3,277,172
edits
(6) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. | |mltxt=κ. [[άπρακτος]], -η, -ο (AM [[ἄπρακτος]], -ον) [[πράττω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φέρνει [[αποτέλεσμα]], [[ανώφελος]], [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει γίνει, ο [[ανεκτέλεστος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[ανεπιτυχής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αδρανής]]<br /><b>2.</b> [[ανίδεος]], [[άπειρος]]<br /><b>3.</b> [[ασύνετος]], [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγρό) [[ακαλλιέργητος]], [[χέρσος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν παίρνει [[μέρος]] σε [[κάτι]], που δεν κάνει [[τίποτε]], ο [[αργός]]<br /><b>3.</b> αυτός για τον οποίο [[τίποτε]] δεν μπορεί να γίνει, που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον αντιμετωπίσει<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έχει προσβληθεί<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἄπρακτοι ἡμέραι» — ημέρες αργίας, διακοπές<br />β) «[[ἄπρακτος]] [[χρόνος]]» — [[περίοδος]] απραγίας ή αδράνειας. | ||
}} | }} |