Anonymous

τιθηνέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐθηνέω''': περιποιοῦμαι, [[περιθάλπω]], [[τρέφω]] ὡς [[τροφός]], «τιθηνεῖ· τρέφει» (Ἡσύχ.), ζῴων πάντων, ὁπόσα ἐν κόλποισι τιθηνεῖ [[γαῖα]] θεὰ [[μήτηρ]] καὶ [[πόντιος]] [[εἰνάλιος]] [[Ζεὺς]] Ὀρφ. Ὕμν. 62. 15. - Παθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 826. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ἴδε Schäf. Mel. σελ. 82), [[τρέφω]] ὡς [[τροφός]], [[θηλάζω]], παῖδα νεογνὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142, πρβλ. Θέογν. 1231, Σιμωνίδ. 150, 173· περιποιοῦμαι ὡς [[τροφός]], Ξεν. Κύρ. 8. 5, 19. 2) διατηρῶ, [[διατρέφω]], οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν Σοφ. Ο. Κ. 1050· - ὁ ἀόρ. ἐτιθήνατο, [[ὥσπερ]] ἐξ ἐνεστ. [[τιθαίνομαι]], ἀπαντᾷ ἐν Λουκιανοῦ Τραγῳδοποδάγρᾳ 94.
|lstext='''τῐθηνέω''': περιποιοῦμαι, [[περιθάλπω]], [[τρέφω]] ὡς [[τροφός]], «τιθηνεῖ· τρέφει» (Ἡσύχ.), ζῴων πάντων, ὁπόσα ἐν κόλποισι τιθηνεῖ [[γαῖα]] θεὰ [[μήτηρ]] καὶ [[πόντιος]] [[εἰνάλιος]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ὀρφ. Ὕμν. 62. 15. - Παθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 826. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ἴδε Schäf. Mel. σελ. 82), [[τρέφω]] ὡς [[τροφός]], [[θηλάζω]], παῖδα νεογνὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142, πρβλ. Θέογν. 1231, Σιμωνίδ. 150, 173· περιποιοῦμαι ὡς [[τροφός]], Ξεν. Κύρ. 8. 5, 19. 2) διατηρῶ, [[διατρέφω]], οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν Σοφ. Ο. Κ. 1050· - ὁ ἀόρ. ἐτιθήνατο, [[ὥσπερ]] ἐξ ἐνεστ. [[τιθαίνομαι]], ἀπαντᾷ ἐν Λουκιανοῦ Τραγῳδοποδάγρᾳ 94.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />allaiter ; nourrir, prendre soin de;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τιθηνέομαι]], [[τιθηνοῦμαι]];<br /><b>1</b> allaiter ; ἡ τιθηνουμένη LUC la nourrice;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourrir, élever ; entourer de soins, soigner, cultiver.<br />'''Étymologie:''' [[τιθήνη]].
|btext=-ῶ :<br />allaiter ; nourrir, prendre soin de;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τιθηνέομαι]], [[τιθηνοῦμαι]];<br /><b>1</b> allaiter ; ἡ τιθηνουμένη LUC la nourrice;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourrir, élever ; entourer de soins, soigner, cultiver.<br />'''Étymologie:''' [[τιθήνη]].
}}
}}