3,277,286
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "παῡσ" to "παῦσ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταψεύδομαι]] (AM)<br />λέω ψέματα, [[ισχυρίζομαι]] ψεύτικα, [[προφασίζομαι]] («καὶ καταψεύδου [[καλῶς]] ὡς ἔστι Σεμέλης», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορώ]] κάποιον λέγοντας ψέματα, [[διαβάλλω]] ( | |mltxt=[[καταψεύδομαι]] (AM)<br />λέω ψέματα, [[ισχυρίζομαι]] ψεύτικα, [[προφασίζομαι]] («καὶ καταψεύδου [[καλῶς]] ὡς ἔστι Σεμέλης», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορώ]] κάποιον λέγοντας ψέματα, [[διαβάλλω]] («παῦσαί μου πρὸς τὸν [[βασιλέα]] καταψευδόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] («ἃ καταψεύδου καὶ διέβαλλες ἐξετάσω», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παριστάνω]] [[ψευδώς]], [[διαστρέφω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>4.</b> [[δίνω]] ψευδείς, εσφαλμένες πληροφορίες για κάποιον ή [[κάτι]] («καταψεύδεσθαι γένους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> (ως παθ.) (για [[σύγγραμμα]]) αποδίδομαι εσφαλμένα σε κάποιον, [[είμαι]] [[νόθος]], [[ψευδεπίγραφος]]<br /><b>6.</b> (ως παθ.) [[πλανώμαι]], βρίσκομαι σε [[πλάνη]], έχω άδικο<br /><b>7.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ κατεψευσμένα</i><br />οι ψευδείς διαβεβαιώσεις, οι αναληθείς ισχυρισμοί. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |