Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. ἐπέβᾰλον: 1) μεταβατ., [[ῥίπτω]] ἢ βάλλω τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, Λατ. injicere, θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν, ἃς ἐπέβαλλον κειρόμενοι, ταῖς θριξὶ δὲ πάντα τὸν νεκρὸν κατεκάλυψαν ἃς ἐπέρριπον ἐπ’ αὐτῷ κείροντες ἑαυτούς, Ἰλ. Ψ. 135· ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ, ἔβαλεν ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ξ. 520· βάλεν δὲ ἐπὶ δέρμα ἑκάστω Δ. 440· ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ Ἡροδ. 7. 107· ἐγὼ μὲν ἐπιβαλών φάρη κόραις ἐμαῖσι, ἐπικαλύψας τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν μου δι’ ὑφασμάτων, Εὐρ. Ἠλ. 1221· φορμηδὸν ἐπὶ ἁμάξας ἐπιβαλόντες, ἐπιρρίψαντες αὐτοὺς σωρηδὸν εἰς ἁμάξας, Θουκ. 4. 48, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 75., 5. 112· ἐπιβάλλοντας (ἐξυπ. χοῦν), ἐπιρρίπτοντας, ἐπισωρεύοντας, Θουκ. 2. 76. 2) [[ἐπιτίθημι]] Λάτ. applicare, νόῳ δ’ ἐπέβαλλεν τοῖς ἵπποις ἱμάσθλην, μετεχειρίζετο δὲ τὴν μάστιγα μετὰ περισκέψεως, «τεχνικῶς ἤλαυνεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ζ. 320· ἐπιβ. [[πληγάς]] τινι Ξεν. Πολ. Λακ. 2, 8· [[Ζεὺς]] ἐπὶ χεῖρα βάλοι Αἰσχύλ. Χο. 395, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 933· ἐπ. χεῖράς τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 440:- παρὰ πεζολόγοις, [[ἐπιβάλλω]] ὡς φόρον τινί τι Ἡρόδ. 1. 106., 2. 180· ὡς [[πρόστιμον]] ἢ ποινήν, ζημίην, φυγὴν ἐπ. τινὶ ὁ αυτ. 6. 92., 7. 3· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἐπιβολὴν ἐπιβάλλειν Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 83. 8 καὶ 90. 2. ἔκδ. Blass· [[ἀργύριον]] Λυσ. 114. 39, πρβλ. ἐπιβολὴ ΙΙ. 2:- οὕτω παρὰ Τραγ., θνητοῖς ἐπ. κακὰ, λύπην, κτλ., Σοφ. Τρ. 128, Εὐρ. Μήδ. 1115, πρβλ. Θουκ. 8. 108. 3) ἐπιβ. σφραγίδα, ἐπιτιθέναι, Ἡρόδ. 3. 128, πρβλ. 2. 38· ἐπὶ τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 559· τινὶ [[αὐτόθι]] 1215. 4) [[προστίθημι]], τι Πίνδ. ΙΙ. 11. 22, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. Α. 1, 1· καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, τινί τι Θεόκρ. 23. 27· ἐπιβ. [[γάλα]] ἐπὶ τὸ [[ὕδωρ]] Θεόφρ. περὶ Πυρὸς 49:- μεταφ., [[ῥίπτω]] εἰς τὸ [[μέσον]], [[ἀναφέρω]], [[ὑπομιμνήσκω]], Λάτ. mentionem injicere rei, ἀνέφελον ἐπέβαλες ἁμέτερον [[οἷον]] ἔφυ κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246, [[ἔνθα]] ὁ Jebb διορθοῖ κατὰ τὸν Σχολιαστὴν ἐνέβαλες:- ἀπολ., [[προσφέρω]] μείζονα τιμὴν ἐν δημοπρασίᾳ, ὀλίγου μισθωσάμενον ἅτ’ οὐθενὸς ἐπιβάλλοντος Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 9. 5) [[προστίθημι]], νέον ἀεὶ ἐπιβάλλει Πλάτ. Κρατ. 409Β. 6) τοποθετῶ ἀμέσως πλησίον, ταύταις δὲ κατόπιν ἐπέβαλον τὸν τέταρτον στόλον Πολύβ. 1. 26, 15. 7) ἀφίνω νὰ αὐξηθῇ τι, κλήματα ἐπιβάλλειν Θεόφρ. 1. Φ. 4. 13, 5. ΙΙ ἀπολ., εὐστόχως καὶ ἐπιτυχῶς πορεύομαι ἢ [[πλέω]] κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τι [[μέρος]], μετ’ αἰτ., ἡ δὲ ([[ναῦς]]) Φεὰς ἐπέβαλλεν ἐπειγομένη Διὸς οὔρῳ Ὀδ. Ο. 297· μεταγεν. μετὰ δοτ. τόπου, ἐπέβαλε τοῖς καταντικρὺ τῆς πόλεως λόφοις Πολύβ. 5. 18, 3, κτλ.· εἰς ἢ ἐπὶ τόπον ὁ αὐτ. 2. 24, 17., 3. 6, 6· πρβλ. [[ἐπέχω]] ΙΙΙ. 1. 2) [[πίπτω]] [[ἐπάνω]] τινός, πατοῦσαι ἀλλήλας καὶ ἐπιβάλλουσαι (αἱ ψυχαί) Πλάτ. Φαῖδρ. 248Α· [[ὅπου]] γὰρ ἂν ὁ [[ἥλιος]] ἐπιβάλλῃ [[πλείω]] φύεται Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἰστ. 8. 13, 1·- ἰδίως ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι, προσβάλω, Λάτ. irruere, [[ἐπιβάλλον]] περὶ τὸ [[στόμα]] [[αὐτόθι]] 9. 39, 7, Διόδ. 17. 64:- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1216. 3) (ἐξυπ. τὸν νοῦν) δίδω ἐμαυτὸν εἴς τι, ἀφιεροῦμαι εἴς τί, μετὰ δοτ., τοῖς κοινοῖς πράγμασιν ἐπ., Λάτ. capessere rempublicam, Πλουτ. Κικέρ. 4· (πλῆρες, τὴν διάνοιαν ἐπ’. πρὸς τι Διόδ. 2Ο. 43):- [[καθόλου]], δίδω προσοχὴν εἴς τι, σχέπτομαι [[περί]] τινος, Λάτ. animum advertere, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 72, πρβλ. [[ἐπέχω]] ΙΙΙ. 2. 4) [[παρεμπίπτω]], Λάτ. incidere, [[ὅταν]] ἐπιβάλλῃ περὶ τοιαύτης πoλιτείας ἡ [[σκέψις]] Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6. 22· κατὰ τὸν ἐπιβάλλοντα λόγον ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Ζ. Γεν. 1. 2, 1· ζῶ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον μετά τινος, τινὶ Κλήμ. Ἀλ. 327. 5) ἐπακολουθῶ, [[ἔρχομαι]] ἀμέσως μετά τινα, ἀεὶ τῶν ἑξῆς ἐπιβαλλόντων Πολύβ. 11. 23, 2, Πλουτ. Αἰμίλ. 33· ἐπί τινι Διόδ. 18. 33:- ἀπολ., ἐπιβαλὼν ἔφη, ἐπὶ τούτοις εἶπε, Πολύβ. 1. 80, 1. 6) [[ἀνήκω]] εἴς τινα, [[πίπτω]] εἰς τὸ μερίδιόν τινος, [[μόριον]] ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε Ἡρόδ. 7. 23, πρβλ Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 16· εἰ μὴ τὸ ὅλον, [[μέρος]] γε, ἐπιβάλλει ἅπασι Δημ. 317. 1· ὅσον ἐπιβάλλει αὐτοῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 13, 8, πρβλ. 2. 3, 4., 3. 6, 3 κτλ.:- [[ἐνίοτε]] καὶ ἀπροσ. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τοὺς Δελφοὺς δὲ ἐπέβαλλε [[τεταρτημόριον]] τοῦ μισθώματος [[παρασχεῖν]], ἔπιπτεν εἰς τὸ μερίδιόν των νὰ παράσχωσι… Ἡρόδ. 2. 180· ἢ μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., ἐπιβάλλει τινὶ ποιεῖν Πολύβ. 18. 34, 1:- τὸ [[ἐπιβάλλον]] (ἐξυπ. [[μέρος]]), τὸ [[μέρος]] τὸ ὁποῖον ἀνήκει («πίπτει») εἴς τινα, Ἡρόδ. 4. 115, πρβλ. Ἑβδ. (Τωβ. Γ΄, 17., Ϛ΄, 11)· οὕτω, τὸ ἐπ. ἐφ’ ἡμᾶς [[μέρος]] Δημ. 312. 2· τὸ ἐπ. [[μέρος]] τῆς οὐσίας Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε, 12. 7) ἐπικλείω, Ἀριστ. π. Ζ. Moρ. 3. 3, 11 ΙΙΙ. Μέσ., τὸ πλεῖστον ὡς τὸ ἐνεργ. ἐν τῇ ἀμεταβ. χρήσει, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], 1) μετὰ γεν., τρέπομαι εἴς τι, ἔχω τὸν νοῦν μου εἰς, ἐφίεμαί τινος, μή τις νῦν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος [[μετόπισθε]] μιμνέτω Ἰλ. Ζ. 68· [[παρθενίας]] ἐπιβάλλομαι Σαπφὼ 103· τοῦ εὖ ζῆν ἐπιβάλλονται Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 16. 2) μετ’ αἰτ., βάλλω [[ἐπάνω]] μου, ἐπιβαλλομέναν… πλόκον ἀνθέων Εὐρ. Μήδ. 840· καὶ ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο, ἔβαλον, ἔρριψαν κλήρους, Ὀδ. Ξ. 209· αὐθαίρετον δουλείαν ἐπιβαλεῖται (ἡ [[πόλις]]), θὰ ἐπιβάλῃ εἰς ἑαυτήν, Θουκ. 6. 40. 3) μετ’ αἰτ. [[ὡσαύτως]], ἐπιχειρῶ, [[ἀναλαμβάνω]], Πλάτ. Σοφ. 264Β, Τίμ. 48C, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 1, 1:- καὶ μετ’ ἀπαρ., ἔχω κατὰ νοῦν, προτίθεμαι νὰ πράξω τι, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 282. 14 καὶ 27. 4) μετὰ δοτ., ἐπιχειρῶ τι, φεῦγε θαλάσσια ἔργα, βοῶν δ’ ἐπιβάλλευ ἐχέτλῃ Ἀνθ. Π. 7. 650:- μεταφ., ἀφιερώνω ἐμαυτὸν εἴς τι, Πολύβ. 5. 81, 1, Διον. Ἁλ. κλπ.:- ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[φθάνω]] εἴς τι, πολίεσσι Καλλ. εἰς Δῆλ. 68. IV. ἐν τῷ Παθ., ἐπιβεβλημένους τοὺς τοξότας, δηλ. ἔχοντας τὰ βέλη τεθειμένα ἐπὶ τῆς νευρᾶς καὶ ἑτοίμους ὄντας νὰ τοξεύσωσιν, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 28, πρβλ. 5. 2, 12· [[λάσιον]] ἐπιβεβλημένος, ἔχων [[ἐπάνω]] του ἢ φορῶν δασὺ λινοῦν [[ὀθόνιον]], Θεόπομπ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 4 (Ἐρωτιαν. σ. 244).
|lstext='''ἐπιβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. ἐπέβᾰλον: 1) μεταβατ., [[ῥίπτω]] ἢ βάλλω τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, Λατ. injicere, θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν, ἃς ἐπέβαλλον κειρόμενοι, ταῖς θριξὶ δὲ πάντα τὸν νεκρὸν κατεκάλυψαν ἃς ἐπέρριπον ἐπ’ αὐτῷ κείροντες ἑαυτούς, Ἰλ. Ψ. 135· ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ, ἔβαλεν ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ξ. 520· βάλεν δὲ ἐπὶ δέρμα ἑκάστω Δ. 440· ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ Ἡροδ. 7. 107· ἐγὼ μὲν ἐπιβαλών φάρη κόραις ἐμαῖσι, ἐπικαλύψας τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν μου δι’ ὑφασμάτων, Εὐρ. Ἠλ. 1221· φορμηδὸν ἐπὶ ἁμάξας ἐπιβαλόντες, ἐπιρρίψαντες αὐτοὺς σωρηδὸν εἰς ἁμάξας, Θουκ. 4. 48, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 75., 5. 112· ἐπιβάλλοντας (ἐξυπ. χοῦν), ἐπιρρίπτοντας, ἐπισωρεύοντας, Θουκ. 2. 76. 2) [[ἐπιτίθημι]] Λάτ. applicare, νόῳ δ’ ἐπέβαλλεν τοῖς ἵπποις ἱμάσθλην, μετεχειρίζετο δὲ τὴν μάστιγα μετὰ περισκέψεως, «τεχνικῶς ἤλαυνεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ζ. 320· ἐπιβ. [[πληγάς]] τινι Ξεν. Πολ. Λακ. 2, 8· [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἐπὶ χεῖρα βάλοι Αἰσχύλ. Χο. 395, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 933· ἐπ. χεῖράς τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 440:- παρὰ πεζολόγοις, [[ἐπιβάλλω]] ὡς φόρον τινί τι Ἡρόδ. 1. 106., 2. 180· ὡς [[πρόστιμον]] ἢ ποινήν, ζημίην, φυγὴν ἐπ. τινὶ ὁ αυτ. 6. 92., 7. 3· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἐπιβολὴν ἐπιβάλλειν Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 83. 8 καὶ 90. 2. ἔκδ. Blass· [[ἀργύριον]] Λυσ. 114. 39, πρβλ. ἐπιβολὴ ΙΙ. 2:- οὕτω παρὰ Τραγ., θνητοῖς ἐπ. κακὰ, λύπην, κτλ., Σοφ. Τρ. 128, Εὐρ. Μήδ. 1115, πρβλ. Θουκ. 8. 108. 3) ἐπιβ. σφραγίδα, ἐπιτιθέναι, Ἡρόδ. 3. 128, πρβλ. 2. 38· ἐπὶ τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 559· τινὶ [[αὐτόθι]] 1215. 4) [[προστίθημι]], τι Πίνδ. ΙΙ. 11. 22, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. Α. 1, 1· καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, τινί τι Θεόκρ. 23. 27· ἐπιβ. [[γάλα]] ἐπὶ τὸ [[ὕδωρ]] Θεόφρ. περὶ Πυρὸς 49:- μεταφ., [[ῥίπτω]] εἰς τὸ [[μέσον]], [[ἀναφέρω]], [[ὑπομιμνήσκω]], Λάτ. mentionem injicere rei, ἀνέφελον ἐπέβαλες ἁμέτερον [[οἷον]] ἔφυ κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246, [[ἔνθα]] ὁ Jebb διορθοῖ κατὰ τὸν Σχολιαστὴν ἐνέβαλες:- ἀπολ., [[προσφέρω]] μείζονα τιμὴν ἐν δημοπρασίᾳ, ὀλίγου μισθωσάμενον ἅτ’ οὐθενὸς ἐπιβάλλοντος Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 9. 5) [[προστίθημι]], νέον ἀεὶ ἐπιβάλλει Πλάτ. Κρατ. 409Β. 6) τοποθετῶ ἀμέσως πλησίον, ταύταις δὲ κατόπιν ἐπέβαλον τὸν τέταρτον στόλον Πολύβ. 1. 26, 15. 7) ἀφίνω νὰ αὐξηθῇ τι, κλήματα ἐπιβάλλειν Θεόφρ. 1. Φ. 4. 13, 5. ΙΙ ἀπολ., εὐστόχως καὶ ἐπιτυχῶς πορεύομαι ἢ [[πλέω]] κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τι [[μέρος]], μετ’ αἰτ., ἡ δὲ ([[ναῦς]]) Φεὰς ἐπέβαλλεν ἐπειγομένη Διὸς οὔρῳ Ὀδ. Ο. 297· μεταγεν. μετὰ δοτ. τόπου, ἐπέβαλε τοῖς καταντικρὺ τῆς πόλεως λόφοις Πολύβ. 5. 18, 3, κτλ.· εἰς ἢ ἐπὶ τόπον ὁ αὐτ. 2. 24, 17., 3. 6, 6· πρβλ. [[ἐπέχω]] ΙΙΙ. 1. 2) [[πίπτω]] [[ἐπάνω]] τινός, πατοῦσαι ἀλλήλας καὶ ἐπιβάλλουσαι (αἱ ψυχαί) Πλάτ. Φαῖδρ. 248Α· [[ὅπου]] γὰρ ἂν ὁ [[ἥλιος]] ἐπιβάλλῃ [[πλείω]] φύεται Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἰστ. 8. 13, 1·- ἰδίως ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι, προσβάλω, Λάτ. irruere, [[ἐπιβάλλον]] περὶ τὸ [[στόμα]] [[αὐτόθι]] 9. 39, 7, Διόδ. 17. 64:- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1216. 3) (ἐξυπ. τὸν νοῦν) δίδω ἐμαυτὸν εἴς τι, ἀφιεροῦμαι εἴς τί, μετὰ δοτ., τοῖς κοινοῖς πράγμασιν ἐπ., Λάτ. capessere rempublicam, Πλουτ. Κικέρ. 4· (πλῆρες, τὴν διάνοιαν ἐπ’. πρὸς τι Διόδ. 2Ο. 43):- [[καθόλου]], δίδω προσοχὴν εἴς τι, σχέπτομαι [[περί]] τινος, Λάτ. animum advertere, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 72, πρβλ. [[ἐπέχω]] ΙΙΙ. 2. 4) [[παρεμπίπτω]], Λάτ. incidere, [[ὅταν]] ἐπιβάλλῃ περὶ τοιαύτης πoλιτείας ἡ [[σκέψις]] Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6. 22· κατὰ τὸν ἐπιβάλλοντα λόγον ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Ζ. Γεν. 1. 2, 1· ζῶ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον μετά τινος, τινὶ Κλήμ. Ἀλ. 327. 5) ἐπακολουθῶ, [[ἔρχομαι]] ἀμέσως μετά τινα, ἀεὶ τῶν ἑξῆς ἐπιβαλλόντων Πολύβ. 11. 23, 2, Πλουτ. Αἰμίλ. 33· ἐπί τινι Διόδ. 18. 33:- ἀπολ., ἐπιβαλὼν ἔφη, ἐπὶ τούτοις εἶπε, Πολύβ. 1. 80, 1. 6) [[ἀνήκω]] εἴς τινα, [[πίπτω]] εἰς τὸ μερίδιόν τινος, [[μόριον]] ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε Ἡρόδ. 7. 23, πρβλ Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 16· εἰ μὴ τὸ ὅλον, [[μέρος]] γε, ἐπιβάλλει ἅπασι Δημ. 317. 1· ὅσον ἐπιβάλλει αὐτοῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 13, 8, πρβλ. 2. 3, 4., 3. 6, 3 κτλ.:- [[ἐνίοτε]] καὶ ἀπροσ. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τοὺς Δελφοὺς δὲ ἐπέβαλλε [[τεταρτημόριον]] τοῦ μισθώματος [[παρασχεῖν]], ἔπιπτεν εἰς τὸ μερίδιόν των νὰ παράσχωσι… Ἡρόδ. 2. 180· ἢ μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., ἐπιβάλλει τινὶ ποιεῖν Πολύβ. 18. 34, 1:- τὸ [[ἐπιβάλλον]] (ἐξυπ. [[μέρος]]), τὸ [[μέρος]] τὸ ὁποῖον ἀνήκει («πίπτει») εἴς τινα, Ἡρόδ. 4. 115, πρβλ. Ἑβδ. (Τωβ. Γ΄, 17., Ϛ΄, 11)· οὕτω, τὸ ἐπ. ἐφ’ ἡμᾶς [[μέρος]] Δημ. 312. 2· τὸ ἐπ. [[μέρος]] τῆς οὐσίας Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε, 12. 7) ἐπικλείω, Ἀριστ. π. Ζ. Moρ. 3. 3, 11 ΙΙΙ. Μέσ., τὸ πλεῖστον ὡς τὸ ἐνεργ. ἐν τῇ ἀμεταβ. χρήσει, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], 1) μετὰ γεν., τρέπομαι εἴς τι, ἔχω τὸν νοῦν μου εἰς, ἐφίεμαί τινος, μή τις νῦν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος [[μετόπισθε]] μιμνέτω Ἰλ. Ζ. 68· [[παρθενίας]] ἐπιβάλλομαι Σαπφὼ 103· τοῦ εὖ ζῆν ἐπιβάλλονται Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 16. 2) μετ’ αἰτ., βάλλω [[ἐπάνω]] μου, ἐπιβαλλομέναν… πλόκον ἀνθέων Εὐρ. Μήδ. 840· καὶ ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο, ἔβαλον, ἔρριψαν κλήρους, Ὀδ. Ξ. 209· αὐθαίρετον δουλείαν ἐπιβαλεῖται (ἡ [[πόλις]]), θὰ ἐπιβάλῃ εἰς ἑαυτήν, Θουκ. 6. 40. 3) μετ’ αἰτ. [[ὡσαύτως]], ἐπιχειρῶ, [[ἀναλαμβάνω]], Πλάτ. Σοφ. 264Β, Τίμ. 48C, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 1, 1:- καὶ μετ’ ἀπαρ., ἔχω κατὰ νοῦν, προτίθεμαι νὰ πράξω τι, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 282. 14 καὶ 27. 4) μετὰ δοτ., ἐπιχειρῶ τι, φεῦγε θαλάσσια ἔργα, βοῶν δ’ ἐπιβάλλευ ἐχέτλῃ Ἀνθ. Π. 7. 650:- μεταφ., ἀφιερώνω ἐμαυτὸν εἴς τι, Πολύβ. 5. 81, 1, Διον. Ἁλ. κλπ.:- ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[φθάνω]] εἴς τι, πολίεσσι Καλλ. εἰς Δῆλ. 68. IV. ἐν τῷ Παθ., ἐπιβεβλημένους τοὺς τοξότας, δηλ. ἔχοντας τὰ βέλη τεθειμένα ἐπὶ τῆς νευρᾶς καὶ ἑτοίμους ὄντας νὰ τοξεύσωσιν, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 28, πρβλ. 5. 2, 12· [[λάσιον]] ἐπιβεβλημένος, ἔχων [[ἐπάνω]] του ἢ φορῶν δασὺ λινοῦν [[ὀθόνιον]], Θεόπομπ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 4 (Ἐρωτιαν. σ. 244).
}}
}}
{{bailly
{{bailly