Anonymous

κοινόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " ’" to "’"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - " ’" to "’")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινόω''': μέλλ. κοινώσω Αἰσχύλ. Χο. 673· ἀόρ. ἐκοίνωσα Θουκ., Πλάτ., Δωρ. ἐκοίνᾱσα (ἴδε κατωτ.)· ― Μέσ., μέλλ. κοινώσομαι Εὐρ., Δωρ. -άσομαι Πινδ. Ν. 3. 19 πρβλ. ([[κοινάν]], [[ξυνάν]])· ἀόρ. ἐκοινωσάμην Τραγ., Ξεν., κτλ.· ― Παθ., ἀόρ. ἐκοινώθην Εὐρ., Πλάτ.· πρκμ. κεκοίνωμαι (ἀλλ’ ἐν μέσ. σημασίᾳ) Εὐρ. Ἀποσπ. 496· ([[κοινός]].) Κάμνω τι κοινόν, [[μεταδίδω]], ποιῶ τι κοινὸν εἰς ἄλλον, 1) [[ὅπως]] [[λάβω]] τὴν συμβουλὴν ἢ γνώμην του, κ. τινί τι Αἰσχύλ. Χο. 717 (ἐν στίχ. 673 [[δέον]] νὰ νοηθῇ αἰτ. τις) Εὐρ. Μήδ. 685, Ἀριστοφ. Νεφ. 197, κτλ.· [[ὡσαύτως]] τι ἔς τινα, Εὐρ. Ι. Α. 44· καὶ κ. τινὶ [[περί]] τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 369, πρβλ. Arnold Θουκ. 8. 48· νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν, κοινοποιήσαντες τὸ ταξείδιόν των μόνον εἰς τὴν νύκτα (δηλ. ὁδοιποροῦντες διὰ νυκτὸς χωρὶς νὰ συμβουλευθῶσί τινα), Πινδ. Π. 4. 204. 2) [[ὅπως]] καταστήσω τινὰ μέτοχόν τινος, κοινώσαντας τὴν δύναμιν κοινὰ καὶ τὰ ἀποβαίνοντα ἔχειν Θουκ. 1. 39, πρβλ. 4. 4, Πλάτ. Νόμ. 889D· τὰ περὶ τὰς κτήσεις... τοῖς συσσιτίοις ὁ [[νομοθέτης]] ἐκοίνωσεν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 15· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[κοινάσομαι]] ὕμνον λύρᾳ (ὡς ὁ Ὁράτ. commissi calores fidibus), Πινδ. Ν. 3. 19· [[ὡσαύτως]] μέσ. ἀόρ. ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἱππ. Ὅρκ. 1. κ. τὴν οὐσίαν τῇ τοῦ παιδός, ἑνῶσαι τὴν μίαν μετὰ τῆς ἄλλης, Ἰσαῖ. 89. 25. 3) καθιστῶ κοινόν, [[μιαίνω]], [[μολύνω]], Ἀποκάλ. κα΄, 27. ― Μέσ., θεωρῶ ἢ κηρύττω ὡς ἀκάθαρτον ἢ βέβηλον, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 15· πρβλ. κοινὸς VII. II. Μέσ., κοινολογοῦμαί τινί τι, βουλεύματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1347· κοινούμεθα... ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον Πλάτ. Λάχ. 196C· τὸ [[πρᾶγμα]] Δημ. 890. 13· ἀπόλ., οὔτ’ ἠθέλησας, οὔτ’ ἐγὼ ’κοινωσάμην Σοφ. Ἀντ. 539. β) ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἀνακοινωθῇ, τινί τι Πλάτ. Συμπ. 218Ε, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 351· τι [[πρός]] τινα Πλάτ. Νόμ. 930C· 2) συμβουλεύομαι, τῷ θεῷ Ξεν. Ἀν. 5. 10, 15, Ἑλλ. 7. 1, 27· κοινώσασθαι ἑαυτοῖς [[περί]] τινος Πολύβ. 7. 16, 3, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] κ. τινι, συμφωνῶ μετά τινος, Ἀριστ. Μεταφ. 1 (min.) 1, 3. 3) εἶμαι [[μέτοχος]], τινος Εὐρ. Φοίν. 1709, Κύκλ. 634, Λυσίας 128. 42· τινί τινος, μετά τινος εἴς τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 933. 4) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] ἢ [[μερίδιον]] ἔν τινι, [[συμμετέχω]], κοινοῦσθαι τὰς ξυμφορὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 608, πρβλ. 858· οὕτω, κοινοῦσθαι τὸν στόλον Θουκ. 8. 8· τὴν τύχην Ξεν. Πόρ. 4, 32. ΙΙΙ. Παθ., ἔχω κοινωνίαν μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Εὐρ. Ἀνδρ. 38. 217· ἀλλήλοις Πλάτ. Νόμ. 673D· [[ὡσαύτως]], κοινωθεὶς ξανθῷ χρώματι, δηλ. βαφεὶς [[κίτρινος]], Πλάτ. Τίμ. 59Β.
|lstext='''κοινόω''': μέλλ. κοινώσω Αἰσχύλ. Χο. 673· ἀόρ. ἐκοίνωσα Θουκ., Πλάτ., Δωρ. ἐκοίνᾱσα (ἴδε κατωτ.)· ― Μέσ., μέλλ. κοινώσομαι Εὐρ., Δωρ. -άσομαι Πινδ. Ν. 3. 19 πρβλ. ([[κοινάν]], [[ξυνάν]])· ἀόρ. ἐκοινωσάμην Τραγ., Ξεν., κτλ.· ― Παθ., ἀόρ. ἐκοινώθην Εὐρ., Πλάτ.· πρκμ. κεκοίνωμαι (ἀλλ’ ἐν μέσ. σημασίᾳ) Εὐρ. Ἀποσπ. 496· ([[κοινός]].) Κάμνω τι κοινόν, [[μεταδίδω]], ποιῶ τι κοινὸν εἰς ἄλλον, 1) [[ὅπως]] [[λάβω]] τὴν συμβουλὴν ἢ γνώμην του, κ. τινί τι Αἰσχύλ. Χο. 717 (ἐν στίχ. 673 [[δέον]] νὰ νοηθῇ αἰτ. τις) Εὐρ. Μήδ. 685, Ἀριστοφ. Νεφ. 197, κτλ.· [[ὡσαύτως]] τι ἔς τινα, Εὐρ. Ι. Α. 44· καὶ κ. τινὶ [[περί]] τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 369, πρβλ. Arnold Θουκ. 8. 48· νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν, κοινοποιήσαντες τὸ ταξείδιόν των μόνον εἰς τὴν νύκτα (δηλ. ὁδοιποροῦντες διὰ νυκτὸς χωρὶς νὰ συμβουλευθῶσί τινα), Πινδ. Π. 4. 204. 2) [[ὅπως]] καταστήσω τινὰ μέτοχόν τινος, κοινώσαντας τὴν δύναμιν κοινὰ καὶ τὰ ἀποβαίνοντα ἔχειν Θουκ. 1. 39, πρβλ. 4. 4, Πλάτ. Νόμ. 889D· τὰ περὶ τὰς κτήσεις... τοῖς συσσιτίοις ὁ [[νομοθέτης]] ἐκοίνωσεν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 15· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[κοινάσομαι]] ὕμνον λύρᾳ (ὡς ὁ Ὁράτ. commissi calores fidibus), Πινδ. Ν. 3. 19· [[ὡσαύτως]] μέσ. ἀόρ. ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἱππ. Ὅρκ. 1. κ. τὴν οὐσίαν τῇ τοῦ παιδός, ἑνῶσαι τὴν μίαν μετὰ τῆς ἄλλης, Ἰσαῖ. 89. 25. 3) καθιστῶ κοινόν, [[μιαίνω]], [[μολύνω]], Ἀποκάλ. κα΄, 27. ― Μέσ., θεωρῶ ἢ κηρύττω ὡς ἀκάθαρτον ἢ βέβηλον, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 15· πρβλ. κοινὸς VII. II. Μέσ., κοινολογοῦμαί τινί τι, βουλεύματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1347· κοινούμεθα... ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον Πλάτ. Λάχ. 196C· τὸ [[πρᾶγμα]] Δημ. 890. 13· ἀπόλ., οὔτ’ ἠθέλησας, οὔτ’ ἐγὼ’κοινωσάμην Σοφ. Ἀντ. 539. β) ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἀνακοινωθῇ, τινί τι Πλάτ. Συμπ. 218Ε, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 351· τι [[πρός]] τινα Πλάτ. Νόμ. 930C· 2) συμβουλεύομαι, τῷ θεῷ Ξεν. Ἀν. 5. 10, 15, Ἑλλ. 7. 1, 27· κοινώσασθαι ἑαυτοῖς [[περί]] τινος Πολύβ. 7. 16, 3, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] κ. τινι, συμφωνῶ μετά τινος, Ἀριστ. Μεταφ. 1 (min.) 1, 3. 3) εἶμαι [[μέτοχος]], τινος Εὐρ. Φοίν. 1709, Κύκλ. 634, Λυσίας 128. 42· τινί τινος, μετά τινος εἴς τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 933. 4) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] ἢ [[μερίδιον]] ἔν τινι, [[συμμετέχω]], κοινοῦσθαι τὰς ξυμφορὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 608, πρβλ. 858· οὕτω, κοινοῦσθαι τὸν στόλον Θουκ. 8. 8· τὴν τύχην Ξεν. Πόρ. 4, 32. ΙΙΙ. Παθ., ἔχω κοινωνίαν μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Εὐρ. Ἀνδρ. 38. 217· ἀλλήλοις Πλάτ. Νόμ. 673D· [[ὡσαύτως]], κοινωθεὶς ξανθῷ χρώματι, δηλ. βαφεὶς [[κίτρινος]], Πλάτ. Τίμ. 59Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοινόω [κοινός] Dor. fut. κοινάσομαι; Dor. ptc. aor. κοινάσας act. met acc. gemeenschappelijk maken, laten delen:; κοινώσαντες τὴν δύναμιν de macht delen Thuc. 1.39.3; pass. met dat.: οὐχ ἑκοῦσα τῷδ ’ ἐκοινώθην λέχει tegen mijn wil deed men mij dit bed delen Eur. Andr. 38. mededelen:. ταῦτα τοῖς κρατοῦσι … κοινώσομεν wij zullen dat meedelen aan de machthebbers Aeschl. Ch. 717; ἀστοῖς … τῶνδε κοινώσας πέρι na hierover aan de burgers mededeling te hebben gedaan Aeschl. Suppl. 369. vermengen, pass.:; ξανθῷ χρώματι κοινωθέν gemengd met een gele kleur Plat. Tim. 59b; onrein maken:; τὰ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενά ἐστιν τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον wat uit de mens naar buiten komt is wat hem onrein maakt NT Marc. 7.15; ptc. pass. subst.. οἱ κεκοινωμένοι de onreinen NT Hebr. 9.13. med. gemeenschappelijk hebben, delen in, met gen. en dat.: δούλην... σοι λέχους κοινουμένην een slavin die met jou het bed deelt Eur. Andr. 933. gezamenlijk doen, delen, met acc.:; κοινούμεθα γὰρ ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον want Laches en ik voeren de discussie gezamenlijk Plat. Lach. 196c; deelnemen aan:; κοινοῦσθαι τὸν στόλον aan de expeditie deelnemen Thuc. 8.8.1; ook met gen.: τῆσδε κοινοῦσθαι φυγῆς te delen in deze verbanning Eur. Phoen. 1709. raadplegen:. κοινοῦσθαι πότερα λῷον καὶ ἄμεινον εἴη στρατεύεσθαι (de godheid) raadplegen of het voordeliger en beter was een veldtocht te ondernemen Xen. An. 6.2.15.
|elnltext=κοινόω [κοινός] Dor. fut. κοινάσομαι; Dor. ptc. aor. κοινάσας act. met acc. gemeenschappelijk maken, laten delen:; κοινώσαντες τὴν δύναμιν de macht delen Thuc. 1.39.3; pass. met dat.: οὐχ ἑκοῦσα τῷδ’ ἐκοινώθην λέχει tegen mijn wil deed men mij dit bed delen Eur. Andr. 38. mededelen:. ταῦτα τοῖς κρατοῦσι … κοινώσομεν wij zullen dat meedelen aan de machthebbers Aeschl. Ch. 717; ἀστοῖς … τῶνδε κοινώσας πέρι na hierover aan de burgers mededeling te hebben gedaan Aeschl. Suppl. 369. vermengen, pass.:; ξανθῷ χρώματι κοινωθέν gemengd met een gele kleur Plat. Tim. 59b; onrein maken:; τὰ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενά ἐστιν τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον wat uit de mens naar buiten komt is wat hem onrein maakt NT Marc. 7.15; ptc. pass. subst.. οἱ κεκοινωμένοι de onreinen NT Hebr. 9.13. med. gemeenschappelijk hebben, delen in, met gen. en dat.: δούλην... σοι λέχους κοινουμένην een slavin die met jou het bed deelt Eur. Andr. 933. gezamenlijk doen, delen, met acc.:; κοινούμεθα γὰρ ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον want Laches en ik voeren de discussie gezamenlijk Plat. Lach. 196c; deelnemen aan:; κοινοῦσθαι τὸν στόλον aan de expeditie deelnemen Thuc. 8.8.1; ook met gen.: τῆσδε κοινοῦσθαι φυγῆς te delen in deze verbanning Eur. Phoen. 1709. raadplegen:. κοινοῦσθαι πότερα λῷον καὶ ἄμεινον εἴη στρατεύεσθαι (de godheid) raadplegen of het voordeliger en beter was een veldtocht te ondernemen Xen. An. 6.2.15.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj