3,273,735
edits
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar") |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παιδεία''': ἡ, ἀνατροφὴ παιδίου, Αἰσχύλ. Θήβ. 18, πρβλ. Dind. εἰς Σοφ. Ἀποσπ. 433. 2) ἀνατροφὴ καὶ [[διδασκαλία]], ἐκπαίδευσις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[τροφή]], λέξω [[τοίνυν]] τὴν ἀρχαίαν παιδείαν ὡς διέκειτο κτλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 961, Θουκ. 2. 39. Πλάτ. Φαίδων 107D, Φίληβ. 55D, κτλ. 3) τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τῆς ἀνατροφῆς καὶ ἐκπαιδεύσεως, [[παιδεία]], ([[ὅπερ]] ἑρμηνεύει ὁ Γέλλ. 13. 16. humanitas), Πλάτ. Πρωτ. 327D, Γοργ. 470Ε˙ τῆς Λακεδαιμονίων π. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 343Α˙ - ὁρισμὸς τῆς παιδείας, παιδείαν δὴ [[λέγω]] τὴν παραγιγνομένην πρῶτον παισὶν ἀρετὴν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 653C· ἐν τῷ πληθ., [[σύστημα]] ἐκπαιδεύσεως, [[αὐτόθι]] 804D· περὶ τῶν ἀποτελούντων τὴν παιδείαν, ἴδε τὸν αὐτ. ἐν Πολ. 376Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3˙ ὁ Πλάτ. [[πολλαχοῦ]] πραγματεύεται περὶ παιδείας, ἴδε τοὺς πίνακας τῆς μεταφρ. τοῦ Jowett, πρβλ. Ἀριστ. ἐν Πολιτ. 7. 17., 8. 1, κἑξ. 4) ἡ [[περιποίησις]] τῶν δένδρων, δενδροκομική, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 4. 5) πλεκτὰν Αἰγύπτου παιδείαν ἐξηρτήσασθε, πλεκτὴν ἐργασίαν τῆς Αἰγύπτου, δηλ. τὰ κρεμαστὰ ἐκ βύβλου ἱστία, Εὐρ. Τρῳ. 128. 6) πᾶν ὅ,τι ἐδιδάχθη τις ἢ ἔμαθε, [[τέχνη]], [[ἐπιστήμη]], Λατ. disciplina, π. [[ἱερή]], ἐπὶ τῆς ἰατρικῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 6297. ΙΙ. [[νεότης]], παιδικὴ [[ἡλικία]], παιδείης πολυήρατον [[ἄνθος]] Θέογν. 1305, πρβλ. 1348˙ ἐκ παιδείας φίλος Λυσ. 159. 1˙ καὶ πιθανῶς αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] τοῦ στερρὰν παιδείαν ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 206˙ - οὕτω, [[παιδία]], Ἰωνικ. -ίη, ἐν παιδίῃ καὶ νεότητι Ἱππ. 113C˙ [[ὡσαύτως]] [[παιδαριώδης]] [[τρόπος]], [[παιδαριώδης]] [[ἀνοησία]], Πλάτ. Νόμ. 808Ε, 864D, καὶ [[ἴσως]] Πολιτ. 268E. 2) ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, ὡς τὸ juventus, ἡ [[νεολαία]], [[ὅμιλος]] νέων, παιδείας λιπαρὴς [[ὄχλος]] Λουκ. Ἔρωτ. 6. - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις φέρεται [[παιδία]]˙ πρβλ. καὶ τὸ παιδιὰ ἐν τέλ. | |lstext='''παιδεία''': ἡ, ἀνατροφὴ παιδίου, Αἰσχύλ. Θήβ. 18, πρβλ. Dind. εἰς Σοφ. Ἀποσπ. 433. 2) ἀνατροφὴ καὶ [[διδασκαλία]], ἐκπαίδευσις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[τροφή]], λέξω [[τοίνυν]] τὴν ἀρχαίαν παιδείαν ὡς διέκειτο κτλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 961, Θουκ. 2. 39. Πλάτ. Φαίδων 107D, Φίληβ. 55D, κτλ. 3) τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τῆς ἀνατροφῆς καὶ ἐκπαιδεύσεως, [[παιδεία]], ([[ὅπερ]] ἑρμηνεύει ὁ Γέλλ. 13. 16. humanitas), Πλάτ. Πρωτ. 327D, Γοργ. 470Ε˙ τῆς Λακεδαιμονίων π. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 343Α˙ - ὁρισμὸς τῆς παιδείας, παιδείαν δὴ [[λέγω]] τὴν παραγιγνομένην πρῶτον παισὶν ἀρετὴν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 653C· ἐν τῷ πληθ., [[σύστημα]] ἐκπαιδεύσεως, [[αὐτόθι]] 804D· περὶ τῶν ἀποτελούντων τὴν παιδείαν, ἴδε τὸν αὐτ. ἐν Πολ. 376Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3˙ ὁ Πλάτ. [[πολλαχοῦ]] πραγματεύεται περὶ παιδείας, ἴδε τοὺς πίνακας τῆς μεταφρ. τοῦ Jowett, πρβλ. Ἀριστ. ἐν Πολιτ. 7. 17., 8. 1, κἑξ. 4) ἡ [[περιποίησις]] τῶν δένδρων, δενδροκομική, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 4. 5) πλεκτὰν Αἰγύπτου παιδείαν ἐξηρτήσασθε, πλεκτὴν ἐργασίαν τῆς Αἰγύπτου, δηλ. τὰ κρεμαστὰ ἐκ βύβλου ἱστία, Εὐρ. Τρῳ. 128. 6) πᾶν ὅ,τι ἐδιδάχθη τις ἢ ἔμαθε, [[τέχνη]], [[ἐπιστήμη]], Λατ. [[disciplina]], π. [[ἱερή]], ἐπὶ τῆς ἰατρικῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 6297. ΙΙ. [[νεότης]], παιδικὴ [[ἡλικία]], παιδείης πολυήρατον [[ἄνθος]] Θέογν. 1305, πρβλ. 1348˙ ἐκ παιδείας φίλος Λυσ. 159. 1˙ καὶ πιθανῶς αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] τοῦ στερρὰν παιδείαν ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 206˙ - οὕτω, [[παιδία]], Ἰωνικ. -ίη, ἐν παιδίῃ καὶ νεότητι Ἱππ. 113C˙ [[ὡσαύτως]] [[παιδαριώδης]] [[τρόπος]], [[παιδαριώδης]] [[ἀνοησία]], Πλάτ. Νόμ. 808Ε, 864D, καὶ [[ἴσως]] Πολιτ. 268E. 2) ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, ὡς τὸ juventus, ἡ [[νεολαία]], [[ὅμιλος]] νέων, παιδείας λιπαρὴς [[ὄχλος]] Λουκ. Ἔρωτ. 6. - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις φέρεται [[παιδία]]˙ πρβλ. καὶ τὸ παιδιὰ ἐν τέλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[παιδεύω]]; tutorage, i.e. [[education]] or [[training]]; by [[implication]], disciplinary [[correction]]: [[chastening]], [[chastisement]], [[instruction]], [[nurture]]. | |strgr=from [[παιδεύω]]; tutorage, i.e. [[education]] or [[training]]; by [[implication]], [[disciplinary]] [[correction]]: [[chastening]], [[chastisement]], [[instruction]], [[nurture]]. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer |