Anonymous

γαυριάω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γαυριάω:''' [[κυρίως]] στον Ενεργ. και Μέσ. ενεστ.· [[υπερηφανεύομαι]], [[καμαρώνω]], επαίρομαι· λέγεται για άλογα, σε Πλούτ.· και στη Μέσ., σε Ξεν.· μεταφ., [[υπερηφανεύομαι]] για [[κάτι]], με δοτ., σε Δημ.· <i>ἐπὶ σφίσι γαυριόωντες</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''γαυριάω:''' [[κυρίως]] στον Ενεργ. και Μέσ. ενεστ.· [[υπερηφανεύομαι]], [[καμαρώνω]], επαίρομαι· λέγεται για άλογα, σε Πλούτ.· και στη Μέσ., σε Ξεν.· μεταφ., [[υπερηφανεύομαι]] για [[κάτι]], με δοτ., σε Δημ.· <i>ἐπὶ σφίσι γαυριόωντες</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[γαυριῶ]] ([[γαυριάω]]) (AM) [[γαύρος]]<br /><b>1.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[καμαρώνω]] (α. «[[ὥσπερ]] ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» — άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν [[μέρος]] στους αγώνες, <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]], έχω [[αφθονία]] («γαυριῶσαι τράπεζαι»).
}}
}}
{{elru
{{elru