Anonymous

ζευκτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zefktikos
|Transliteration C=zefktikos
|Beta Code=zeuktiko/s
|Beta Code=zeuktiko/s
|Definition=ή, όν,= [[εὐναῖος]], of Aphrodite, Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.156</span>; <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ζευκτήριος]], [[ἡνίαι]] <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ή, όν,= [[εὐναῖος]], of Aphrodite, Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.156</span>; = [[ζευκτήριος]], [[ἡνίαι]] <span class="title">Gloss.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[ζευκτός]]<br /><b>1.</b> (το θηλ. ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο [[κρεβάτι]] τον άντρα με τη [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.
|mltxt=[[ζευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[ζευκτός]]<br /><b>1.</b> (το θηλ. ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο [[κρεβάτι]] τον άντρα με τη [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.
}}
}}