Anonymous

χοῖρος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  29 September 2022
m
Text replacement - "χοῑρος" to "χοῖρος"
m (Text replacement - "θῡμα" to "θῦμα")
m (Text replacement - "χοῑρος" to "χοῖρος")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / χοῑρος, ΝΜΑ, θηλ. χοῑρος, ἡ, Α<br />οικόσιτο θηλαστικό ζώο με ογκώδες [[σώμα]], προτεταμένο [[ρύγχος]] και σκληρές [[τρίχες]], [[γουρούνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «του χοίρου το [[μαλλί]] δεν γίνεται [[μετάξι]]» — ο [[ανάγωγος]] δεν αλλάζει εύκολα [[συμπεριφορά]]<br />β) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τα 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για άτομα ευγενούς καταγωγής που ξέπεσαν και διασύρθηκαν<br />γ) «ο [[χοίρος]] τη [[λάσπη]] κυνηγά» — ο διεφθαρμένος συνηθίζει να συναναστρέφεται με ομοίους του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού του Νείλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χοιρίδιο]], [[γουρουνόπουλο]] («θυσάμενος οὐ χοῑρον [[ἀλλά]] τι μέγα καὶ ἄπορον θῦμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους κωμικούς) το [[αιδοίο]] της γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[χοῖρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ghor</i>-<i>yo</i>-) μπορεί να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>-(<i>s</i>)- «[[παγώνω]], [[γίνομαι]] [[σκληρός]], [[ανατριχιάζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χέρσος]]) και να συνδεθεί [[επομένως]] με τη λ. <i>χήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>gh</i><i>ē</i><i>r</i> «αγκαθωτό ζώο», <b>βλ.</b> λ<br /><i>χήρ</i>) με την [[υπόθεση]] μιας αρχικής σημ. «ζώο με σκληρές [[τρίχες]]» για τη λ. [[χοῖρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. [[χοῖρος]] έχει προέλθει από τ. <i>ghoir</i>-<i>o</i>- και συνδέεται με ένα αρμ. επίθ. <i>g</i><i>ē</i><i>r</i> που χρησιμοποιείται για ζώα και ανθρώπους με σημ. «[[λιπαρός]], [[παχύς]]», το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο και αμφίβολο. Η λ. [[χοῖρος]]—[[εκτός]] από την κύρια σημ. «οικόσιτο μικρό [[γουρούνι]]»— χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[είδος]] ψαριού που ζει στον Νείλο» [[είτε]] κατ' [[απόδοση]] μιας λ. της γλώσσας της Νουβίας [[είτε]] λόγω της ομοιότητας της μορφής και τών τροφικών συνηθειών του ψαριού με τη [[μορφή]] και τις συνήθειες του χοίρου. Τέλος, η λ. απαντά σε κωμικούς ποιητές με σημ. «γυναικείο [[αιδοίο]]». Από τη λ. [[χοῖρος]] έχουν προέλθει διάφορα τοπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Χοιρέαι</i>) και ανθρωπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Χοιρίλος</i>, <i>Χοίρων</i>, <i>Χοιροθύων</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χοίρειος]], [[χοιρίδιο]](<i>ν</i>), [[χοίρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοιράφιος]], [[χοιρίδιος]], [[χοιρίζω]], [[χοιρίνη]], [[χοιρίον]], [[χοιρίσκος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χοιρικός]], [[χοιρώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χοιρεών]], [[χοιριώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χοιρινός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[χοιρέμπορος]], [[χοιροβοσκός]], [[χοιροκομείο]](<i>ν</i>), [[χοιροπώλης]], [[χοιροτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοιρόκτονος]], [[χοιροκτόνος]], [[χοιρομάγειρος]], [[χοιροσφάγος]], [[χοιρότροπος]], [[χοιροφαγία]], [[χοιροφορβείον]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[χοιράγχη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χοιράγρα]], [[χοιρόβιος]], [[χοιροδέτης]], [[χοιροκέφαλος]], [[χοιρόνους]], [[χοιρόφρων]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[χοιρομάντρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χοιρόδερμα]], [[χοιρόλαιμος]], [[χοιρομέρι]], [[χοιροπαραγωγή]], [[χοιροστάτης]]. (Β' συνθετικό) [[αγριόχοιρος]], [[ακανθόχοιρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εύχοιρος</i>, <i>ισόχοιρος</i>, [[καλλίχοιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ινδόχοιρος]], [[ποταμόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]], [[υδρόχοιρος]]].
|mltxt=ο / χοῖρος, ΝΜΑ, θηλ. χοῖρος, ἡ, Α<br />οικόσιτο θηλαστικό ζώο με ογκώδες [[σώμα]], προτεταμένο [[ρύγχος]] και σκληρές [[τρίχες]], [[γουρούνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «του χοίρου το [[μαλλί]] δεν γίνεται [[μετάξι]]» — ο [[ανάγωγος]] δεν αλλάζει εύκολα [[συμπεριφορά]]<br />β) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τα 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για άτομα ευγενούς καταγωγής που ξέπεσαν και διασύρθηκαν<br />γ) «ο [[χοίρος]] τη [[λάσπη]] κυνηγά» — ο διεφθαρμένος συνηθίζει να συναναστρέφεται με ομοίους του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού του Νείλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χοιρίδιο]], [[γουρουνόπουλο]] («θυσάμενος οὐ χοῑρον [[ἀλλά]] τι μέγα καὶ ἄπορον θῦμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους κωμικούς) το [[αιδοίο]] της γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[χοῖρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ghor</i>-<i>yo</i>-) μπορεί να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>-(<i>s</i>)- «[[παγώνω]], [[γίνομαι]] [[σκληρός]], [[ανατριχιάζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χέρσος]]) και να συνδεθεί [[επομένως]] με τη λ. <i>χήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>gh</i><i>ē</i><i>r</i> «αγκαθωτό ζώο», <b>βλ.</b> λ<br /><i>χήρ</i>) με την [[υπόθεση]] μιας αρχικής σημ. «ζώο με σκληρές [[τρίχες]]» για τη λ. [[χοῖρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. [[χοῖρος]] έχει προέλθει από τ. <i>ghoir</i>-<i>o</i>- και συνδέεται με ένα αρμ. επίθ. <i>g</i><i>ē</i><i>r</i> που χρησιμοποιείται για ζώα και ανθρώπους με σημ. «[[λιπαρός]], [[παχύς]]», το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο και αμφίβολο. Η λ. [[χοῖρος]]—[[εκτός]] από την κύρια σημ. «οικόσιτο μικρό [[γουρούνι]]»— χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[είδος]] ψαριού που ζει στον Νείλο» [[είτε]] κατ' [[απόδοση]] μιας λ. της γλώσσας της Νουβίας [[είτε]] λόγω της ομοιότητας της μορφής και τών τροφικών συνηθειών του ψαριού με τη [[μορφή]] και τις συνήθειες του χοίρου. Τέλος, η λ. απαντά σε κωμικούς ποιητές με σημ. «γυναικείο [[αιδοίο]]». Από τη λ. [[χοῖρος]] έχουν προέλθει διάφορα τοπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Χοιρέαι</i>) και ανθρωπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Χοιρίλος</i>, <i>Χοίρων</i>, <i>Χοιροθύων</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χοίρειος]], [[χοιρίδιο]](<i>ν</i>), [[χοίρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοιράφιος]], [[χοιρίδιος]], [[χοιρίζω]], [[χοιρίνη]], [[χοιρίον]], [[χοιρίσκος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χοιρικός]], [[χοιρώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χοιρεών]], [[χοιριώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χοιρινός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[χοιρέμπορος]], [[χοιροβοσκός]], [[χοιροκομείο]](<i>ν</i>), [[χοιροπώλης]], [[χοιροτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοιρόκτονος]], [[χοιροκτόνος]], [[χοιρομάγειρος]], [[χοιροσφάγος]], [[χοιρότροπος]], [[χοιροφαγία]], [[χοιροφορβείον]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[χοιράγχη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χοιράγρα]], [[χοιρόβιος]], [[χοιροδέτης]], [[χοιροκέφαλος]], [[χοιρόνους]], [[χοιρόφρων]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[χοιρομάντρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χοιρόδερμα]], [[χοιρόλαιμος]], [[χοιρομέρι]], [[χοιροπαραγωγή]], [[χοιροστάτης]]. (Β' συνθετικό) [[αγριόχοιρος]], [[ακανθόχοιρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εύχοιρος</i>, <i>ισόχοιρος</i>, [[καλλίχοιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ινδόχοιρος]], [[ποταμόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]], [[υδρόχοιρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm