Anonymous

ὄνομα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ".[[" to ". [["
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄνομα:''' τό, Ιων. και ποιητ. [[οὔνομα]], Αιολ. ὄνῠμα, Λατ. [[nomen]], όνομα, σε Όμηρ. κ.λπ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> απόλ., με το όνομα, [[πόλις]] [[ὄνομα]] Καιναί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης στη δοτ., [[πόλις]] Θάψακος ὀνόματι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ὄνομα]] θεῖναί τινα, [[δίνω]] όνομα σε κάποιον, [[ονομάζω]], σε Ομήρ. Οδ.· [[αλλά]] [[συνήθως]] στη Μέσ., ὄν.[[θέσθαι]], στο ίδ., Αττ.· και στην Παθ., <i>ὄν. κεῖταί τινι</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὄν. ἔχειν ἀπό τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ὄνομα]] καλεῖν τινα, [[αποκαλώ]] κάποιον με ένα όνομα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ομοίως, με Παθ. ρήματα, <i>ὄν. ὠνομάζετο Ἕλενος</i>, σε Σοφ.· ὄν. κέκληται [[δημοκρατία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> «όνομα», [[φήμη]], <i>Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ [[μέγα]] ὄν. [[τῶν]] Ἀθηνῶν, σε Θουκ.· [[ὄνομα]] ή τὸ [[ὄνομα]] ἔχειν, είμαι [[ονομαστός]] για [[κάτι]] (καλό ή [[κακό]]), στο βʹ ευκτ., σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> το όνομα [[καθεαυτό]], σε αντίθ. προς το πραγματικό [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ομήρ Οδ.· σε αντίθ. προς το [[ἔργον]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ψευδές όνομα, [[προσποίηση]], [[πρόφαση]], <i>ὀνόματι</i> ή <i>ἐπ' ὀνόματι</i>, με το [[πρόσχημα]] ότι, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>[[ὄνομα]] επίσης σε περιφρ. εκφράσεις, [[ὄνομα]] τῆς σωτηρίας, αντί [[σωτηρία]], σε Ευρ.· ὦ φίλτατον [[ὄνομα]] Πολυνείκου, στον ίδ.<br /><b class="num">V.</b> [[φράση]], [[έκφραση]], σε Ξεν.· γενικά, [[ρήση]], [[λόγος]], [[ομιλία]], σε Δημ.<br /><b class="num">VI.</b>στη Γραμματική, όνομα, ουσιαστικό, Λατ. [[nomen]], σε αντίθ. προς το [[ρήμα]] [[verbum]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὄνομα:''' τό, Ιων. και ποιητ. [[οὔνομα]], Αιολ. ὄνῠμα, Λατ. [[nomen]], όνομα, σε Όμηρ. κ.λπ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> απόλ., με το όνομα, [[πόλις]] [[ὄνομα]] Καιναί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης στη δοτ., [[πόλις]] Θάψακος ὀνόματι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ὄνομα]] θεῖναί τινα, [[δίνω]] όνομα σε κάποιον, [[ονομάζω]], σε Ομήρ. Οδ.· [[αλλά]] [[συνήθως]] στη Μέσ., ὄν. [[θέσθαι]], στο ίδ., Αττ.· και στην Παθ., <i>ὄν. κεῖταί τινι</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὄν. ἔχειν ἀπό τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ὄνομα]] καλεῖν τινα, [[αποκαλώ]] κάποιον με ένα όνομα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ομοίως, με Παθ. ρήματα, <i>ὄν. ὠνομάζετο Ἕλενος</i>, σε Σοφ.· ὄν. κέκληται [[δημοκρατία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> «όνομα», [[φήμη]], <i>Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ [[μέγα]] ὄν. [[τῶν]] Ἀθηνῶν, σε Θουκ.· [[ὄνομα]] ή τὸ [[ὄνομα]] ἔχειν, είμαι [[ονομαστός]] για [[κάτι]] (καλό ή [[κακό]]), στο βʹ ευκτ., σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> το όνομα [[καθεαυτό]], σε αντίθ. προς το πραγματικό [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ομήρ Οδ.· σε αντίθ. προς το [[ἔργον]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ψευδές όνομα, [[προσποίηση]], [[πρόφαση]], <i>ὀνόματι</i> ή <i>ἐπ' ὀνόματι</i>, με το [[πρόσχημα]] ότι, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>[[ὄνομα]] επίσης σε περιφρ. εκφράσεις, [[ὄνομα]] τῆς σωτηρίας, αντί [[σωτηρία]], σε Ευρ.· ὦ φίλτατον [[ὄνομα]] Πολυνείκου, στον ίδ.<br /><b class="num">V.</b> [[φράση]], [[έκφραση]], σε Ξεν.· γενικά, [[ρήση]], [[λόγος]], [[ομιλία]], σε Δημ.<br /><b class="num">VI.</b>στη Γραμματική, όνομα, ουσιαστικό, Λατ. [[nomen]], σε αντίθ. προς το [[ρήμα]] [[verbum]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{elru