3,274,831
edits
(46) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / χοῑρος, ΝΜΑ, θηλ. χοῑρος, ἡ, Α<br />οικόσιτο θηλαστικό ζώο με ογκώδες [[σώμα]], προτεταμένο [[ρύγχος]] και σκληρές [[τρίχες]], [[γουρούνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «του χοίρου το [[μαλλί]] δεν γίνεται [[μετάξι]]» — ο [[ανάγωγος]] δεν αλλάζει εύκολα [[συμπεριφορά]]<br />β) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τα 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για άτομα ευγενούς καταγωγής που ξέπεσαν και διασύρθηκαν<br />γ) «ο [[χοίρος]] τη [[λάσπη]] κυνηγά» — ο διεφθαρμένος συνηθίζει να συναναστρέφεται με ομοίους του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού του Νείλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χοιρίδιο]], [[γουρουνόπουλο]] («θυσάμενος οὐ χοῑρον [[ἀλλά]] τι μέγα καὶ ἄπορον θῡμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους κωμικούς) το [[αιδοίο]] της γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[χοῖρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ghor</i>-<i>yo</i>-) μπορεί να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>-(<i>s</i>)- «[[παγώνω]], [[γίνομαι]] [[σκληρός]], [[ανατριχιάζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χέρσος]]) και να συνδεθεί [[επομένως]] με τη λ. <i>χήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>gh</i><i>ē</i><i>r</i> «αγκαθωτό ζώο», <b>βλ.</b> λ<br /><i>χήρ</i>) με την [[υπόθεση]] μιας αρχικής σημ. «ζώο με σκληρές [[τρίχες]]» για τη λ. [[χοῖρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. [[χοῖρος]] έχει προέλθει από τ. <i>ghoir</i>-<i>o</i>- και συνδέεται με ένα αρμ. επίθ. <i>g</i><i>ē</i><i>r</i> που χρησιμοποιείται για ζώα και ανθρώπους με σημ. «[[λιπαρός]], [[παχύς]]», το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο και αμφίβολο. Η λ. [[χοῖρος]]—[[εκτός]] από την κύρια σημ. «οικόσιτο μικρό [[γουρούνι]]»— χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[είδος]] ψαριού που ζει στον Νείλο» [[είτε]] κατ' [[απόδοση]] μιας λ. της γλώσσας της Νουβίας [[είτε]] λόγω της ομοιότητας της μορφής και τών τροφικών συνηθειών του ψαριού με τη [[μορφή]] και τις συνήθειες του χοίρου. Τέλος, η λ. απαντά σε κωμικούς ποιητές με σημ. «γυναικείο [[αιδοίο]]». Από τη λ. [[χοῖρος]] έχουν προέλθει διάφορα τοπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Χοιρέαι</i>) και ανθρωπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Χοιρίλος</i>, <i>Χοίρων</i>, <i>Χοιροθύων</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χοίρειος]], [[χοιρίδιο]](<i>ν</i>), [[χοίρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοιράφιος]], [[χοιρίδιος]], [[χοιρίζω]], [[χοιρίνη]], [[χοιρίον]], [[χοιρίσκος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χοιρικός]], [[χοιρώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χοιρεών]], [[χοιριώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χοιρινός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[χοιρέμπορος]], [[χοιροβοσκός]], [[χοιροκομείο]](<i>ν</i>), [[χοιροπώλης]], [[χοιροτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοιρόκτονος]], [[χοιροκτόνος]], [[χοιρομάγειρος]], [[χοιροσφάγος]], [[χοιρότροπος]], [[χοιροφαγία]], [[χοιροφορβείον]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[χοιράγχη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χοιράγρα]], [[χοιρόβιος]], [[χοιροδέτης]], [[χοιροκέφαλος]], [[χοιρόνους]], [[χοιρόφρων]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[χοιρομάντρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χοιρόδερμα]], [[χοιρόλαιμος]], [[χοιρομέρι]], [[χοιροπαραγωγή]], [[χοιροστάτης]]. (Β' συνθετικό) [[αγριόχοιρος]], [[ακανθόχοιρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εύχοιρος</i>, <i>ισόχοιρος</i>, [[καλλίχοιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ινδόχοιρος]], [[ποταμόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]], [[υδρόχοιρος]]]. | |mltxt=ο / χοῑρος, ΝΜΑ, θηλ. χοῑρος, ἡ, Α<br />οικόσιτο θηλαστικό ζώο με ογκώδες [[σώμα]], προτεταμένο [[ρύγχος]] και σκληρές [[τρίχες]], [[γουρούνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «του χοίρου το [[μαλλί]] δεν γίνεται [[μετάξι]]» — ο [[ανάγωγος]] δεν αλλάζει εύκολα [[συμπεριφορά]]<br />β) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τα 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για άτομα ευγενούς καταγωγής που ξέπεσαν και διασύρθηκαν<br />γ) «ο [[χοίρος]] τη [[λάσπη]] κυνηγά» — ο διεφθαρμένος συνηθίζει να συναναστρέφεται με ομοίους του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού του Νείλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χοιρίδιο]], [[γουρουνόπουλο]] («θυσάμενος οὐ χοῑρον [[ἀλλά]] τι μέγα καὶ ἄπορον θῡμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους κωμικούς) το [[αιδοίο]] της γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[χοῖρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ghor</i>-<i>yo</i>-) μπορεί να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>-(<i>s</i>)- «[[παγώνω]], [[γίνομαι]] [[σκληρός]], [[ανατριχιάζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χέρσος]]) και να συνδεθεί [[επομένως]] με τη λ. <i>χήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>gh</i><i>ē</i><i>r</i> «αγκαθωτό ζώο», <b>βλ.</b> λ<br /><i>χήρ</i>) με την [[υπόθεση]] μιας αρχικής σημ. «ζώο με σκληρές [[τρίχες]]» για τη λ. [[χοῖρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. [[χοῖρος]] έχει προέλθει από τ. <i>ghoir</i>-<i>o</i>- και συνδέεται με ένα αρμ. επίθ. <i>g</i><i>ē</i><i>r</i> που χρησιμοποιείται για ζώα και ανθρώπους με σημ. «[[λιπαρός]], [[παχύς]]», το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο και αμφίβολο. Η λ. [[χοῖρος]]—[[εκτός]] από την κύρια σημ. «οικόσιτο μικρό [[γουρούνι]]»— χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[είδος]] ψαριού που ζει στον Νείλο» [[είτε]] κατ' [[απόδοση]] μιας λ. της γλώσσας της Νουβίας [[είτε]] λόγω της ομοιότητας της μορφής και τών τροφικών συνηθειών του ψαριού με τη [[μορφή]] και τις συνήθειες του χοίρου. Τέλος, η λ. απαντά σε κωμικούς ποιητές με σημ. «γυναικείο [[αιδοίο]]». Από τη λ. [[χοῖρος]] έχουν προέλθει διάφορα τοπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Χοιρέαι</i>) και ανθρωπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Χοιρίλος</i>, <i>Χοίρων</i>, <i>Χοιροθύων</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χοίρειος]], [[χοιρίδιο]](<i>ν</i>), [[χοίρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοιράφιος]], [[χοιρίδιος]], [[χοιρίζω]], [[χοιρίνη]], [[χοιρίον]], [[χοιρίσκος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χοιρικός]], [[χοιρώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χοιρεών]], [[χοιριώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χοιρινός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[χοιρέμπορος]], [[χοιροβοσκός]], [[χοιροκομείο]](<i>ν</i>), [[χοιροπώλης]], [[χοιροτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοιρόκτονος]], [[χοιροκτόνος]], [[χοιρομάγειρος]], [[χοιροσφάγος]], [[χοιρότροπος]], [[χοιροφαγία]], [[χοιροφορβείον]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[χοιράγχη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χοιράγρα]], [[χοιρόβιος]], [[χοιροδέτης]], [[χοιροκέφαλος]], [[χοιρόνους]], [[χοιρόφρων]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[χοιρομάντρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χοιρόδερμα]], [[χοιρόλαιμος]], [[χοιρομέρι]], [[χοιροπαραγωγή]], [[χοιροστάτης]]. (Β' συνθετικό) [[αγριόχοιρος]], [[ακανθόχοιρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εύχοιρος</i>, <i>ισόχοιρος</i>, [[καλλίχοιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ινδόχοιρος]], [[ποταμόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]], [[υδρόχοιρος]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Abau: huok; Abenaki: piks; Abkhaz: аҳәа; Abu' Arapesh: bul; Acehnese: bui; Adyghe: къо, хъо; Afrikaans: vark; Agarabi: pon; Aklanon: baboy; Albanian: derr, thi; Ama: fu; Amanab: tata; Amharic: አሳማ; Aneme Wake: boro; Ansus: tapui; Apache Western Apache: góchiʼ; Arabic: خِنْزِير, حَلُوف; Egyptian Arabic: خنزير, حلوف; Gulf Arabic: خنزير; Moroccan Arabic: حلوف, خنزير; North Levantine Arabic: خنزير; Aragonese: cochín; Aramaic Hebrew: חזירא, חזירתא; Syriac: ܚܙܝܪܐ, ܚܙܝܪܬܐ; Archi: боӏкь; Armenian: խոզ; Aromanian: porcu; Assamese: গাহৰি; Asturian: gochu, gocha; Atayal: bzyok; Avar: болъон; Azerbaijani: donuz; Bahnar: nhŭng; Balinese: celeng; Bashkir: сусҡа; Basque: urde, zerri, txerri; Bau Bidayuh: oyuo; Belarusian: свіння, сьвіньня; Bengali: শুওর; Bodo: अमा; Bouyei: duezmul, mul; Breton: pemoc'h; Brunei Malay: bayi; Budukh: вак; Buginese: bawi; Bulgarian: свиня; Burmese: ဝက်; Buryat: гахай; Catalan: porc; Cebuano: baboy; Central Melanau: babui; Chamicuro: kuuchi; Chamorro: babui; Chechen: хьакха, жаргӏа; Chepang: प्याक्; Cherokee: ᏏᏆ; Chichewa: nkhumba; Chickasaw: shokha'; Chinese Cantonese: 豬, 猪; Dungan: җў; Gan: 豬, 猪; Hakka: 豬, 猪, 豬仔, 猪仔; Jin: 豬, 猪; Mandarin: 豬, 猪, 豬玀, 猪猡, 豕; Min Dong: 豬, 猪; Min Nan: 豬, 猪, 豬仔, 猪仔; Wu: 豬玀, 猪猡; Xiang: 豬, 猪; Chuvash: сысна; Comox: kʷašu; Cornish: hogh, mogh; Cree: kohkôs; Czech: prase, vepř, svině; Da'a Kaili: vavu; Dalmatian: puarc; Danish: svin, gris; Drung: waq; Dutch: [[zwijn]], [[varken]]; Eastern Cham: ꨚꨝꨶꨬ, ꨂꩆ; Eastern Mari: сӧсна; Erzya: туво; Ese: maha; Esperanto: porko, virporko, porkiĉo, porkino; Estonian: siga, põrsas; Evenki: сунюрин; Faroese: svín; Fijian: vuaka; Finnish: sika; French: [[cochon]], [[porc]], [[pourceau]]; Old French: porc, bacon; Friulian: purcit; Galician: porco, cocho, quino; Garo: wak; Georgian: ღორი; German: [[Schwein]], [[Hausschwein]],, Sau; Alemannic German: Sou; Franconian: Mocke; Regional German: Docke, Wutz; Swabian: Kosel; Gondi: పద్ది; Gothic: 𐍃𐍅𐌴𐌹𐌽; Greek: [[γουρούνι]]; Ancient Greek: [[ὗς]], [[χοῖρος]]; Greenlandic: puuluki; Guerrero Amuzgo: kítzku; Gujarati: ડુક્કર, શૂકર; Hausa: alade; Hawaiian: puaʻa; Hebrew: חֲזִיר; Higaonon: babuy; Hindi: सूअर; Hopi: pitsooti; Hungarian: sertés, disznó, malac; Hunsrik: Schwein; Iban: jani, babi; Ibanag: babuy; Icelandic: svín; Ido: porko, porkulo, porkino; Ilocano: baboy; Imonda: malhu; Inabaknon: baktin; Indonesian: babi; Interlingua: porco; Irish: muc; Italian: [[maiale]], [[porco]], [[suino]]; Iu Mien: dungz; Japanese: 豚, ブタ; Javanese: ꦧꦧꦶ; Jeju: 도새기; Jingpho: wa'; Kabardian: кхъуэ; Kalmyk: һаха; Kannada: ಹಂದಿ; Karelian: počči; Kashubian: swinia; Kazakh: шошқа; Khasi: sniang; Khmer: ជ្រូក; Kimaragang: wogok; Koho: sur, un; Kokborok: wak; Kombio: wurokn; Korean: 돼지; Krisa: a; Kumyk: донгуз; Kurdish Central Kurdish: بەراز; Northern Kurdish: beraz, xinzîr, xûk; Kyrgyz: чочко; Ladin: porcel; Lao: ໝູ; Latgalian: cyuka; Latin: [[sus]], [[porcus]]; Latvian: cūka; Ledo Kaili: bavu; Lezgi: вак; Limburgish: zwien, verke; Lithuanian: kiaulė; Livonian: sigā; Low German: Swien; Ludian: šiga; Luganda: embizzi; Lusitanian: porcom, porgom; Luxembourgish: Schwäin; Lü: ᦖᦴ; Macedonian: свиња; Maguindanao: babuy; Malagasy: kisoa; Malay: babi, khinzir; Malayalam: പന്നി; Maltese: ħanżir, qażquż; Maléku Jaíka: tunhífa; Manchu: ᡠᠯᡤᡳᠶᠠᠨ; Mandar: boe; Mansaka: baboy; Manx: muc; Maori: poaka; Maranao: beboy, pandak; Marathi: डुकर; Mazanderani: خی; Menominee: kōhkōs; Mi'kmaq: gulgwi's anim; Moksha: тува; Mon: ကၠိက်; Mongolian Cyrillic: гахай; Uyghurjin: ᠭᠠᠬᠠᠢ; Montagnais: kukush; Motu: boroma; Mountain Koiari: ovo; Nahuatl: pitzotl; Nanai: олгиан; Navajo: bisóodi; Nepali: सुँगुर; Newar: फा; Ngazidja Comorian: purunku; Nii: kung; Nivkh: овӻоӈ, олӻоӈ; Norman: couochon, bête à saie, por, gronneux, moussieu, quétot; North Frisian: Swin; Norwegian: svin, gris; Nyunga: beerk; Occitan: pòrc, puèrc; Ojibwe: gookoosh; Okinawan: っわー; Old Church Slavonic Cyrillic: свиниꙗ; Old East Slavic: свиньꙗ; Old English: swīn; Old Javanese: wők; Old Turkic: 𐱃𐰆𐰭𐰆𐰕; Oriya: ଘୁଷୁରିଛୁଆ; Oromo: booyee; Ossetian: хуы; Ottawa: gookoosh; Pacoh: alic, alíc; Palauan: babii; Pashto: خنځير, خوګ; Persian: خوک; Plautdietsch: Schwien; Polish: świnia; Portuguese: [[porco]], [[suíno]]; Potawatomi: kokosh; Punjabi: ਸੂਰ; Quechua: khuchi; Rabha: বাক; Rapa Nui: oru; Romani: balo, bali; Romanian: porc; Romansch: portg, piertg, püerch, chucal; Russian: [[свинья]], [[боров]]; S'gaw Karen: ထိး; Sami Inari Sami: šahe; Kildin Sami: шагкь; Northern Sami: spiidni; Skolt Sami: šââ´ǩǩ; Samoan: pua'a; Sango: gaduru, ngûru; Sanskrit: सूकर; Santali: ᱥᱩᱠᱨᱤ; Sardinian: porcu, polcu, procu, mannale, mannali; Campidanese: procu, mannali, sue; Scottish Gaelic: muc; Sebop: bu'in; Serbo-Croatian Cyrillic: свиња; Roman: svínja; Shan: မူ; Sichuan Yi: ꃮ, ꃢ; Sicilian: porcu, majali; Sinhalese: ඌරා; Slovak: prasa, sviňa; Slovene: svinja, prašič, pujs; Somali: doofaar; Sorbian Lower Sorbian: swinja; Upper Sorbian: swinjo; Spanish: [[cerdo]], [[chancho]], [[chon]], [[coche]], [[cochi]], [[cochín]], [[cochino]], [[cocho]], [[cuchi]], [[cuto]], [[gocho]], [[gorrino]], [[guarro]], [[marrano]], [[puerco]], [[tocino]], [[tunco]], [[pitzote]]; Swahili: nguruwe; Swedish: gris, svin; Sylheti: ꠉꠣꠠꠤꠀ, ꠡꠥꠅꠞ; Tabaru: titi; Tagal Murut: bawi, biag; Tagalog: baboy; Tai Tai Tajik: хук; Tamil: பன்றி; Taos: kùciʼína; Tatar: дуңгыз, чучка; Tausug: babuy; Telugu: పంది, సూకరము; Ternate: soho; Tetum: fahi; Thai: หมู; Tibetan: ཕག་པ; Tigrinya: ሓሰማ; Timugon Murut: bawi; Tiwa: oa; Tocharian B: suwo; Tok Pisin: pik; Tolai: boroi; Tongan: puaka; Tswana: kolobe; Turkish: domuz, hınzır; Turkmen: doňuz; Tuvan: хаван; Ubir: foro; Udi: боъкъ; Udmurt: парсь; Ukrainian: свиня; Urat: hro'; Urdu: خوک, خنزیر, سؤر; Urhobo: esi; Uyghur: چوشقا; Uzbek: choʻchka, choʻchqa; Venetian: mas-cio, porselo, porzèl; Veps: siga; Vietnamese: heo, lợn, cúi; Volapük: svin, hisvin, jisvin, omsvin, domasvin; Voro: tsiga; Votic: sika; Walloon: pourcea, coshet; Waray-Waray: baboy; Warembori: pue; Welsh: mochyn; West Coast Bajau: menungal, ogok, bakas; West Frisian: baarch; Western Bukidnon Manobo: bavuy; White Hmong: npua; Wolof: mbam-xuux mi; Yakut: сибиинньэ; Yiddish: חזיר, כאַזער; Yoruba: ẹlẹ́dẹ̀, òdo; Yup'ik: sitiinkaq; Zazaki: xoz, xenzir; Zhuang: mou; Zulu: ingulube | |||
}} | }} |