτομαι]], συλλογίζομαι πολὺ [[περί]] τινος, τοῦ μὲν θανόντος οὐκ ἂν ἐνθυμοίμεθα, εἴ τι φρονοῖμεν πλεῖον ἡμέρης μιῆς Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 2· ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] τούτων οὐδὲν ἐνθυμούμενος Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 4· ὧν ἐνθυμηθέντες Θουκ. 1. 42· πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 249C, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1. 17· οὕτω, [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 595Α. γ) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως ὡς διὰ τοῦ ὅτι..., [[σκέπτομαι]] ὅτι, τί δὲ τοῦτ’ ἐγέλασας ἐτεόν; ἐνθυμούμενος ὅτι [[παιδάριον]] εἶ καὶ φρονεῖς ἀρχαϊκὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 820· ἐνθυμοῦμαι ὡς καὶ νῦν, ἐνθυμούμεθα δὲ ὅτι, φήσαντες κτλ. Θουκ. 5. 111, κλ.· διὰ τοῦ ὡς..., παρατηρῶ, οὐκ ἐνεθυμήθης; τὸ τί; ὡς [[σφόδρα]] μ’ ἔδεισε Ἀριστοφ. Βάτρ. 40, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 3, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ..., Ἰσοκρ. 332C· ἐνθ. μή.., Λατ. videre ne... cavere ne... Πλάτ. Εὐθύδ. 279C, Ἱππ. Μείζ. 300D. δ) μετὰ μετοχ., οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, δὲν συλλογίζεται ὅτι ἐπαίρεται στηριζόμενος εἰς τὰς ἀδήλους ἐκβάσεις τῆς τύχης, Θουκ. 1. 120, πρβλ. 6. 78, Ξεν. Ἑλλην. 4. 4. 19. 2) θυμοῦμαι [[ἐντός]], «θυμώνω μέσα μου», ὀργίζομαι, τὰ μὲν γὰρ [[οἶδα]] [[κάρτα]] σ’ ἐνθυμουμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 222, πρβλ. Θουκ. 7. 18· εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ’ ἐνθυμεῖται μήτ’ ὀργίζεται Δημ. 52. 17· - ἀπολ., «παίρνω τι κατάκαρδα», τὸ πρῶτον οὐκ ἐνθυμοῦνται, ἀλλ’ ἡσυχίαν ἔχουσιν Ἱππ. 293. 26· πρβλ. [[ἐνθυμίζομαι]], [[ἐνθύμιος]]. 3) εἶμαι ὀξὺς εἰς τὸ διανοηθῆναι τί πρέπει νὰ γείνῃ, [[κράτιστος]] ἐνθυμηθῆναι Θουκ. 8. 68, πρβλ. 2. 60, ἴδε καὶ Ἀντιφῶντα 130. 4. 4) [[ἐξάγω]] συμπεράσματα, [[συμπεραίνω]], τί οὖν ἐκ τούτων... ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; Δημ. 532. 2· πρβλ. [[ἐνθύμημα]]. ΙΙ. ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] ἐνθυμέω ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Τακτ. Ἀνείου 37· καὶ [[ἐνθυμέομαι]] ἐπὶ παθ. σημ., εἶμαι ἐν τῇ διανοίᾳ τινός, εἶμαι ἐπιθυμητός, ἐν Ἀππ. Ἐμφ. 5. 133· οὕτω καὶ ἐν τῷ πρκμ., ταὐτί μὲν ἐντεθύμηται [[καλῶς]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 262· εὖ ἐντεθυμημένον Πλάτ. Κρατ. 404Α (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν φιλοσόφου... καὶ εὖ ἐντεθυμημένου).
}}
}}
{{bailly
{{bailly