Anonymous

στίμμι: Difference between revisions

From LSJ
3,340 bytes added ,  27 September 2022
m
no edit summary
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stimmi
|Transliteration C=stimmi
|Beta Code=sti/mmi
|Beta Code=sti/mmi
|Definition=or [[στῖμι]], ιος or εως, or ιδος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[powder]]ed [[antimony]], used for [[eye]]-[[paint]], [[kohl]], Erot., POxy.1088.10 (i A.D.), Plin.HN33.101, Aq., Sm., Thd.Is.54.11:—also [[στίμμις]] or [[στῖμις]], ἡ, acc. [[στίμμιν]] Ion Trag.25, Antiph.189: also [[στιμία]], ἡ, Cyran.64: also [[στίβι]], [[LXX]] Je.4.30 ([[varia lectio|v.l.]] [[στίμη]]), Dsc.5.84 ([[varia lectio|v.l.]] [[στίμμι]]): acc. pl. [[στίβεις]] dub. l. in 1Enoch8.1. (Copt. stēm.)  
|Definition=or [[στῖμι]], ιος or εως, or ιδος, τό, [[powder]]ed [[antimony]], used for [[eye]]-[[paint]], [[kohl]], [[stibnite]], [[antimonite]], Erot., POxy.1088.10 (i A.D.), Plin.HN33.101, Aq., Sm., Thd.Is.54.11:—also [[στίμμις]] or [[στῖμις]], ἡ, acc. [[στίμμιν]] Ion Trag.25, Antiph.189: also [[στιμία]], ἡ, Cyran.64: also [[στίβι]], [[LXX]] Je.4.30 ([[varia lectio|v.l.]] [[στίμη]]), Dsc.5.84 ([[varia lectio|v.l.]] [[στίμμι]]): acc. pl. [[στίβεις]] dub. l. in 1Enoch8.1. (Copt. stēm.)  
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιος, το / στῑμμι, -ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, -εως, η, και στίμι, -εως, το, Ν, και στῑμι, -ίμιος και στῑβι, -ίβιος, και ως θηλ. [[στίμμις]], -εως ή -ιδος και στῑμις, -ίμεως και στιμία, Α<br /><b>1.</b> το [[ορυκτό]] [[αντιμόνιο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> μαύρη [[χρωστική]] [[ουσία]] που παρασκευαζόταν με [[βάση]] το [[ορυκτό]] αυτό και χρησιμοποιούνταν για [[βαφή]] τών βλεφάρων και τών φρυδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. από τον αιγυπτ.τ. <i>stim</i>. Η [[εναλλαγή]] στους τ. τών συμφώνων -<i>μ</i>- καί -<i>β</i>- οφείλεται σε διαφορετικές απόψεις για τη [[μεταφορά]] του ξεν. τ. στην Ελληνική. Η Λατινική έχει δανειστεί τη λ. από την Ελληνική, <b>πρβλ.</b> <i>stimi</i> / <i>stibi</i> / <i>stibium</i>].
|mltxt=-ιος, το / στῑμμι, -ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, -εως, η, και στίμι, -εως, το, Ν, και στῑμι, -ίμιος και στῑβι, -ίβιος, και ως θηλ. [[στίμμις]], -εως ή -ιδος και στῑμις, -ίμεως και στιμία, Α<br /><b>1.</b> το [[ορυκτό]] [[αντιμόνιο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> μαύρη [[χρωστική]] [[ουσία]] που παρασκευαζόταν με [[βάση]] το [[ορυκτό]] αυτό και χρησιμοποιούνταν για [[βαφή]] τών βλεφάρων και τών φρυδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. από τον αιγυπτ.τ. <i>stim</i>. Η [[εναλλαγή]] στους τ. τών συμφώνων -<i>μ</i>- καί -<i>β</i>- οφείλεται σε διαφορετικές απόψεις για τη [[μεταφορά]] του ξεν. τ. στην Ελληνική. Η Λατινική έχει δανειστεί τη λ. από την Ελληνική, <b>πρβλ.</b> <i>stimi</i> / <i>stibi</i> / <i>stibium</i>].
}}
==Wikipedia EN==
Stibnite, sometimes called [[antimonite]], is a sulfide mineral with the formula Sb2S3. This soft grey material crystallizes in an orthorhombic space group. It is the most important source for the metalloid antimony. The name is derived from the Greek στίβι stibi through the Latin stibium as the former name for the mineral and the element antimony.
{{trml
|trtx====antimony===
Afrikaans: antimoon; Albanian: antimon; Arabic: أَنْتِيمُون‎, إِثْمِد‎; Armenian: ծարիր; Asturian: antimoniu; Basque: antimonioa; Belarusian: сурма; Bulgarian: антимон; Catalan: antimoni; Chinese Mandarin: 銻, 锑; Coptic: ⲥⲑⲏⲙ; Cornish: antymony; Czech: antimon; Danish: antimon; Dutch: [[antimonium]], [[antimoon]], [[stibium]]; Esperanto: antimono; Estonian: antimon; Faroese: antimon; Finnish: antimoni; French: [[antimoine]]; Friulian: antimoni; Galician: antimonio; Georgian: სტიბიუმი; German: [[Antimon]]; Greek: [[αντιμόνιο]]; Hebrew: אנטימון‎; Hindi: अंजन; Hungarian: antimon; Icelandic: antímon; Indonesian: antimoni; Interlingua: antimonio; Irish: antamón; Italian: [[antimonio]]; Japanese: アンチモン, アンチモニー; Kashubian: antimón; Kazakh: сүрме; Khmer: អង់ទីម៉ាន់; Korean: 안티몬, 안티모니; Latin: [[stibium]]; Latvian: antimons; Lithuanian: stibis; Luxembourgish: Antimon; Macedonian: антимон; Malay: antimoni; Maltese: antimonju; Manx: antimoan; Mongolian: будаг; Norwegian: antimon; Occitan: antimòni; Persian: انتیموان‎, روی سخته‎, سرمه‎, زنگلک‎; Polish: antymon; Portuguese: [[antimónio]], [[antimônio]]; Romanian: antimoniu, stibiu; Russian: [[сурьма]], [[стибиум]]; Scottish Gaelic: antamòn; Serbo-Croatian Cyrillic: а̀нтимон; Roman: àntimon; Slovak: antimón; Slovene: antimon; Spanish: [[antimonio]]; Swedish: antimon; Tagalog: antimonyo; Tajik: сурьма; Tamil: அந்திமன்; Thai: พลวง; Turkish: antimon; Ukrainian: стибій, сурма; Uzbek: sur'ma; Cyrillic: сурьма; Vietnamese: antimon; Welsh: antimoni; West Frisian: antimoon
===stibnite===
Bulgarian: антимонит; Catalan: estibina, estibnita; Finnish: antimonihohde, stibniitti; Ancient Greek: [[στίβι]], [[στίμμι]], [[λάρβασον]]; Japanese: 輝安鉱; Spanish: [[estibina]], [[antimonita]]
ar: إستبنيت; az: antimonit; be_x_old: антыманіт; be: антыманіт; bg: антимонит; ca: estibina; cs: antimonit; de: [[Stibnit]]; dv: ގަލަދުން; el: [[αντιμονίτης]]; en: stibnite; eo: stibnito; es: [[estibina]]; eu: estibina; fa: استیبین; fi: antimonihohde; fr: [[stibine]]; ga: stibnít; hr: antimonit; hu: antimonit; hy: անտիմոնիտ; id: stibnit; it: [[stibnite]]; ja: 輝安鉱; kk: антимонит; ko: 휘안석; ky: антимонит; lt: antimonitas; nds: stibnit; nl: stibniet; nn: stibnitt; no: stibnitt;: antymonit; pt: [[estibina]]; ro: stibnit; ru: [[антимонит]]; sh: antimonit; simple: stibnite; sk: antimonit; sl: antimonit; sr: антимонит; sv: spetsglans; tg: антимонит; th: สติบไนท์; uk: антимоніт; uz: antimonit; vi: stibnite; zh_yue: 輝銻礦; zh: 辉锑矿
}}
}}