3,251,689
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφικνέομαι''': Ἰων. ἀπικνέομαι, Ἡρόδ., Ἀττ.: παρατατ. ἀφικνεῖτο Θουκ. 3. 33: μέλλ. ἀφίξομαι Ἰλ. Σ. 270, Ἀττ., Ἰων. β΄ ἑνικ. ἀπίξεαι Ἡρόδ. 2. 29: πρκμ. ἀφῖγμαι Ὀδ. Ζ. 297, Ἀττ. ἀφῖξαι Αἰσχύλ. Πρ. 303, Σοφ., ἀφῖκται ὁ αὐτ. Ο Κ. 794, Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσυντ. ἀπίκατο Ἡρόδ. 8. 6. : ἀόρ. ἀφῑκόμην Ἰλ. Σ. 395, Ἀττ, Ἰων. γ΄ πληθ. ἀπικέατο Ἡρόδ. 1. 169 ([[ὁπόθεν]] ἐπήγασε παρὰ Βυζ. ὁ [[παράδοξος]] [[τύπος]] τοῦ ἐνεστῶτος ἀφίκομαι), ἀπαρέμφ. ἀφικέσθαι [[ἀόριστος]] τις α΄ ἀφιξάμενος ἀπαντᾷ ἐν Ἐπίγραμμ. Ἐλλ. 981. 9: Ἀποθ.. ῎Ερχομαι, [[φθάνω]] εἰς τόπον τινά: - Σύνταξις, παρ’ Ὁμ., Πινδ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν. τόπου, ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 645 ἀφίκετο πατρίδα γαῖαν, ἐν Πινδ. Π. 5. 37 ἀφίκετο δόμους θεμισκρεόντων· ἀφ. ὅνδε [[δόμονδε]] Ἡσ. Ἀσπ. 38· [[συχνάκις]] ὡσάυτως, ἀφ. ἐς... Ἰλ. Ω. 431, Ὀδ. Δ. 255, κτλ.· σπανιώτερον ἐπί.., Ἰλ. Κ. 281., Χ. 208· καὶ ἔτι σπανιώτερον κατά..., πρὸς..., Ν. 329, Ὀδ Ζ. 297· ἀπολ., [[φθάνω]] ὁπποίης ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο; Α. 171· [[ὅταν]] ἀφ. ὥρη Θέογν. 723· καὶ μετὰ τοῦ τόπου ἢ τοῦ προσώπου παρ’ οὖ, παρὰ τίνος ἀφ. Σοφ. Ο. Τ. 935, κτλ.· ὁ Ὅμ. [[ὡσαύτως]] θέτει τὸ [[πρόσωπον]] πρὸς ὃ ἀφίκετό τις κατ’ αἰτ., μνηστῆρας ἀφ., ἦλθεν εἰς αὐτούς, Ὀδ. Α. 332, πρβλ. Λ. 122, κτλ· ὃτε μ’ [[ἄλγος]] ἀφίκετο Ἰλ. Σ. 395· οὕτω, τοῦτον νῦν ἀφίκεσθε, φθάσατε τώρα τοῦτο τὸ [[ῥίψιμον]] (τοῦ δίσκου), Ὀδ. Θ. 202: - ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ἡ πρόθ. εἰς ἢ ἐπὶ (ἢ ἐπὶ προσώπων πρὸς, παρὰ, ὡς) σπανίως παραλείπονται· [[ὡσαύτως]], ἀφ. πρὸς [[τέλος]] γόων Σοφ. Ο. Κ. 1621· ἐπὶ τινος, εἰς τόπον τινὰ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 2, κτλ.· [[ἄχρι]] τοῦ μὴ πεινῆν ἀφ. ὁ αὐτ. Συμπ. 4, 37· θανάτου τοῦτ’ ἐγγυτάτου [[τοὖπος]] ἀφῖκται Σοφ. Ἀντ. 934. Φράσεις: 1) ἀφ. ἐπὶ ἢ εἰς πάντα, [[δοκιμάζω]] πᾶν [[μέσον]], Σοφ Ο. Τ. 265, Εὐρ. Ἰππ. 284· ἀπ. ἐς πᾶσαν βάσανον Ἡρόδ. 8. 110· ἐς διάπειράν τινος ἀπικέσθαι ὁ αὐτ. 2. 28, 77. 2) [[φθάνω]], καταντῶ εἴς τινα κατάστασιν, ἀπ. ἐς πᾶν κακὸν ἢ κακοῦ Ἡρόδ. 7. 118· ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ ἀπιγμένοι ὁ αὐτ. 8. 52· ἐς ἀπορίην ὁ αὐτ. 1. 79· οὐ γὰρ ἄν κοτε ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ, δὲν θὰ ἠξιοῦσο τοιαύτης τύχης, [[αὐτόθι]] 124· ἐς τοῦτο δυστυχίας ἀφικέσθαι, νὰ φθάση εἰς τοῦτο τὸ [[σημεῖον]] τῆς δυστυχίας, Θουκ. 7. 86· ἐς ὀλίγον ἀφίκετο πᾶν τὸ [[στράτευμα]]... νικηθῆναι, παρ’ ὀλίγον νὰ νικηθῆ ὅλον τὸ [[στράτευμα]], ὁ αὐτ. 4. 129· εἰς τὸ ἵσον ἀφ. τινὶ Ξεν. Κύρ. 1. 4, 5· ἐλλειπτ., εἰς ἄνδρ’ ἀφίκου, ἔφθασεν εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Εὐρ. Ἴων 322. 3) ἐπὶ σχέσεως μετ’ ἄλλων καὶ κοινωνίας, ἀπ. τινὶ ἐς λόγους, συνομιλεῖν, Ἡρόδ. 2. 28· [[οὕτως]], ἐς ἔριν, ἐς ἔχθεα ἀφ. τινι ὁ αὐτ. 3. 82, Εὐρ. Ι. Α. 319· διὰ μάχης, δι’ ἔχθρας ἀπ. τινί, ἔρχεσθαι εἰς μάχην ἢ εἰς ἔχθραν [[πρός]] τινα (πρβλ. τὴν πρόθ. διὰ Α. IV), Ἡρόδ. 1. 169, Εὐρ. Ἱππ. 1161· διὰ λόγων τινὶ ὁ αὐτ. Μήδ. 872· [[ὁπόθεν]] [[ἴσως]] προέρχεται ἡ [[σπανία]] [[φράσις]] ἀφ. τινι, ἔρχεσθαι [[πρός]] τινα, Πίνδ. Ο. 9. 101, Ἡρόδ. 5. 24, Θουκ. 4. 85. 4) ἐς [[τόξευμα]] ἀφ., [[φθάνω]] εἰς ἀπόστασιν τοξεύματος, Ξεν. Κύρ. Ι. 4, 23, κτλ. 5) ἐπὶ πραγμάτων, ές ὀξὺ ἀπ. (ἀλλ’ ἴδε [[ἀπάγω]] 1. 1), Ἡρόδ. 2. 28., 7. 64· ὁ [[λόγος]] εἰς ταὐτὸν ἀφ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 2, πρβλ. 9. 5, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[συχνάκις]] ἑρμηνεύεται, [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], ὡς ἐν Ὀδ. Κ. 420, Πινδ. Π. 8. 75, Εὐρ. Ἠλ. 6, Πλάτ. Χαρμ. 153Α· ἀλλ’ ἡ [[ἔννοια]] αὕτη ὐπάρχει [[ἁπλῶς]] ἐν τοῖς συμφραζομένοις καὶ [[οὐδέποτε]] ἐν αὐτῇ τῇ λέξει. (Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 451, κἑξ.) | |lstext='''ἀφικνέομαι''': Ἰων. ἀπικνέομαι, Ἡρόδ., Ἀττ.: παρατατ. ἀφικνεῖτο Θουκ. 3. 33: μέλλ. ἀφίξομαι Ἰλ. Σ. 270, Ἀττ., Ἰων. β΄ ἑνικ. ἀπίξεαι Ἡρόδ. 2. 29: πρκμ. ἀφῖγμαι Ὀδ. Ζ. 297, Ἀττ. ἀφῖξαι Αἰσχύλ. Πρ. 303, Σοφ., ἀφῖκται ὁ αὐτ. Ο Κ. 794, Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσυντ. ἀπίκατο Ἡρόδ. 8. 6.: ἀόρ. ἀφῑκόμην Ἰλ. Σ. 395, Ἀττ, Ἰων. γ΄ πληθ. ἀπικέατο Ἡρόδ. 1. 169 ([[ὁπόθεν]] ἐπήγασε παρὰ Βυζ. ὁ [[παράδοξος]] [[τύπος]] τοῦ ἐνεστῶτος ἀφίκομαι), ἀπαρέμφ. ἀφικέσθαι [[ἀόριστος]] τις α΄ ἀφιξάμενος ἀπαντᾷ ἐν Ἐπίγραμμ. Ἐλλ. 981. 9: Ἀποθ.. ῎Ερχομαι, [[φθάνω]] εἰς τόπον τινά: - Σύνταξις, παρ’ Ὁμ., Πινδ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν. τόπου, ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 645 ἀφίκετο πατρίδα γαῖαν, ἐν Πινδ. Π. 5. 37 ἀφίκετο δόμους θεμισκρεόντων· ἀφ. ὅνδε [[δόμονδε]] Ἡσ. Ἀσπ. 38· [[συχνάκις]] ὡσάυτως, ἀφ. ἐς... Ἰλ. Ω. 431, Ὀδ. Δ. 255, κτλ.· σπανιώτερον ἐπί.., Ἰλ. Κ. 281., Χ. 208· καὶ ἔτι σπανιώτερον κατά..., πρὸς..., Ν. 329, Ὀδ Ζ. 297· ἀπολ., [[φθάνω]] ὁπποίης ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο; Α. 171· [[ὅταν]] ἀφ. ὥρη Θέογν. 723· καὶ μετὰ τοῦ τόπου ἢ τοῦ προσώπου παρ’ οὖ, παρὰ τίνος ἀφ. Σοφ. Ο. Τ. 935, κτλ.· ὁ Ὅμ. [[ὡσαύτως]] θέτει τὸ [[πρόσωπον]] πρὸς ὃ ἀφίκετό τις κατ’ αἰτ., μνηστῆρας ἀφ., ἦλθεν εἰς αὐτούς, Ὀδ. Α. 332, πρβλ. Λ. 122, κτλ· ὃτε μ’ [[ἄλγος]] ἀφίκετο Ἰλ. Σ. 395· οὕτω, τοῦτον νῦν ἀφίκεσθε, φθάσατε τώρα τοῦτο τὸ [[ῥίψιμον]] (τοῦ δίσκου), Ὀδ. Θ. 202: - ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ἡ πρόθ. εἰς ἢ ἐπὶ (ἢ ἐπὶ προσώπων πρὸς, παρὰ, ὡς) σπανίως παραλείπονται· [[ὡσαύτως]], ἀφ. πρὸς [[τέλος]] γόων Σοφ. Ο. Κ. 1621· ἐπὶ τινος, εἰς τόπον τινὰ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 2, κτλ.· [[ἄχρι]] τοῦ μὴ πεινῆν ἀφ. ὁ αὐτ. Συμπ. 4, 37· θανάτου τοῦτ’ ἐγγυτάτου [[τοὖπος]] ἀφῖκται Σοφ. Ἀντ. 934. Φράσεις: 1) ἀφ. ἐπὶ ἢ εἰς πάντα, [[δοκιμάζω]] πᾶν [[μέσον]], Σοφ Ο. Τ. 265, Εὐρ. Ἰππ. 284· ἀπ. ἐς πᾶσαν βάσανον Ἡρόδ. 8. 110· ἐς διάπειράν τινος ἀπικέσθαι ὁ αὐτ. 2. 28, 77. 2) [[φθάνω]], καταντῶ εἴς τινα κατάστασιν, ἀπ. ἐς πᾶν κακὸν ἢ κακοῦ Ἡρόδ. 7. 118· ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ ἀπιγμένοι ὁ αὐτ. 8. 52· ἐς ἀπορίην ὁ αὐτ. 1. 79· οὐ γὰρ ἄν κοτε ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ, δὲν θὰ ἠξιοῦσο τοιαύτης τύχης, [[αὐτόθι]] 124· ἐς τοῦτο δυστυχίας ἀφικέσθαι, νὰ φθάση εἰς τοῦτο τὸ [[σημεῖον]] τῆς δυστυχίας, Θουκ. 7. 86· ἐς ὀλίγον ἀφίκετο πᾶν τὸ [[στράτευμα]]... νικηθῆναι, παρ’ ὀλίγον νὰ νικηθῆ ὅλον τὸ [[στράτευμα]], ὁ αὐτ. 4. 129· εἰς τὸ ἵσον ἀφ. τινὶ Ξεν. Κύρ. 1. 4, 5· ἐλλειπτ., εἰς ἄνδρ’ ἀφίκου, ἔφθασεν εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Εὐρ. Ἴων 322. 3) ἐπὶ σχέσεως μετ’ ἄλλων καὶ κοινωνίας, ἀπ. τινὶ ἐς λόγους, συνομιλεῖν, Ἡρόδ. 2. 28· [[οὕτως]], ἐς ἔριν, ἐς ἔχθεα ἀφ. τινι ὁ αὐτ. 3. 82, Εὐρ. Ι. Α. 319· διὰ μάχης, δι’ ἔχθρας ἀπ. τινί, ἔρχεσθαι εἰς μάχην ἢ εἰς ἔχθραν [[πρός]] τινα (πρβλ. τὴν πρόθ. διὰ Α. IV), Ἡρόδ. 1. 169, Εὐρ. Ἱππ. 1161· διὰ λόγων τινὶ ὁ αὐτ. Μήδ. 872· [[ὁπόθεν]] [[ἴσως]] προέρχεται ἡ [[σπανία]] [[φράσις]] ἀφ. τινι, ἔρχεσθαι [[πρός]] τινα, Πίνδ. Ο. 9. 101, Ἡρόδ. 5. 24, Θουκ. 4. 85. 4) ἐς [[τόξευμα]] ἀφ., [[φθάνω]] εἰς ἀπόστασιν τοξεύματος, Ξεν. Κύρ. Ι. 4, 23, κτλ. 5) ἐπὶ πραγμάτων, ές ὀξὺ ἀπ. (ἀλλ’ ἴδε [[ἀπάγω]] 1. 1), Ἡρόδ. 2. 28., 7. 64· ὁ [[λόγος]] εἰς ταὐτὸν ἀφ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 2, πρβλ. 9. 5, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[συχνάκις]] ἑρμηνεύεται, [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], ὡς ἐν Ὀδ. Κ. 420, Πινδ. Π. 8. 75, Εὐρ. Ἠλ. 6, Πλάτ. Χαρμ. 153Α· ἀλλ’ ἡ [[ἔννοια]] αὕτη ὐπάρχει [[ἁπλῶς]] ἐν τοῖς συμφραζομένοις καὶ [[οὐδέποτε]] ἐν αὐτῇ τῇ λέξει. (Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 451, κἑξ.) | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |