Anonymous

φλύκταινα: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ἡ, eine Blase, Blatter auf der Haut, vom Verbrennen od. andern Ursachen; Ar. Vesp. 1119 Ran. 236; Thuc. 2, 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ἡ, eine Blase, Blatter auf der Haut, vom Verbrennen od. andern Ursachen; Ar. Vesp. 1119 Ran. 236; Thuc. 2, 49.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[pustule]], [[vésicule]], [[phlyctène]], [[ampoule]], [[cloque]];<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> élevure sur la croûte du pain cuit sous la cendre.<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''φλύκταινα:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[волдырь]], [[нарыв]] или [[прыщ]] Thuc., Arph., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[пузырь]]: [[ἄρτος]] ταῖς φλυκταίναις ([[varia lectio|v.l.]] τὰς φλυκταίνας) ἐξηνθηκώς Luc. хлеб, покрывшийся пузырями.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φλύκταινα''': ἡ, (ἴδε [[φλέω]]) φουσκαλίδα [[ἐπάνω]] εἰς τὸ δέρμα σχηματιζομένη ἐκ καύματος, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Θεοφρ. π. Πυρὸς 57· ἐκ κωπηλασίας σχηματισθεῖσα, Ἀριστοφ. Σφ. 1119, πρβλ. Βατρ. 236· ἐξ αἵματος φλ., [[πλήρης]] αἵματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1057· προερχομένη ἐκ δήγματος μυγαλῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν μικρῶν πυωδῶν ἐξανθημάτων τὰ ὁποῖα παράγει ὁ [[λοιμός]], Ἱππ. Προγν. 42, Θουκ. 2. 49· πρβλ. ὁλοφλυκτίς, ὁλοφυγδών, [[φλυζάκιον]]. 2) «φουσκάλα» ἐπὶ τοῦ ἄρτου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4.
|lstext='''φλύκταινα''': ἡ, (ἴδε [[φλέω]]) φουσκαλίδα [[ἐπάνω]] εἰς τὸ δέρμα σχηματιζομένη ἐκ καύματος, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Θεοφρ. π. Πυρὸς 57· ἐκ κωπηλασίας σχηματισθεῖσα, Ἀριστοφ. Σφ. 1119, πρβλ. Βατρ. 236· ἐξ αἵματος φλ., [[πλήρης]] αἵματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1057· προερχομένη ἐκ δήγματος μυγαλῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν μικρῶν πυωδῶν ἐξανθημάτων τὰ ὁποῖα παράγει ὁ [[λοιμός]], Ἱππ. Προγν. 42, Θουκ. 2. 49· πρβλ. ὁλοφλυκτίς, ὁλοφυγδών, [[φλυζάκιον]]. 2) «φουσκάλα» ἐπὶ τοῦ ἄρτου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> pustule, vésicule, phlyctène, ampoule, cloque;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> élevure sur la croûte du pain cuit sous la cendre.<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[πρωτογενής]] [[στοιχειώδης]] [[βλάβη]] του δέρματος, [[φυσαλλίδα]] που περιέχει [[πύον]], κν. [[φουσκάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μεταλργ.)</b> [[εξόγκωση]] στην [[επιφάνεια]] τών μετάλλων που οφείλεται σε [[διάρρηξη]] ή [[ανύψωση]] προκαλούμενη από [[αέρια]], τα οποία παρέμειναν πολύ [[κοντά]] σε αυτήν την [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> φυσαλλιδώδης [[κηλίδα]] στα φύλλα, στους βλαστούς ή τους καρπούς του φυτού, [[σύμπτωμα]] προσβολής του από παθογόνο μύκητα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κακοήθης]] [[φλύκταινα]]»<br />(ιατρ.-[[κτην]].) η [[νόσος]] [[άνθρακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φυσαλλίδα]] στην [[επιφάνεια]] ψωμιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φλύκταινα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φλυγ</i>-<i>ταν</i>-<i>ja</i>) έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>bhl</i>-<i>u</i>- του ρ. [[φλύω]] με λαρυγγική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φύγεθρον]] <span style="color: red;"><</span> <i>φλυγ</i>-<i>εθρον</i> / -<i>εθλον</i>, βλ και λ. [[φλύω]]) και [[επίθημα]] -<i>t</i><sup>ο</sup><i>n</i>- (> -<i>ταν</i>-), σχηματισμένο από την ΙΕ κατάλ. σε -<i>t</i>- (<b>πρβλ.</b> -<i>της</i>, -<i>τος</i>) και τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] -<i>η</i>- της κατάλ. -<i>en</i> / -<i>on</i> (για μια διαφορετική [[μορφή]] επιθήματος <b>βλ. λ.</b> [[φλυκτίς]]). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. [[φλύκταινα]] εμφανίζεται ως ομοιοκατάληκτη ορισμένων τ. με το μειωτικό [[επίθημα]] -<i>αινα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γάγγρ</i>-<i>αινα</i>, <i>κάπρ</i>-<i>αινα</i>, <i>φαγέδ</i>-<i>αινα</i>), [[παρά]] τη διαφορετική [[προέλευση]] του επιθήματος της].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[πρωτογενής]] [[στοιχειώδης]] [[βλάβη]] του δέρματος, [[φυσαλλίδα]] που περιέχει [[πύον]], κν. [[φουσκάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μεταλργ.)</b> [[εξόγκωση]] στην [[επιφάνεια]] τών μετάλλων που οφείλεται σε [[διάρρηξη]] ή [[ανύψωση]] προκαλούμενη από [[αέρια]], τα οποία παρέμειναν πολύ [[κοντά]] σε αυτήν την [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> φυσαλλιδώδης [[κηλίδα]] στα φύλλα, στους βλαστούς ή τους καρπούς του φυτού, [[σύμπτωμα]] προσβολής του από παθογόνο μύκητα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κακοήθης]] [[φλύκταινα]]»<br />(ιατρ.-[[κτην]].) η [[νόσος]] [[άνθρακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φυσαλλίδα]] στην [[επιφάνεια]] ψωμιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φλύκταινα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φλυγ</i>-<i>ταν</i>-<i>ja</i>) έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>bhl</i>-<i>u</i>- του ρ. [[φλύω]] με λαρυγγική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φύγεθρον]] <span style="color: red;"><</span> <i>φλυγ</i>-<i>εθρον</i> / -<i>εθλον</i>, βλ και λ. [[φλύω]]) και [[επίθημα]] -<i>t</i><sup>ο</sup><i>n</i>- (> -<i>ταν</i>-), σχηματισμένο από την ΙΕ κατάλ. σε -<i>t</i>- (<b>πρβλ.</b> -<i>της</i>, -<i>τος</i>) και τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] -<i>η</i>- της κατάλ. -<i>en</i> / -<i>on</i> (για μια διαφορετική [[μορφή]] επιθήματος <b>βλ. λ.</b> [[φλυκτίς]]). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. [[φλύκταινα]] εμφανίζεται ως ομοιοκατάληκτη ορισμένων τ. με το μειωτικό [[επίθημα]] -<i>αινα</i> ([[πρβλ]]. [[γάγγραινα]], [[κάπραινα]], [[φαγέδαινα]]), [[παρά]] τη διαφορετική [[προέλευση]] του επιθήματος της].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φλύκταινα:''' ἡ ([[φλέω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[φουσκάλα]] που δημιουργήθηκε από [[κάψιμο]], σε Αριστοφ.· [[φλύκταινα]] που δημιουργήθηκε από [[πανούκλα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[φουσκάλα]] πάνω στο [[ψωμί]], σε Λουκ.
|lsmtext='''φλύκταινα:''' ἡ ([[φλέω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[φουσκάλα]] που δημιουργήθηκε από [[κάψιμο]], σε Αριστοφ.· [[φλύκταινα]] που δημιουργήθηκε από [[πανούκλα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[φουσκάλα]] πάνω στο [[ψωμί]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''φλύκταινα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[волдырь]], [[нарыв]] или [[прыщ]] Thuc., Arph., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[пузырь]]: [[ἄρτος]] ταῖς φλυκταίναις ([[varia lectio|v.l.]] τὰς φλυκταίνας) ἐξηνθηκώς Luc. хлеб, покрывшийся пузырями.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[blister]]
|woodrun=[[blister]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[papula]]'', [[blister]], [[pimple]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.49.5/ 2.49.5].
}}
{{trml
|trtx====[[blister]]===
Apache Western Apache: daʼiłtáné; Arabic: بَطْبَاطَة, نَفْطَة; Armenian: բշտիկ; Assamese: ফোঁহা; Azerbaijani: qabarcıq; Basque: baba; Belarusian: пухі́р; Bulgarian: пришка, мехур; Catalan: butllofa; Chinese Mandarin: [[水疱]], [[皰]], [[疱]]; Czech: puchýř; Danish: vable, blære, vabel; Dutch: [[blaar]], [[blein]], [[blister]], [[blaasje]]; Esperanto: blazo; Estonian: vill, rakk; Faroese: bløðra, blæma; Finnish: rakkula, rakko; French: [[ampoule]], [[cloque]], [[boursouflure]], [[phlyctène]]; Galician: bocha, ampola, vexiga; Georgian: ბებერა; German: [[Blase]]; Greek: [[φουσκάλα]]; Ancient Greek: [[πομφός]], [[φαῦσιγξ]], [[φλοκτίς]], [[φλύκταινα]], [[φλυκτίς]], [[φωΐς]]; Hebrew: שַׁלְפּוּחִית; Hiligaynon: lap-ok; Hindi: छाला, फफोला; Hungarian: vízhólyag, hólyag; Icelandic: blaðra, vessabóla, vatnsbóla; Ingrian: vesirakko, vesivilli; Irish: spuaic, clog; Italian: [[vescica]], [[bolla]]; Japanese: まめ, 水膨れ, 火脹れ, 水疱; Kazakh: күлбіреу, күлдіреу, қолдырау; Khmer: ដំណួច; Korean: 물집; Kurdish Central Kurdish: بِلۆق; Southern Kurdish: تووقاڵە; Latin: [[pustula]]; Luxembourgish: Bloder; Macedonian: меур, плускавец, плик; Manx: mamm; Maori: hoipū, pūputa, kōpūpū; Mongolian: цэврүү; Navajo: tóʼiiłtą́; Norman: boursoufliuthe; Norwegian Bokmål: vannblemme; Occitan: bofiga; Ottoman Turkish: قبارجق; Persian: تاول; Plautdietsch: Blos; Polish: pęcherz, bąbel, pęcherzyk; Portuguese: [[bolha]]; Romanian: bășică; Russian: [[волдырь]], [[нарыв]], [[мозоль]]; Scottish Gaelic: balg; Serbo-Croatian Cyrillic: пли̑к, жу̑љ, ме̏хӯр; Roman: plȋk, žȗlj, mȅhūr; Sicilian: mpudda, foddira; Slovak: pľuzgier; Slovene: žulj; Spanish: [[ampolla]], [[ámpula]]; Swedish: blåsa; Tagalog: paltos, libtos, libtok; Tarifit: tareffixt, areffix; Tatar: кабарчык sg; Thai: ผด, ตุ่ม, พุพอง; Tibetan: ཆུ་ལྒང; Tocharian B: weru; Turkish: kabarcık; Ukrainian: пухир; Urdu: چھالا; Volapük: buläd; Welsh: pothell, chwysigen; West Coast Yucatec Yup'Zazaki: bılık; Zulu: ivusela
}}
}}