Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νέμω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
mNo edit summary
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νέμω''': μέλλ. νεμῶ Σοφ. Αἴ. 513, (ἀπο-) Πλάτ. Φίληβ. 65Β· παρὰ μεταγεν., νεμήσω Λόγγος 2. 23: ἀόρ. ἔνειμα, Ἐπικ. νεῖμα Ἰλ. Γ. 274: πρκμ. νενέμηκα (δια-) Ξεν. Κύρ. 4. 5, 45: ― Μέσ., νέμομαι: μέλλ. νεμοῦμαι Θουκ. 4. 64, Δημ., Ἰων. νεμέομαι (ἀνα-) Ἡρόδ. 1. 173: παρὰ μεταγεν. νεμήσομαι, Διον. Ἁλ. 8. 71, Πλουτ., κλ.: ἀόρ. ἐνειμάμην Θουκ., κτλ.: παρὰ μεταγενεστ. ἐνεμησάμην, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 541Ε, Ἱππ. (ὑπο-)· ― Παθ., μέλλ. νεμηθήσομαι, Πλουτ. Ἆγις 14: ἀόρ. ἐνεμήθην, Πλάτ. Νόμ. 849C, Δημ. 956. 12 (κοινῶς νεμεθείσης): πρκμ. νενέμημαι Πλάτ., κτλ.· ἀλλ’ ὁ πρκμ. [[οὗτος]] κεῖται ἐπὶ [[μέσης]] σημασίας, Δημ. 1149. 23: πρβλ. [[προσνέμω]]: οὕτω καὶ ἀόρ. ἐνεμήθην, Ἀθήν. 677Ε, Πλούτ., κτλ. ― Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τοῦ ἐνεργ. μόνον τὸν ἐνεστ., παρατ. καὶ ἀόρ.· τοῦ δὲ μέσ. τὸν ἐνεστ. καὶ παρατ., πρβλ. ἀμφι-, ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐπι-, κατα-, προ-, προσ-, συν-, ὑπο-[[νέμω]]. (Ἐκ. τῆς √ΝΕΜ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις: νέμησις, νεμέτωρ, νομή, νομεύς, νομάω· [[ὡσαύτως]] νόμος, νομίζω, νόμισμα· καὶ νέμος, νομός· πιθαν. καὶ νέμεσις· ― πρβλ. Λατ. Num-a, Num-itor ([[νομοθέτης]]), num-erus (πρβλ. [[ἀνανέω]] ΙΙ), numm-us καὶ nem-us· Γοτθ. nim-an (λαμβάνειν, αἴρειν)· Ἀγγλο-Σαξονικ. nim-an (Ἀρχ. Ἀγγλ. nym, nim)· κτλ.). Α. [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ φαγητοῦ καὶ ποτοῦ, π.χ. μοίρας, κύπελλα, κρέα, [[μέθυ]] νέμειν· ἀκολούθως σύνηθες ἐπὶ πάσης διανομῆς, ἰδίως τῆς παρὰ τῶν θεῶν, νέμει ὄλβον [[Ὀλύμπιος]] ἀνθρώποισιν Ὀδ. Ζ. 188· [[Ζεὺς]] τά τε καὶ τὰ νέμει Πινδ. Ι. 5. (4). 66, πρβλ. Π. 5. 74· θεῶν τὰ ἴσα νεμόντων Ἡρόδ. 6. 11, 109· [[Ζεὺς]] νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 404· ᾧ [δηλ. τῷ Διῒ] τὸν ὑπεραλγῆ χόλον νέμουσα, εἰς ὃν ἀφίνουσα τὴν ἀνταπόδοσιν ἢ τιμωρίαν, Σοφ. Ἠλ. 176· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀπονέμω]], ν. δευτερεῖά τινι Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. Θουκ. 3. 114· μοῖραν ν. τινι, [[ἀπονέμω]] εἴς τινα τὴν προσήκουσαν τιμήν, σεβασμόν, Αἰσχύλ. Πρ. 292· μητρὸς τιμὰς ν., [[σέβομαι]] τὰ δικαιώματα τῆς μητρός, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 624 (ἀλλὰ [[πρόσω]] ν. τιμὰς [[αὐτόθι]] 747, [[ἐκτείνω]] τὰ δικαιώματά μου, Λύκῳ... [[κῆπος]] Εὐβοίας ν. Σοφ. Ἀποσπ. 19· τὸ σὸν [[γέρας]] τιμὴν ἐμοὶ ν. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1062· ἐκείνῳ... αἰτίαν νέμει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 28· ν. αἵρεσιν, [[παρέχω]] εἴς τινα τὴν ἐλευθερίαν ἐκλογῆς, [[αὐτόθι]] 265· τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας ν., τηρῶ αὐτήν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 238· τῷ ὄχλῳ... πλέον ν. Εὐρ. Ἑκ. 868, πρβλ. Θουκ. 3. 48· τὸ ἧσσον Εὐρ. Ἱκέτ. 380· πλεῖον [[μέρος]] [[αὐτόθι]] 241· τὸ πλεῖστον ἡμέρας... [[μέρος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 183· ἔλασσόν τινι Ἀντιφῶν 130. 27· [[χάριν]] τινὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 384· πενίᾳ καὶ πλούτῳ ν. τιμὴν Πλάτ. Νόμ. 696Α· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ δικαστῶν, κολαστήν... θάνατον ν. [[αὐτόθι]] 863Α· ― μετ’ ἀπαρ., [[νεῖμεν]] ἐμοί... τέρψιν ἰαύειν Σοφ. Αἴ. 1204. ― Παθ., ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας νέμεται, ἀπονέμεται ἐλευθέρως εἰς αὐτούς, Ἡρόδ. 9. 7· [[κρεῶν]] μεστοὶ νενεμημένων, μεμερισμένων, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 21· πλεῖστα μέρη ἡ [[οὐσία]] νενεμημένη, διῃρημένη εἰς..., Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. Μέσ., «μοιράζομαι» μετ’ ἄλλων, [[ἑπομένως]], ἔχω καὶ [[κατέχω]] τι ὡς μερίδιόν μου, [[κατέχω]] ([[ὅθεν]] [[κληρονόμος]]), πατρώια πάντα νέμεσθαι, κατέχειν καὶ καρποῦσθαι, Ὀδ. Υ. 336· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, τεμένη ν. Λ. 185, Ἰλ. Μ. 313· ἔργα ν. Β. 751, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 119, Λυσ. 146, 30·, 156. 4· [[τἆλλα]] νεμομένη, κατέχουσα..., Ἡρόδ. 4. 165· τὰ μέταλλα, τὰ ἐμπόρια, ὁ αὐτ. ἐν 7. 112, Θουκ. 1. 100: τὰ λήμματα ἃ νέμεσθε, [[ἅπερ]] καρποῦσθε, Δημ. 37. 25· ἀπολ., ἐμὲ οἴεσθ’ ὑμῖν εἰσοίσειν, ὑμεῖς δὲ νεμεῖσθαι... ὁ αὐτ. 579. 28. 2) κατοικῶ ἐν, ἐνοικῶ, ἄλσεα νέμεσθαι Ἰλ. Υ. 8· τὸ πλεῖστον μετ’ ὀνομάτων τόπων, οἳ νεμόμεσθ’ Ἰθάκην Ὀδ. Β. 167· οἵ θ’ Ὑρίην ἐνέμοντο καὶ Αὐλίδα πετρήεσσαν Ἰλ. Β. 496: ἀκολούθως παρὰ Πινδ., Ἡροδ., κλ.: νεμόμενοι τὰ αὑτῶν... ὅσον ἀποζῆν Θουκ. 1. 2· ἀπολ., κατοικῶ, Ἡρόδ. 4. 19, κτλ.· ― ἐπὶ [[πόλεων]], ὡς τὸ [[ναιετάω]], [[κεῖμαι]] ἐπί..., Φλέγρην... νεμόμεναι ὁ αὐτ. 7. 123. 3) παρὰ Πινδ. ἐπὶ χρόνου, δαπανῶ, [[διέρχομαι]], «περνῶ», αἰῶνα, ἡμέραν Ο. 2. 120, Ν. 10. 105· ― ἀπολ., ζῶ, [[διέρχομαι]] τὸν βίον, ἡσυχᾷ νεμόμενος Π. 11. 85. ΙΙΙ. Ἀπὸ τοῦ Πινδ. καὶ [[ἐφεξῆς]] τὸ ἐνερ. [[ὡσαύτως]] εὕρηται ἐπὶ τῆς [[μέσης]] σημασ., ἔχω, [[κατέχω]], [[ἕδος]] Ὀλύμπου ν. Ο. 2. 23· γῆν, χώραν νέμειν Ἡρόδ. 4. 191, Θουκ. 5. 42· πόλιν Σοφ. Ο. Κ. 879· ὅτι πλείστους ν. ἄνδρας, ἔχειν ὡς οἷόν τε πλείστους ἄνδρας, Στράβ. 526· ― [[ὡσαύτως]] ἀπολ., [[κατέχω]] γῆν, κατοικῶ, ν. περὶ τὴν λίμνην Ἡρόδ. 4. 188. ― Παθ., ἐπὶ τόπων, κατοικοῦμαι, νέμεσθαι ὑπό τινι 7. 158· καὶ ἀπολ., ἐπὶ χώρας, οἰκοῦμαι, συντηροῦμαι, καὶ [[μέχρι]] τοῦδε πολλὰ τῆς Ἑλλάδος τῷ παλαιῷ τρόπῳ νέμεται Θουκ. 1. 5 καὶ 6. 2) διοικῶ, κυβερνῶ, πόλιν, Ἡρόδ. 1. 59., 5. 29, 71, κτλ.· λαὸν Πινδ. Ο. 13. 37· πάντα Αἰσχύλ. Πρ. 526· ἀστραπᾶν κράτη ν. Σοφ. Ο. Τ. 201· κράτη καὶ θρόνους [[αὐτόθι]] 237, πρβλ. Αἴ. 1016· ― [[ὡσαύτως]], ν. οἴακα, κυβερνῶ, [[διευθύνω]] (πρβλ. [[νωμάω]]), Αἰσχύλ. Ἀγ. 802· ἀσπίδ’ εὔκυκλον ν. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 590· ν. ἰσχὺν ἐπὶ σκήπτροισι, στηρίζομαι εἰς ῥάβδους, εἰς βακτηρίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 76· ν. γλῶσσαν, χρῶμαι τῇ γλώσσῃ, [[αὐτόθι]] 687· ν. [[πόδα]] Πινδ. Ν. 6. 28· ― ἀπολ., κυβερνῶ, διοικῶ, ὃς Συρακόσσαισι ν. ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 124. 3) ὡς τὸ [[νομίζω]], θεωρῶ, [[παραδέχομαι]], σὲ [[νέμω]] θεὸν Σοφ. Ἠλ. 150, πρβλ. 598, Τρ. 483, Ο. Κ. 879, Αἴ. 1331· ([[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[οὐδέ]] μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται, δέν μοι φαίνεται [[καλῶς]] εἰρημένον, Σιμωνίδ. 8. 3)· ― [[ὡσαύτως]], καθιστῶ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, τόν... Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν Σοφ. Φιλ. 393· ― παρὰ πεζογράφοις, προστάτην νέμειν τινά, [[λαμβάνω]] ἢ [[ἐκλέγω]] ὡς προστάτην μου, Ἰσοκρ. 170Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 4· ἡγεμόνα ν. τινὰ Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 272D· οἱ νενεμημένοι, ἀθληταὶ κατὰ ζεύγη ἀποχωρισθέντες πρὸς ἀγῶνα, Πολύβ. 6. 47, 8. IV. = ἀναγινώσκω, ἀπαγγέλω, «διαβάζω», Σοφ. Ἀποσπ. 150· πρβλ. Ἡσύχ. Β. ἐπὶ βοσκῶν ἢ νομέων, ἄγω ἐπὶ νομήν, [[βόσκω]], περιποιοῦμαι, Λατ. pascere, ἀπολ., ἐπῆλθε νέμων, «βόσκων» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 233· χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν, καὶ πρὸς βοσκὴν καὶ πρὸς καλλιέργειαν, Πλάτ. Πολ. 373D· μετ’ αἰτ., ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ [[βοῦς]] Ἡρόδ. 8. 137, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 28, κτλ.· κτήνη πληγῇ ν., διὰ πληγῶν, τύπτων [[ἐξάγω]] ἐπὶ νομήν, Πλάτ. Κριτί. 109Β, κτλ. 2) συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ τῶν κτηνῶν, [[ἐξέρχομαι]] εἰς νομήν, βόσκομαι, Λατ. pasci, Ἰλ. Ε. 777., Ο. 639, Ὀδ. Ν. 407, Ἡρόδ. 8. 115, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[ἄφετος]])· μετ’ αἰτ. τόπου, [[διατρέχω]], ὡς [[λέαινα]]... δρύοχα νεμομένη Εὐρ. Ἠλ. 1163· κολοιοὶ ταπεινὰ ν. Πινδ. Ν. 3. 143· ― [[ἐντεῦθεν]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., τρέφομαι ἔκ τινος, ἄνθεα ποίης νέμεσθαι Ὀδ. Ι. 449· νομὰς Ἡρόδ. 1. 78· χλόην Εὐρ. Βάκχ. 735· τὰ λευκὰ σήσαμα Ἀριστοφ. Ὄρν. 159· καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν ἐσθίω, [[τρώγω]], Σοφ. Φιλ. 709· ― μεταφορ., ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], [[κατακαίω]], [[καταναλίσκω]], [[καταβιβρώσκω]], (ὡς παρὰ Οὐεργ. depascitur artus), Ἰλ. Ψ. 177, Ἡρόδ. 5. 101· οὕτω, τὸ [[ψεῦδος]]... νέμεται τὴν ψυχὴν Πλουτ. 2. 165Α· ― ἀπολ., ἐπὶ ἑλκῶν καρκινοειδῶν, ἐξαπλοῦμαι, ἐκτείνομαι, ἐνέμετο [[πρόσω]] Ἡρόδ. 3. 133, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 16, κτλ.· ― [[ἁπλῶς]], ν. ἐπὶ τὴν κνήμην ἐπιδέων, προχωρῶ πρὸς τὴν κνήμην ἐφαρμόζων τὸν ἐπίδεσμον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 763. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, ὄρη νέμειν, χρῆσθαι πρὸς νομήν], Ξεν. Κύρ. 3. 2, 20, πρβλ. luxuriem segetum depascit Οὐεργ. Γεωρ. 1. 112· καὶ ἐν τῷ παθ., [τὸ [[ὄρος]]] νέμεται αἰξὶ καὶ βουσὶ Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17. 2)μεταφορ., πυρὶ νέμειν πόλιν, ἐρημνοῦν πόλιν διὰ τοῦ [[πυρός]], καταστρέφειν, Ἡρόδ. 6. 33· καὶ ἐν τῷ Παθ., πυρὶ χθὼν νέμεται, ἡ γῆ καταβιβρώσκεται, ἐρημοῦται ὑπὸ τοῦ [[πυρός]], Ἰλ. Β. 780· πυρὶ νέμεται... ἡ [[φάλαγξ]], [[εἶναι]] ἐκτεθειμένη εἰς τὴν μανίαν τοῦ [[πυρός]], Πλουτ. Ἀλέξ. 18. Πρβλ. [[ἐπινέμω]]. - Ἡ [[ἔννοια]] τοῦ βόσκειν [[εἶναι]] στενῶς συνδεδεμένη πρὸς τὴν τοῦ κατοικεῖν ἔν τινι τόπῳ· [[ἐπειδὴ]] παρὰ τοῖς ἀρχαίοις λαοῖς (οἵτινες ἦσαν νομάδες) ἡ βοσκὴ ἐσήμαινε κατοχὴν καὶ κυριότητα τῆς γῆς. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 480, 481, 483.
|lstext='''νέμω''': μέλλ. νεμῶ Σοφ. Αἴ. 513, (ἀπο-) Πλάτ. Φίληβ. 65Β· παρὰ μεταγεν., νεμήσω Λόγγος 2. 23: ἀόρ. ἔνειμα, Ἐπικ. νεῖμα Ἰλ. Γ. 274: πρκμ. νενέμηκα (δια-) Ξεν. Κύρ. 4. 5, 45: ― Μέσ., νέμομαι: μέλλ. νεμοῦμαι Θουκ. 4. 64, Δημ., Ἰων. νεμέομαι (ἀνα-) Ἡρόδ. 1. 173: παρὰ μεταγεν. νεμήσομαι, Διον. Ἁλ. 8. 71, Πλουτ., κλ.: ἀόρ. ἐνειμάμην Θουκ., κτλ.: παρὰ μεταγενεστ. ἐνεμησάμην, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 541Ε, Ἱππ. (ὑπο-)· ― Παθ., μέλλ. νεμηθήσομαι, Πλουτ. Ἆγις 14: ἀόρ. ἐνεμήθην, Πλάτ. Νόμ. 849C, Δημ. 956. 12 (κοινῶς νεμεθείσης): πρκμ. νενέμημαι Πλάτ., κτλ.· ἀλλ’ ὁ πρκμ. [[οὗτος]] κεῖται ἐπὶ [[μέσης]] σημασίας, Δημ. 1149. 23: πρβλ. [[προσνέμω]]: οὕτω καὶ ἀόρ. ἐνεμήθην, Ἀθήν. 677Ε, Πλούτ., κτλ. ― Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τοῦ ἐνεργ. μόνον τὸν ἐνεστ., παρατ. καὶ ἀόρ.· τοῦ δὲ μέσ. τὸν ἐνεστ. καὶ παρατ., πρβλ. ἀμφι-, ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐπι-, κατα-, προ-, προσ-, συν-, ὑπο-[[νέμω]]. (Ἐκ. τῆς √ΝΕΜ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις: νέμησις, νεμέτωρ, νομή, νομεύς, νομάω· [[ὡσαύτως]] νόμος, νομίζω, νόμισμα· καὶ νέμος, νομός· πιθαν. καὶ νέμεσις· ― πρβλ. Λατ. Num-a, Num-itor ([[νομοθέτης]]), num-erus (πρβλ. [[ἀνανέω]] ΙΙ), numm-us καὶ nem-us· Γοτθ. nim-an (λαμβάνειν, αἴρειν)· Ἀγγλο-Σαξονικ. nim-an (Ἀρχ. Ἀγγλ. nym, nim)· κτλ.). Α. [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ φαγητοῦ καὶ ποτοῦ, π.χ. μοίρας, κύπελλα, κρέα, [[μέθυ]] νέμειν· ἀκολούθως σύνηθες ἐπὶ πάσης διανομῆς, ἰδίως τῆς παρὰ τῶν θεῶν, νέμει ὄλβον [[Ὀλύμπιος]] ἀνθρώποισιν Ὀδ. Ζ. 188· [[Ζεύς|Ζεὺς]] τά τε καὶ τὰ νέμει Πινδ. Ι. 5. (4). 66, πρβλ. Π. 5. 74· θεῶν τὰ ἴσα νεμόντων Ἡρόδ. 6. 11, 109· [[Ζεύς|Ζεὺς]] νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 404· ᾧ [δηλ. τῷ Διῒ] τὸν ὑπεραλγῆ χόλον νέμουσα, εἰς ὃν ἀφίνουσα τὴν ἀνταπόδοσιν ἢ τιμωρίαν, Σοφ. Ἠλ. 176· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀπονέμω]], ν. δευτερεῖά τινι Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. Θουκ. 3. 114· μοῖραν ν. τινι, [[ἀπονέμω]] εἴς τινα τὴν προσήκουσαν τιμήν, σεβασμόν, Αἰσχύλ. Πρ. 292· μητρὸς τιμὰς ν., [[σέβομαι]] τὰ δικαιώματα τῆς μητρός, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 624 (ἀλλὰ [[πρόσω]] ν. τιμὰς [[αὐτόθι]] 747, [[ἐκτείνω]] τὰ δικαιώματά μου, Λύκῳ... [[κῆπος]] Εὐβοίας ν. Σοφ. Ἀποσπ. 19· τὸ σὸν [[γέρας]] τιμὴν ἐμοὶ ν. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1062· ἐκείνῳ... αἰτίαν νέμει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 28· ν. αἵρεσιν, [[παρέχω]] εἴς τινα τὴν ἐλευθερίαν ἐκλογῆς, [[αὐτόθι]] 265· τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας ν., τηρῶ αὐτήν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 238· τῷ ὄχλῳ... πλέον ν. Εὐρ. Ἑκ. 868, πρβλ. Θουκ. 3. 48· τὸ ἧσσον Εὐρ. Ἱκέτ. 380· πλεῖον [[μέρος]] [[αὐτόθι]] 241· τὸ πλεῖστον ἡμέρας... [[μέρος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 183· ἔλασσόν τινι Ἀντιφῶν 130. 27· [[χάριν]] τινὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 384· πενίᾳ καὶ πλούτῳ ν. τιμὴν Πλάτ. Νόμ. 696Α· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ δικαστῶν, κολαστήν... θάνατον ν. [[αὐτόθι]] 863Α· ― μετ’ ἀπαρ., [[νεῖμεν]] ἐμοί... τέρψιν ἰαύειν Σοφ. Αἴ. 1204. ― Παθ., ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας νέμεται, ἀπονέμεται ἐλευθέρως εἰς αὐτούς, Ἡρόδ. 9. 7· [[κρεῶν]] μεστοὶ νενεμημένων, μεμερισμένων, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 21· πλεῖστα μέρη ἡ [[οὐσία]] νενεμημένη, διῃρημένη εἰς..., Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. Μέσ., «μοιράζομαι» μετ’ ἄλλων, [[ἑπομένως]], ἔχω καὶ [[κατέχω]] τι ὡς μερίδιόν μου, [[κατέχω]] ([[ὅθεν]] [[κληρονόμος]]), πατρώια πάντα νέμεσθαι, κατέχειν καὶ καρποῦσθαι, Ὀδ. Υ. 336· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, τεμένη ν. Λ. 185, Ἰλ. Μ. 313· ἔργα ν. Β. 751, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 119, Λυσ. 146, 30·, 156. 4· [[τἆλλα]] νεμομένη, κατέχουσα..., Ἡρόδ. 4. 165· τὰ μέταλλα, τὰ ἐμπόρια, ὁ αὐτ. ἐν 7. 112, Θουκ. 1. 100: τὰ λήμματα ἃ νέμεσθε, [[ἅπερ]] καρποῦσθε, Δημ. 37. 25· ἀπολ., ἐμὲ οἴεσθ’ ὑμῖν εἰσοίσειν, ὑμεῖς δὲ νεμεῖσθαι... ὁ αὐτ. 579. 28. 2) κατοικῶ ἐν, ἐνοικῶ, ἄλσεα νέμεσθαι Ἰλ. Υ. 8· τὸ πλεῖστον μετ’ ὀνομάτων τόπων, οἳ νεμόμεσθ’ Ἰθάκην Ὀδ. Β. 167· οἵ θ’ Ὑρίην ἐνέμοντο καὶ Αὐλίδα πετρήεσσαν Ἰλ. Β. 496: ἀκολούθως παρὰ Πινδ., Ἡροδ., κλ.: νεμόμενοι τὰ αὑτῶν... ὅσον ἀποζῆν Θουκ. 1. 2· ἀπολ., κατοικῶ, Ἡρόδ. 4. 19, κτλ.· ― ἐπὶ [[πόλεων]], ὡς τὸ [[ναιετάω]], [[κεῖμαι]] ἐπί..., Φλέγρην... νεμόμεναι ὁ αὐτ. 7. 123. 3) παρὰ Πινδ. ἐπὶ χρόνου, δαπανῶ, [[διέρχομαι]], «περνῶ», αἰῶνα, ἡμέραν Ο. 2. 120, Ν. 10. 105· ― ἀπολ., ζῶ, [[διέρχομαι]] τὸν βίον, ἡσυχᾷ νεμόμενος Π. 11. 85. ΙΙΙ. Ἀπὸ τοῦ Πινδ. καὶ [[ἐφεξῆς]] τὸ ἐνερ. [[ὡσαύτως]] εὕρηται ἐπὶ τῆς [[μέσης]] σημασ., ἔχω, [[κατέχω]], [[ἕδος]] Ὀλύμπου ν. Ο. 2. 23· γῆν, χώραν νέμειν Ἡρόδ. 4. 191, Θουκ. 5. 42· πόλιν Σοφ. Ο. Κ. 879· ὅτι πλείστους ν. ἄνδρας, ἔχειν ὡς οἷόν τε πλείστους ἄνδρας, Στράβ. 526· ― [[ὡσαύτως]] ἀπολ., [[κατέχω]] γῆν, κατοικῶ, ν. περὶ τὴν λίμνην Ἡρόδ. 4. 188. ― Παθ., ἐπὶ τόπων, κατοικοῦμαι, νέμεσθαι ὑπό τινι 7. 158· καὶ ἀπολ., ἐπὶ χώρας, οἰκοῦμαι, συντηροῦμαι, καὶ [[μέχρι]] τοῦδε πολλὰ τῆς Ἑλλάδος τῷ παλαιῷ τρόπῳ νέμεται Θουκ. 1. 5 καὶ 6. 2) διοικῶ, κυβερνῶ, πόλιν, Ἡρόδ. 1. 59., 5. 29, 71, κτλ.· λαὸν Πινδ. Ο. 13. 37· πάντα Αἰσχύλ. Πρ. 526· ἀστραπᾶν κράτη ν. Σοφ. Ο. Τ. 201· κράτη καὶ θρόνους [[αὐτόθι]] 237, πρβλ. Αἴ. 1016· ― [[ὡσαύτως]], ν. οἴακα, κυβερνῶ, [[διευθύνω]] (πρβλ. [[νωμάω]]), Αἰσχύλ. Ἀγ. 802· ἀσπίδ’ εὔκυκλον ν. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 590· ν. ἰσχὺν ἐπὶ σκήπτροισι, στηρίζομαι εἰς ῥάβδους, εἰς βακτηρίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 76· ν. γλῶσσαν, χρῶμαι τῇ γλώσσῃ, [[αὐτόθι]] 687· ν. [[πόδα]] Πινδ. Ν. 6. 28· ― ἀπολ., κυβερνῶ, διοικῶ, ὃς Συρακόσσαισι ν. ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 124. 3) ὡς τὸ [[νομίζω]], θεωρῶ, [[παραδέχομαι]], σὲ [[νέμω]] θεὸν Σοφ. Ἠλ. 150, πρβλ. 598, Τρ. 483, Ο. Κ. 879, Αἴ. 1331· ([[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[οὐδέ]] μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται, δέν μοι φαίνεται [[καλῶς]] εἰρημένον, Σιμωνίδ. 8. 3)· ― [[ὡσαύτως]], καθιστῶ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, τόν... Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν Σοφ. Φιλ. 393· ― παρὰ πεζογράφοις, προστάτην νέμειν τινά, [[λαμβάνω]] ἢ [[ἐκλέγω]] ὡς προστάτην μου, Ἰσοκρ. 170Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 4· ἡγεμόνα ν. τινὰ Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 272D· οἱ νενεμημένοι, ἀθληταὶ κατὰ ζεύγη ἀποχωρισθέντες πρὸς ἀγῶνα, Πολύβ. 6. 47, 8. IV. = ἀναγινώσκω, ἀπαγγέλω, «διαβάζω», Σοφ. Ἀποσπ. 150· πρβλ. Ἡσύχ. Β. ἐπὶ βοσκῶν ἢ νομέων, ἄγω ἐπὶ νομήν, [[βόσκω]], περιποιοῦμαι, Λατ. pascere, ἀπολ., ἐπῆλθε νέμων, «βόσκων» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 233· χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν, καὶ πρὸς βοσκὴν καὶ πρὸς καλλιέργειαν, Πλάτ. Πολ. 373D· μετ’ αἰτ., ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ [[βοῦς]] Ἡρόδ. 8. 137, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 28, κτλ.· κτήνη πληγῇ ν., διὰ πληγῶν, τύπτων [[ἐξάγω]] ἐπὶ νομήν, Πλάτ. Κριτί. 109Β, κτλ. 2) συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ τῶν κτηνῶν, [[ἐξέρχομαι]] εἰς νομήν, βόσκομαι, Λατ. pasci, Ἰλ. Ε. 777., Ο. 639, Ὀδ. Ν. 407, Ἡρόδ. 8. 115, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[ἄφετος]])· μετ’ αἰτ. τόπου, [[διατρέχω]], ὡς [[λέαινα]]... δρύοχα νεμομένη Εὐρ. Ἠλ. 1163· κολοιοὶ ταπεινὰ ν. Πινδ. Ν. 3. 143· ― [[ἐντεῦθεν]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., τρέφομαι ἔκ τινος, ἄνθεα ποίης νέμεσθαι Ὀδ. Ι. 449· νομὰς Ἡρόδ. 1. 78· χλόην Εὐρ. Βάκχ. 735· τὰ λευκὰ σήσαμα Ἀριστοφ. Ὄρν. 159· καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν ἐσθίω, [[τρώγω]], Σοφ. Φιλ. 709· ― μεταφορ., ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], [[κατακαίω]], [[καταναλίσκω]], [[καταβιβρώσκω]], (ὡς παρὰ Οὐεργ. depascitur artus), Ἰλ. Ψ. 177, Ἡρόδ. 5. 101· οὕτω, τὸ [[ψεῦδος]]... νέμεται τὴν ψυχὴν Πλουτ. 2. 165Α· ― ἀπολ., ἐπὶ ἑλκῶν καρκινοειδῶν, ἐξαπλοῦμαι, ἐκτείνομαι, ἐνέμετο [[πρόσω]] Ἡρόδ. 3. 133, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 16, κτλ.· ― [[ἁπλῶς]], ν. ἐπὶ τὴν κνήμην ἐπιδέων, προχωρῶ πρὸς τὴν κνήμην ἐφαρμόζων τὸν ἐπίδεσμον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 763. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, ὄρη νέμειν, χρῆσθαι πρὸς νομήν], Ξεν. Κύρ. 3. 2, 20, πρβλ. luxuriem segetum depascit Οὐεργ. Γεωρ. 1. 112· καὶ ἐν τῷ παθ., [τὸ [[ὄρος]]] νέμεται αἰξὶ καὶ βουσὶ Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17. 2)μεταφορ., πυρὶ νέμειν πόλιν, ἐρημνοῦν πόλιν διὰ τοῦ [[πυρός]], καταστρέφειν, Ἡρόδ. 6. 33· καὶ ἐν τῷ Παθ., πυρὶ χθὼν νέμεται, ἡ γῆ καταβιβρώσκεται, ἐρημοῦται ὑπὸ τοῦ [[πυρός]], Ἰλ. Β. 780· πυρὶ νέμεται... ἡ [[φάλαγξ]], [[εἶναι]] ἐκτεθειμένη εἰς τὴν μανίαν τοῦ [[πυρός]], Πλουτ. Ἀλέξ. 18. Πρβλ. [[ἐπινέμω]]. - Ἡ [[ἔννοια]] τοῦ βόσκειν [[εἶναι]] στενῶς συνδεδεμένη πρὸς τὴν τοῦ κατοικεῖν ἔν τινι τόπῳ· [[ἐπειδὴ]] παρὰ τοῖς ἀρχαίοις λαοῖς (οἵτινες ἦσαν νομάδες) ἡ βοσκὴ ἐσήμαινε κατοχὴν καὶ κυριότητα τῆς γῆς. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 480, 481, 483.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[νέμω]] (νέμεις, -ει: νέμων; νέμειν: impf. νέμε: aor. νεῖμ(ε) coni.: med. [[νέμομαι]], -εαι, -ονται: -όμενος.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[act]]., [[watch]] ([[over]]), [[keep]] ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, [[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων (O. 2.12) τοῖς γὰρ (sc. παισὶ Λήδας) ἐπέτραπεν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν (O. 3.36) νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων (O. 10.13) Ζεῦ πάτερ, τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων (O. 13.27) εἰ δέ [[τις]] [[ἔνδον]] νέμει πλοῦτον κρυφαῖον hoards (I. 1.67) abs. ὃς Συρακόσσαισι νέμει [[βασιλεύς]] (P. 3.70) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> med., [[cultivate]], [[inhabit]] “ἀγρούς τε πάντας, τοὺς [[ἀπούρας]] ἁμετέρων τοκέων [[νέμεαι]]” (P. 4.150) met. ἐξαίρετον Χαρίτων [[νέμομαι]] κᾶπον (O. 9.27) κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται (N. 3.82) abs. [[dwell]], [[τίς]] [[ἄκρον]] ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν (P. 11.55) [[τῶν]] μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται (sc. οἱ Αἰγινῆται) (I. 9.4) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[direct]], [[place]] (sc. parts of the [[body]]) (Ἀλκιμίδας) ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν [[πόδα]] νέμων (N. 6.15) (χεῖρα)· τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις (Hermann: νωμᾶ πάσαις codd. contra metr.: [[with]] [[which]] N. gave [[full]] [[rein]] ) (I. 2.22) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[hand]] [[out]], [[dispense]] of gods ὃ (sc. [[Ἀπόλλων]]) καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' [[ἄνδρεσσι]] καὶ γυναιξὶ νέμει (P. 5.64) [[Ζεὺς]] τά τε καὶ τὰ νέμει, [[Ζεὺς]] ὁ πάντων [[κύριος]] (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) (I. 5.52) met. ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς [[ὄλβος]] ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων (P. 5.55) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> med. [[spend]], [[pass]] ([[time]]) ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα (O. 2.66) ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας (sc. [[Διόσκουροι]]) (N. 10.56) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> fragg. νεμε Λατο[ Πα. 7C. d. 4. ]χαν νέμειν[ Πα. 13b. 21 νέ]μομαι παρα[ (supp. Lobel: ]εομαι in marg. [[pap]]., i. e. [[varia lectio|v.l.]] [[νέομαι]]?) fr. 215b. 9. ]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. dub. ν[έμ]ειν (supp. Snell) (Pae. 6.176)
|sltr=[[νέμω]] (νέμεις, -ει: νέμων; νέμειν: impf. νέμε: aor. νεῖμ(ε) coni.: med. [[νέμομαι]], -εαι, -ονται: -όμενος.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[act]]., [[watch]] ([[over]]), [[keep]] ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, [[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων (O. 2.12) τοῖς γὰρ (sc. παισὶ Λήδας) ἐπέτραπεν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν (O. 3.36) νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων (O. 10.13) Ζεῦ πάτερ, τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων (O. 13.27) εἰ δέ [[τις]] [[ἔνδον]] νέμει πλοῦτον κρυφαῖον hoards (I. 1.67) abs. ὃς Συρακόσσαισι νέμει [[βασιλεύς]] (P. 3.70) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> med., [[cultivate]], [[inhabit]] “ἀγρούς τε πάντας, τοὺς [[ἀπούρας]] ἁμετέρων τοκέων [[νέμεαι]]” (P. 4.150) met. ἐξαίρετον Χαρίτων [[νέμομαι]] κᾶπον (O. 9.27) κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται (N. 3.82) abs. [[dwell]], [[τίς]] [[ἄκρον]] ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν (P. 11.55) [[τῶν]] μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται (sc. οἱ Αἰγινῆται) (I. 9.4) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[direct]], [[place]] (sc. parts of the [[body]]) (Ἀλκιμίδας) ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν [[πόδα]] νέμων (N. 6.15) (χεῖρα)· τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις (Hermann: νωμᾶ πάσαις codd. contra metr.: [[with]] [[which]] N. gave [[full]] [[rein]] ) (I. 2.22) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[hand]] [[out]], [[dispense]] of gods ὃ (sc. [[Ἀπόλλων]]) καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' [[ἄνδρεσσι]] καὶ γυναιξὶ νέμει (P. 5.64) [[Ζεύς|Ζεὺς]] τά τε καὶ τὰ νέμει, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ πάντων [[κύριος]] (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) (I. 5.52) met. ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς [[ὄλβος]] ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων (P. 5.55) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> med. [[spend]], [[pass]] ([[time]]) ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα (O. 2.66) ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας (sc. [[Διόσκουροι]]) (N. 10.56) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> fragg. νεμε Λατο[ Πα. 7C. d. 4. ]χαν νέμειν[ Πα. 13b. 21 νέ]μομαι παρα[ (supp. Lobel: ]εομαι in marg. [[pap]]., i. e. [[varia lectio|v.l.]] [[νέομαι]]?) fr. 215b. 9. ]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. dub. ν[έμ]ειν (supp. Snell) (Pae. 6.176)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νέμω]])<br /><b>1.</b> [[διαμοιράζω]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]], [[απονέμω]] («[[Ζεὺς]] νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>νέμομαι</i><br />[[κατέχω]] [[κάτι]] και το [[εκμεταλλεύομαι]] για δική μου [[ωφέλεια]], καρπώνομαι, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] («περὶ τῶν ἐν τῇ [[ἀντιπέρας]] Θράκῃ ἐμπορίων καὶ τοῦ μετάλλου ἃ ἐνέμοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατοικώ]], [[ενοικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]], [[προσφέρω]] («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα μητρὸς μηδαμοῦ τιμὰς νέμειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] («ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω, [[κατέχω]] («[[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]] («καὶ τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ή [[κάτι]] μία [[ιδιότητα]] («τὸν.. Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] («φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων [[νέμω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εκλέγω]] («τῶν ἀθλητῶν τους γε μὴ νενεμημένους... εἰς τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>8.</b> [[απαγγέλλω]] από [[χειρόγραφο]]<br /><b>9.</b> (για ποιμένα) [[οδηγώ]] ζώα για [[βοσκή]], [[βόσκω]], [[συντηρώ]], [[περιποιούμαι]] ζώα («χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[χρησιμοποιώ]] για [[βοσκή]] («ἐθέλοιτ' ἂν ἐᾱν νέμειν ταῦτα τοὺς Ἀρμενίους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]], [[παραδίδω]] [[πόλη]] στη [[φωτιά]]<br /><b>12.</b> (για δικαστή) [[προσδιορίζω]] ως [[ποινή]] («θάνατον νέμειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (μέσ.-παθ.) α) (για [[τόπο]]) κατοικούμαι<br />β) (για [[πόλη]]) βρίσκομαι, [[είμαι]] κτισμένος [[κάπου]] («πόλεις μὲν αὗται, αἳ τὸν Ἄθων νέμονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (για χρόνο) [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br />δ) (με επίρρ.) ζω, [[περνώ]] τη ζωή μου με έναν τρόπο («ἡσυχᾷ νεμόμενος», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (για ζώο) [[βγαίνω]] για [[βοσκή]], τρέφομαι από το [[χόρτο]] που βρίσκεται [[πάνω]] στο [[έδαφος]], [[βόσκω]]<br />στ) (<b>για πρόσ.</b>) [[τρώγω]]<br />ζ) (για τη [[φωτιά]]) [[κατακαίω]] («ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] [[ὥστε]] τὰ [[περιέσχατα]] νεμομένου τοῦ [[πυρός]]» <br />η) (γενικά) [[κατατρώγω]] («τὸ ψεῡδος... νέμεται τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br />θ) (για [[έλκος]], [[γάγγραινα]], [[οίδημα]]) εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νέμω]] ἰσχύν τινι» — έχω [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]] ή σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον<br />β) «[[νέμω]] γλῶσσαν» — [[χρησιμοποιώ]] τη [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νέμω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>nem</i>- «[[παρέχω]], [[χορηγώ]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]]» και «[[παίρνω]] υπό την [[κατοχή]] μου» και εμφανίζει τις [[εξής]] μεταπτωτικές βαθμίδες: την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νομ</i>-) στα [[νόμος]], [[νομή]] και την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νωμ</i>-) στα νωμῶ, [[νωμήτωρ]]. Το ρ. εμφανίζει και δισύλλαβη [[μορφή]] θέματος: <i>νεμε</i>- στα [[νέμεσις]], [[νεμέτωρ]] (<b>πρβλ.</b> <i>γενε</i>-<i>τωρ</i>, <i>γένε</i>-<i>σις</i>) και <i>νεμη</i>- στα <i>νεμη</i>-<i>της</i>, <i>νέμη</i>-<i>σις</i>. Η [[ρίζα]] <i>nem</i>- εμφανίζεται και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: γερμ. <i>nehmen</i> «[[παίρνω]]», γοτθ. <i>arbi</i>-<i>numja</i> «[[κληρονόμος]]», λιθουαν. <i>nuoma</i> «[[ενοίκιο]], [[μίσθωμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>νωμῶ</i>) και πιθ. αρχ. ινδ. <i>namati</i>. Η [[σύνδεση]] τών τ. με το λατ. <i>numerus</i> παραμένει αμφίβολη. Η αρχική σημ. του ρήματος ήταν «[[διανέμω]], [[προσφέρω]] [[κάτι]] βάσει νομικών κριτηρίων» και «[[κατέχω]]» με την [[έννοια]] τών νόμιμων περιουσιακών στοιχείων. Η σημ. του [[νέμω]] διαφέρει από [[εκείνη]] τών [[δαίομαι]] / [[δατέομαι]] «[[χωρίζω]], [[μοιράζω]]» στα κριτήρια βάσει τών οποίων γίνεται η [[διανομή]]. Στη [[μέση]] [[φωνή]] το ρ. από τη σημ. «[[παίρνω]] [[μερίδιο]]» πέρασε στη σημ. του «τρέφομαι» και εξελίχθηκε σε [[εκείνη]] του «[[εκμεταλλεύομαι]], [[επωφελούμαι]], [[κατοικώ]]». Η [[ίδια]] σημ. «[[κατέχω]], [[κατοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]]» εμφανίζεται και στην ενεργ. [[φωνή]] (<b>πρβλ.</b> και τη δισημία της ρίζας <i>nem</i>-). Στην ενεργ. [[φωνή]], [[τέλος]], το ρ. εμφανίζει δύο [[ακόμη]] ειδικές σημασίες: α) «[[βόσκω]]», που περιορίζει την [[έννοια]] της διανομής στην [[έννοια]] της βοσκής (για ποιμένα), απ' όπου στη [[μέση]] [[φωνή]] η σημ. «[[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]]» και μεταφορικά «[[καταστρέφω]], εξαπλώνομαι προκαλώντας [[βλάβη]]» (για [[φωτιά]] και για [[έλκος]]) και β) «[[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] αληθινό», με την [[έννοια]] ότι στηρίζομαι στην [[αλήθεια]], [[γνωρίζω]] και [[ελέγχω]] τα [[πάντα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νέμεσις]], [[νέμησις]], [[νομή]], [[νόμος]], [[νομός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεμέτωρ]], [[νέμημα]], [[νεμητής]], [[νωμώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απονέμω]], [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[προσαπονέμω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανανέμω]], <i>εγκατανέμω</i>, [[εκνέμω]], [[εναπονέμω]], [[εννέμω]], [[επιδιανέμω]], [[επινέμω]], [[παρανέμω]], [[προνέμω]], [[προσδιανέμω]], [[προσεπινέμω]], [[προσκατανέμω]], [[προσνέμω]], [[συγκατανέμω]], [[συνδιανέμω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αναδιανέμω</i>].
|mltxt=(ΑΜ [[νέμω]])<br /><b>1.</b> [[διαμοιράζω]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]], [[απονέμω]] («[[Ζεύς|Ζεὺς]] νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>νέμομαι</i><br />[[κατέχω]] [[κάτι]] και το [[εκμεταλλεύομαι]] για δική μου [[ωφέλεια]], καρπώνομαι, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] («περὶ τῶν ἐν τῇ [[ἀντιπέρας]] Θράκῃ ἐμπορίων καὶ τοῦ μετάλλου ἃ ἐνέμοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατοικώ]], [[ενοικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]], [[προσφέρω]] («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα μητρὸς μηδαμοῦ τιμὰς νέμειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] («ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω, [[κατέχω]] («[[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]] («καὶ τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ή [[κάτι]] μία [[ιδιότητα]] («τὸν.. Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] («φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων [[νέμω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εκλέγω]] («τῶν ἀθλητῶν τους γε μὴ νενεμημένους... εἰς τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>8.</b> [[απαγγέλλω]] από [[χειρόγραφο]]<br /><b>9.</b> (για ποιμένα) [[οδηγώ]] ζώα για [[βοσκή]], [[βόσκω]], [[συντηρώ]], [[περιποιούμαι]] ζώα («χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[χρησιμοποιώ]] για [[βοσκή]] («ἐθέλοιτ' ἂν ἐᾱν νέμειν ταῦτα τοὺς Ἀρμενίους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]], [[παραδίδω]] [[πόλη]] στη [[φωτιά]]<br /><b>12.</b> (για δικαστή) [[προσδιορίζω]] ως [[ποινή]] («θάνατον νέμειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (μέσ.-παθ.) α) (για [[τόπο]]) κατοικούμαι<br />β) (για [[πόλη]]) βρίσκομαι, [[είμαι]] κτισμένος [[κάπου]] («πόλεις μὲν αὗται, αἳ τὸν Ἄθων νέμονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (για χρόνο) [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br />δ) (με επίρρ.) ζω, [[περνώ]] τη ζωή μου με έναν τρόπο («ἡσυχᾷ νεμόμενος», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (για ζώο) [[βγαίνω]] για [[βοσκή]], τρέφομαι από το [[χόρτο]] που βρίσκεται [[πάνω]] στο [[έδαφος]], [[βόσκω]]<br />στ) (<b>για πρόσ.</b>) [[τρώγω]]<br />ζ) (για τη [[φωτιά]]) [[κατακαίω]] («ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] [[ὥστε]] τὰ [[περιέσχατα]] νεμομένου τοῦ [[πυρός]]» <br />η) (γενικά) [[κατατρώγω]] («τὸ ψεῡδος... νέμεται τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br />θ) (για [[έλκος]], [[γάγγραινα]], [[οίδημα]]) εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νέμω]] ἰσχύν τινι» — έχω [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]] ή σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον<br />β) «[[νέμω]] γλῶσσαν» — [[χρησιμοποιώ]] τη [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νέμω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>nem</i>- «[[παρέχω]], [[χορηγώ]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]]» και «[[παίρνω]] υπό την [[κατοχή]] μου» και εμφανίζει τις [[εξής]] μεταπτωτικές βαθμίδες: την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νομ</i>-) στα [[νόμος]], [[νομή]] και την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νωμ</i>-) στα νωμῶ, [[νωμήτωρ]]. Το ρ. εμφανίζει και δισύλλαβη [[μορφή]] θέματος: <i>νεμε</i>- στα [[νέμεσις]], [[νεμέτωρ]] (<b>πρβλ.</b> <i>γενε</i>-<i>τωρ</i>, <i>γένε</i>-<i>σις</i>) και <i>νεμη</i>- στα <i>νεμη</i>-<i>της</i>, <i>νέμη</i>-<i>σις</i>. Η [[ρίζα]] <i>nem</i>- εμφανίζεται και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: γερμ. <i>nehmen</i> «[[παίρνω]]», γοτθ. <i>arbi</i>-<i>numja</i> «[[κληρονόμος]]», λιθουαν. <i>nuoma</i> «[[ενοίκιο]], [[μίσθωμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>νωμῶ</i>) και πιθ. αρχ. ινδ. <i>namati</i>. Η [[σύνδεση]] τών τ. με το λατ. <i>numerus</i> παραμένει αμφίβολη. Η αρχική σημ. του ρήματος ήταν «[[διανέμω]], [[προσφέρω]] [[κάτι]] βάσει νομικών κριτηρίων» και «[[κατέχω]]» με την [[έννοια]] τών νόμιμων περιουσιακών στοιχείων. Η σημ. του [[νέμω]] διαφέρει από [[εκείνη]] τών [[δαίομαι]] / [[δατέομαι]] «[[χωρίζω]], [[μοιράζω]]» στα κριτήρια βάσει τών οποίων γίνεται η [[διανομή]]. Στη [[μέση]] [[φωνή]] το ρ. από τη σημ. «[[παίρνω]] [[μερίδιο]]» πέρασε στη σημ. του «τρέφομαι» και εξελίχθηκε σε [[εκείνη]] του «[[εκμεταλλεύομαι]], [[επωφελούμαι]], [[κατοικώ]]». Η [[ίδια]] σημ. «[[κατέχω]], [[κατοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]]» εμφανίζεται και στην ενεργ. [[φωνή]] (<b>πρβλ.</b> και τη δισημία της ρίζας <i>nem</i>-). Στην ενεργ. [[φωνή]], [[τέλος]], το ρ. εμφανίζει δύο [[ακόμη]] ειδικές σημασίες: α) «[[βόσκω]]», που περιορίζει την [[έννοια]] της διανομής στην [[έννοια]] της βοσκής (για ποιμένα), απ' όπου στη [[μέση]] [[φωνή]] η σημ. «[[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]]» και μεταφορικά «[[καταστρέφω]], εξαπλώνομαι προκαλώντας [[βλάβη]]» (για [[φωτιά]] και για [[έλκος]]) και β) «[[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] αληθινό», με την [[έννοια]] ότι στηρίζομαι στην [[αλήθεια]], [[γνωρίζω]] και [[ελέγχω]] τα [[πάντα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νέμεσις]], [[νέμησις]], [[νομή]], [[νόμος]], [[νομός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεμέτωρ]], [[νέμημα]], [[νεμητής]], [[νωμώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απονέμω]], [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[προσαπονέμω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανανέμω]], <i>εγκατανέμω</i>, [[εκνέμω]], [[εναπονέμω]], [[εννέμω]], [[επιδιανέμω]], [[επινέμω]], [[παρανέμω]], [[προνέμω]], [[προσδιανέμω]], [[προσεπινέμω]], [[προσκατανέμω]], [[προσνέμω]], [[συγκατανέμω]], [[συνδιανέμω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αναδιανέμω</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm