3,273,006
edits
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=λογῐστῐκός | ||
|Medium diacritics=λογιστικός | |Medium diacritics=λογιστικός | ||
|Low diacritics=λογιστικός | |Low diacritics=λογιστικός | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=logistikos | |Transliteration C=logistikos | ||
|Beta Code=logistiko/s | |Beta Code=logistiko/s | ||
|Definition= | |Definition=λογιστική, λογιστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[skilled in calculating]] or [[practised in calculating]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''145a, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.1.7; οἱ φύσει λ. Pl.''R.''526b; of a [[mathematician]], ''AP''11.267: Subst. ἡ [[λογιστική]] (with or without [[τέχνη]]), [[practical arithmetic]], the [[art of arithmetic]], opp. [[ἀριθμητική]] (the [[science]] of [[number]]), Pl.''Grg.'' 450d, 451b, ''R.''525a, al.; so [[τὸ λογιστικόν]] Id.''Chrm.''174b; ἡ [[λογιστική]], opp. [[γεωμετρία]], Archyt.4.<br><span class="bld">II</span> [[endued with reason]], [[rational]], ζῷα Arist. ''de An.'' 434a7; (τὸ) [[λογιστικόν]] <b class="b3">[μόριον τῆς ψυχῆς]</b> ib.432a25; λογιστικὴ [[ὄρεξις]], opp. [[ἄλογος]], Id.''Rh.''1369a2; <b class="b3">τὸ λ.</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῆς ψυχῆς</b>) the [[reasoning faculty]], Pl.''R.''439d, cf. Arist.''Top.''128b38; = [[τὸ βουλευτικόν]], Id.''EN''1139a12.<br><span class="bld">2</span> [[using one's reason]], [[reasonable]], X.''HG''5.2.28, Men.''Epit.''541.<br><span class="bld">III</span> [[λογιστικόν]], τό, [[expense]]s of the [[λογιστεία]], ''Inscr.Délos''395.13, 399 ''A''96 (ii B. C.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne le calcul]] ; ἡ λογιστική ([[τέχνη]]) la science pratique du calcul ; ὁ [[λογιστικός]] XÉN habile calculateur;<br /><b>2</b> [[qui concerne le raisonnement]] ; <i>particul.</i> [[qui raisonne bien]], [[raisonnable]], [[sensé]].<br />'''Étymologie:''' [[λογίζομαι]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum [[Rechnen]], [[Berechnen]] [[gehörig]], [[geschickt]]</i>; ἡ λογιστική, <i>die [[Rechenkunst]]</i>, [[neben]] ἀστρονομική, Plat. <i>Theaet</i>. 145a; als die [[gemeine]], praktische [[Rechenkunst]] von der ἀριθμητική, der theoretischen Zahlenkunde, [[unterschieden]], <i>Gorg</i>. 451b, vgl. <i>Rep</i>. VII.525a; ὁ λογ., <i>der sich aufs [[Rechnen]] versteht</i>, Xen. <i>Mem</i>. 1.1.7; <i>der [[Mathematiker]], Ep.adesp</i>. 91 (XI.267); – τὸ λογιστικόν, <i>das [[Denkvermögen]], die [[Vernunft]]</i>, Plat. <i>Rep</i>. IV.440f; Arist. <i>eth</i>. 6.1 und bes. Plut. oft; ἡ λ. [[ὄρεξις]], <i>vernünftiges [[Begehren]]</i>, Arist. <i>rhet</i>. 1.10; ὁ λ., <i>im [[Denken]] [[geübt]], [[denkend]]</i>, Xen. <i>Hell</i>. 5.2.28; λογιστικώτατος, Poll. 4.163. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λογιστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[счетный]] Plat., Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[сильный в искусстве счета]] ([[ἄνθρωπος]] Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[одаренный разумом]], [[разумный]] ([[ζῷον]], τὸ [[μέρος]] τῆς ψυχῆς Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[правильно рассуждающий]], [[благоразумный]], [[разумный]], [[рассудительный]] (οὐ λ. οὐδὲ [[φρόνιμος]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λογιστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἔμπειρος]] περὶ τὸ λογίζεσθαι, εἰς ὑπολογισμούς, Πλάτ. Θεαίτ. 145Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· οἱ φύσει λ. Πλάτ. Πολ. 526Β· ἐπὶ ἀνδρὸς μαθηματικοῦ, Ἀνθ. Π. 11. 267· - ἡ λογιστικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὡς τὸ λογισμοί, πρακτικὴ ἀριθμιτική, «λογαριασμοί», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀριθμητικὴν (τὴν ἐπιστήμην), Πλάτ. Γοργ. 450D, 451B, Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὸ λογιστικὸν ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 174Β. ΙΙ. πεπροικισμένος μὲ λογικόν, [[λογικός]], [[ἔλλογος]], ζῷα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 11, 2· τὸ λ. [[μέρος]] τῆς ψυχῆς [[αὐτόθι]] 3. 9, 5, Ἠθ. Νικ. 6. 1, 6, κ. ἀλλ.· λ. [[ὄρεξις]], ἀντίθετ. τῷ [[ἄλογος]], ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 10, 7· - τὸ λογικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ συλλογίζεσθαι, Πλάτ. Πολ. 439D, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 5, κἑξ. 2) ὁ μεταχειριζόμενος τὸ λογικόν του, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 28. | |lstext='''λογιστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἔμπειρος]] περὶ τὸ λογίζεσθαι, εἰς ὑπολογισμούς, Πλάτ. Θεαίτ. 145Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· οἱ φύσει λ. Πλάτ. Πολ. 526Β· ἐπὶ ἀνδρὸς μαθηματικοῦ, Ἀνθ. Π. 11. 267· - ἡ λογιστικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὡς τὸ λογισμοί, πρακτικὴ ἀριθμιτική, «λογαριασμοί», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀριθμητικὴν (τὴν ἐπιστήμην), Πλάτ. Γοργ. 450D, 451B, Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὸ λογιστικὸν ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 174Β. ΙΙ. πεπροικισμένος μὲ λογικόν, [[λογικός]], [[ἔλλογος]], ζῷα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 11, 2· τὸ λ. [[μέρος]] τῆς ψυχῆς [[αὐτόθι]] 3. 9, 5, Ἠθ. Νικ. 6. 1, 6, κ. ἀλλ.· λ. [[ὄρεξις]], ἀντίθετ. τῷ [[ἄλογος]], ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 10, 7· - τὸ λογικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ συλλογίζεσθαι, Πλάτ. Πολ. 439D, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 5, κἑξ. 2) ὁ μεταχειριζόμενος τὸ λογικόν του, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 28. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λογιστικός:''' -ή, -όν·<br /><b class="num">I.</b> [[επιτήδειος]] ή [[έμπειρος]], [[ικανός]] στους υπολογισμούς, σε Ξεν., Πλάτ.· <i>ἡ λογιστική</i> (ενν. [[τέχνη]]), πρακτική αριθμητική, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προικισμένος]] με [[λογική]], [[έλλογος]], σε Αριστ.· <i>τὸ λογιστικόν</i>, η [[δύναμη]] του συλλογίζεσθαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί το [[λογικό]] του, [[λογικός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''λογιστικός:''' -ή, -όν·<br /><b class="num">I.</b> [[επιτήδειος]] ή [[έμπειρος]], [[ικανός]] στους υπολογισμούς, σε Ξεν., Πλάτ.· <i>ἡ λογιστική</i> (ενν. [[τέχνη]]), πρακτική αριθμητική, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προικισμένος]] με [[λογική]], [[έλλογος]], σε Αριστ.· <i>τὸ λογιστικόν</i>, η [[δύναμη]] του συλλογίζεσθαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί το [[λογικό]] του, [[λογικός]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λογιστικός]], ή, όν [from [[λογιστής]]<br /><b class="num">I.</b> [[skilled]] or [[practised]] in calculating, Xen., Plat.:— ἡ λογιστική (sc. τέχνἠ, [[arithmetic]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> endued with [[reason]], [[rational]], Arist.:— τὸ λ. the [[reasoning]] [[faculty]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> using one's [[reason]], [[reasonable]], Xen. | |mdlsjtxt=[[λογιστικός]], ή, όν [from [[λογιστής]]<br /><b class="num">I.</b> [[skilled]] or [[practised]] in calculating, Xen., Plat.:— ἡ λογιστική (''[[sc.]]'' τέχνἠ, [[arithmetic]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> endued with [[reason]], [[rational]], Arist.:— τὸ λ. the [[reasoning]] [[faculty]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> using one's [[reason]], [[reasonable]], Xen. | ||
}} | }} |