Anonymous

ῥῆξις: Difference between revisions

From LSJ
1,352 bytes added ,  13 August 2022
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥῆξις]], εως, [ῥήγνυμαι]<br />a breaking, bursting, ῥήξεις [[broken]] flames, a bad [[omen]], Eur.
|mdlsjtxt=[[ῥῆξις]], εως, [ῥήγνυμαι]<br />a breaking, bursting, ῥήξεις [[broken]] flames, a bad [[omen]], Eur.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ῥῆξις]], ῥήξεως, ΝΑ, και αιολ. τ. [[ϝρῆξις]], Α<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ρηγνύω]], [[σπάσιμο]], [[διάσπαση]], [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> βίαιη [[διάσπαση]] τών ιστών («ῥῆξεις πλευμόνων», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> [[ρήγμα]], [[χάσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> βίαιη [[διάνοιξη]] της εισόδου κτηρίου ή κιβωτίου για [[κλοπή]] ή αξιόποινη [[πράξη]], επιβαρυντική στην [[επιμέτρηση]] της ποινής<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) βίαιη [[διακοπή]] σχέσεων, [[διάσταση]] («ήλθαν σε [[ρήξη]], λόγω έντονης διαφωνίας»)<br />β) [[σύγκρουση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκροή]], [[καταρροή]] («αἵματος [[ῥῆξις]] διὰ ῥινῶν», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> απαθή [[βαθμίδα]] <i>ῥηγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>πρβλ.</b> [[πῆξις]])].
}}
}}