ῥῆξις
English (LSJ)
-εως, ἡ, Aeol. ϝρῆξις Alc.149:—
A breaking, bursting, φλεβίου Hp.Aph.4.78; sc. ὀστέου Id.VC12; πλευμόνων Phld.Ir.p.28 W. (pl.); ἐμπύρους τ' ἀκμὰς ῥήξεις τε, i.e. both the pointed flames and the broken (the former a good omen, the latter bad), E.Ph.1256; κατὰ ῥῆξιν νέφους Arist.Mu.394b17, cf. Stoic.1.34; ἀέρος ῥ., as the effect of a mighty shout, Plu.Flam.10.
2 breaking forth, τῶν καταμηνίων Hp.Aph.3.28 (pl.); αἵματος ῥ. διὰ ῥινῶν Id.Prog.7; discharge, Id.Aph.5.15, Epid.6.6.12.
II rent, cleft, Plu.2.935c (pl.); ῥήξεις ἐν τοῖς τείχεσιν Ph.Bel.84.22.
German (Pape)
[Seite 840] ἡ, das Reißen, Durchbrechen, Plut. Aem. P. 14; der Riß, Ritz, Spalt, Durchbruch, Eur. Phoen. 1262, Arist. u. Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 3, öfter.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
déchirure, fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ῥῆξις: εως ἡ разрыв, трещина (νέφους Arst.): ἔμπυροι ῥήξεις Eur. трещины в пламени (считавшиеся дурной приметой при жертвоприношении).
Greek (Liddell-Scott)
ῥῆξις: -εως, ἡ, (ῥήγνυμαι) διάρρηξις, «σπάσιμον», φλεβίου Ἱππ. Ἀφ. 1252· ὀστέου ὁ αὐτ. ἐν Τρωμ. Κεφ. 903· - ἐμπύρους τ’ ἀκμὰς ῥήξεις τε ἐνώμων, παρετήρουν (οἱ μάντεις) τὰς εἰς ὀξὺ ληγούσας φλόγας καὶ τὰς διαρρηγνυμένας ἀτάκτως (ὧν αἱ πρῶται ἦσαν καλὸς οἰωνός, αἱ δὲ δεύτεραι κακός), Εὐρ. Φοίν. 1255, πρβλ. πυρὸς ἀκμαῖς Ἐπικράτ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1· κατὰ ῥῆξιν νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 11· ῥ. ἀέρος, ὡς ἀποτέλεσμα ἰσχυροῦ ἤχου, Πλουτ. Φλαμ. 10. 2) διάρρηξις, ἐκροή, τῶν καταμηνίων Ἱππ. Ἀφ. 1248· αἵματος ῥ. ἐκ τῶν ῥινῶν ὁ αὐτ. 38. 46· - πύωσις, «ὄμπυασμα», ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1253, πρβλ. 1191Α. ΙΙ. ὡς τὸ ῥῆγμα, βάθεσι μεγάλοις καὶ ῥήξεσιν Πλούτ. 2. 935C.
Greek Monotonic
ῥῆξις: -εως, ἡ (ῥήγνυμαι), σπάσιμο, έκρηξη, διάρρηξη, ρήγμα· ῥήξεις, κομματιασμένες φλόγες, ως ένδειξη κακού οιωνού, σε Ευρ.
Middle Liddell
ῥῆξις, εως, [ῥήγνυμαι]
a breaking, bursting, ῥήξεις broken flames, a bad omen, Eur.
Greek Monolingual
η / ῥῆξις, ῥήξεως, ΝΑ, και αιολ. τ. ϝρῆξις, Α
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρηγνύω, σπάσιμο, διάσπαση, άνοιγμα
2. ιατρ. βίαιη διάσπαση τών ιστών («ῥῆξεις πλευμόνων», Φιλόδ.)
3. ρήγμα, χάσμα
νεοελλ.
1. (νομ.) βίαιη διάνοιξη της εισόδου κτηρίου ή κιβωτίου για κλοπή ή αξιόποινη πράξη, επιβαρυντική στην επιμέτρηση της ποινής
2. μτφ. α) βίαιη διακοπή σχέσεων, διάσταση («ήλθαν σε ρήξη, λόγω έντονης διαφωνίας»)
β) σύγκρουση
αρχ.
εκροή, καταρροή («αἵματος ῥῆξις διὰ ῥινῶν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -σις (πρβλ. πῆξις)].