Anonymous

κοίλος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  29 September 2022
m
Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο(ν) (AM κοῖλος, -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που το εσωτερικό του [[είναι]] [[κενό]], ο [[κούφιος]]<br /><b>2.</b> (για [[σκεύος]] ή [[τόπο]]) αυτός που έχει βαθουλωμένη [[επιφάνεια]] σε κάποιο [[σημείο]], αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «[[κοίλο]] [[κάτοπτρο]]» β. «[[κοίλο]] [[έδαφος]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κοίλο]](<i>ν</i>)<br />α) το εσωτερικό άδειο [[μέρος]] το οποίο σχηματίζουν τα αντικείμενα που η επιφάνειά τους [[είναι]] βαθουλή, η [[κοιλότητα]], το [[κοίλωμα]], το [[βαθούλωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) <b>ανατ.</b> i) «[[κοίλο]] του τυμπάνου» — η [[κοιλότητα]] του μέσου [[ωτός]] που περιέχει τα ακουστικά οστάρια ii) «κοίλες φλέβες» — οι δύο φλέβες που αδειάζουν στον δεξιό [[κόλπο]] της καρδιάς το [[σύνολο]] του φλεβικού αίματος της κυκλοφορίας επανόδου<br />β) «το [[κοίλο]](ν) του θεάτρου» ή [[απλώς]] «το κοίλον» — το [[μέρος]] του αρχαίου θεάτρου που προορίζεται για τους θεατές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κοίλη]]<br />η [[κοιλάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πλοία) αυτός που [[είναι]] [[πλατύς]] στο [[μέσο]], [[βαθύς]], [[ευρύχωρος]]<br /><b>2.</b> (για [[χώρα]] ή [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται [[χαμηλά]]<br /><b>3.</b> (για [[μέταλλο]]) αυτός που έχει υποστεί [[κατεργασία]] και έχει μετατραπεί σε [[αγγείο]] («[[χρυσός]] ὁ κοῖλος [[πάμπολυς]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (για γράμματα επιγραφής ή πινακίδας) αυτός που [[είναι]] [[βαθιά]] χαραγμένος<br /><b>5.</b> [[θολωτός]], [[αψιδωτός]]<br /><b>6.</b> (για δρόμο) αυτός που προχωρεί [[προς]] τα [[χαμηλά]] σχηματίζοντας καμπύλες<br /><b>7.</b> (για [[ποτάμι]]) α) αυτός που έχει [[βαθιά]] και ευρεία [[κοίτη]]<br />β) αυτός που έχει λίγο [[νερό]], [[ρηχός]]<br /><b>8.</b> (για [[θάλασσα]]) [[τρικυμιώδης]]<br /><b>9.</b> (για [[νόσημα]]) αυτό που προσβάλλει κάποιο εσωτερικό όργανο του σώματος ή προέρχεται από [[πάθηση]] εσωτερικού οργάνου<br /><b>10.</b> (για [[φωνή]]) [[υπόκωφος]], [[βαθύς]]<br /><b>11.</b> (για [[χέρι]]) απλωμένο για [[επαιτεία]]<br /><b>12.</b> (για [[κρεβάτι]]) [[κενός]]<br /><b>13.</b> (για [[μήνα]]) α) ο [[βραχύς]], ο [[Φεβρουάριος]]<br />β) αυτός που έχει [[τριάντα]] ημέρες<br /><b>14.</b> (για [[ημέρα]]) <b>πάπ.</b> αυτή [[κατά]] την οποία αναβάλλονταν οι πληρωμές<br /><b>15.</b> (για [[λόγια]] ή πράξεις) αυτός που στερείται περιεχομένου, ο [[άσκοπος]]<br /><b>16.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κοῖλα</i><br />α) (για το ανθρώπινο [[σώμα]]) οι κοιλότητες<br />β) (ειδ. για την [[καρδιά]] και τους νεφρούς) οι κοιλίες<br /><b>17.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοῖλον</i><br />(για [[λιμάνι]]) ο [[μυχός]]<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> «[[κοίλη]] ναῡς» — το [[κύτος]] του πλοίου, το [[αμπάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kou</i>- της ΙΕ ρίζας <i>keu</i>- «[[οίδημα]], [[θόλος]]» [[αλλά]] και «[[κοίλωμα]]». Είναι παρ. σε -<i>λ</i>- ενός αρχικού τύπου που διασώζει ο Ησύχιος στη [[γλώσσα]] <i>κόοι</i><br /><i>τὰ χάσματα τῆς γῆς</i>. Επομένως [[κοῖλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κοF</i>-<i>ιλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κοFος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ιλος</i>. Ο τ. <i>κόFιλος</i> διασώζεται ως α' συνθετικό μυκηναϊκών λέξεων ([[πρβλ]]. <i>kowiro</i>-<i>woko</i> = <i>κοιλο</i>-<i>εργοί</i>, ίσως «χαράκτες»). Είναι πιθανή η [[πλήρης]] [[αντιστοιχία]] του με το αλβ. <i>thele</i> «[[βαθύς]]». Το [[επίθημα]] με -<i>λ</i>- εμφανίζει [[επίσης]] το αρμ. <i>soyl</i> «[[κοίλος]]», ενώ ο [[αρχικός]] τ. <i>κόFος</i> συνδέεται με το λατ. <i>cauus</i> «[[κοίλος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>couus</i> και το μσν. ιρλδ. <i>cua</i> «[[κοίλος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>kow</i>-<i>ios</i>). Συγγενείς [[είναι]] [[επίσης]] οι λ. <i>κῦαρ</i>, [[κώθων]], [[κῶος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοιλάς]], [[κοιλαίνω]], [[κοιλία]], [[κοιλότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοιλαίος]], [[κοιλίς]], [[κοιλιακός]], [[κοιλώ]], [[κοιλωπός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοιλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοιλέμβολος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοιλογάστωρ]], [[κοιλογένειος]], [[κοιλογώνιος]], [[κοιλοκρόταφος]], [[κοιλόμισχος]], [[κοιλοποιούμαι]], [[κοιλόσταθμος]], [[κοιλοσταθμώ]], [[κοιλοστόμαχος]], [[κοιλοστομία]], [[κοιλόστομος]], [[κοιλοσώματος]], [[κοιλοφθαλμία]], [[κοιλοφθαλμιώ]], [[κοιλόφθαλμος]], [[κοιλοφυής]], [[κοιλόφυλλος]], [[κοιλόφωνος]], [[κοιλοχείλης]], [[κοιλώνυξ]], [[κοιλωπής]], [[κοιλωπός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιλανάγλυφος]], [[κοιλοβλαστίδιο]], <i>κοιλόγενυς</i>, [[κοιλόγλωσσο]], [[κοιλόκερα]] (<i>τα</i>), [[κοιλόκυρτος]], [[κοιλονυχία]], [[κοιλοποδία]], [[κοιλόπους]]. (Β' συνθετικό) [[άκοιλος]], [[αμφίκοιλος]], [[υπόκοιλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάκοιλος]], [[έγκοιλος]], [[έκκοιλος]], [[ισόκοιλος]], [[μεσόκοιλος]], [[ορθόκοιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιπεδόκοιλος]], <i>ημίκοιλος</i>, [[οπισθόκοιλος]]].
|mltxt=-η, -ο(ν) (AM κοῖλος, -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που το εσωτερικό του [[είναι]] [[κενό]], ο [[κούφιος]]<br /><b>2.</b> (για [[σκεύος]] ή [[τόπο]]) αυτός που έχει βαθουλωμένη [[επιφάνεια]] σε κάποιο [[σημείο]], αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «[[κοίλο]] [[κάτοπτρο]]» β. «[[κοίλο]] [[έδαφος]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κοίλο]](<i>ν</i>)<br />α) το εσωτερικό άδειο [[μέρος]] το οποίο σχηματίζουν τα αντικείμενα που η επιφάνειά τους [[είναι]] βαθουλή, η [[κοιλότητα]], το [[κοίλωμα]], το [[βαθούλωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) <b>ανατ.</b> i) «[[κοίλο]] του τυμπάνου» — η [[κοιλότητα]] του μέσου [[ωτός]] που περιέχει τα ακουστικά οστάρια ii) «κοίλες φλέβες» — οι δύο φλέβες που αδειάζουν στον δεξιό [[κόλπο]] της καρδιάς το [[σύνολο]] του φλεβικού αίματος της κυκλοφορίας επανόδου<br />β) «το [[κοίλο]](ν) του θεάτρου» ή [[απλώς]] «το κοίλον» — το [[μέρος]] του αρχαίου θεάτρου που προορίζεται για τους θεατές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κοίλη]]<br />η [[κοιλάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πλοία) αυτός που [[είναι]] [[πλατύς]] στο [[μέσο]], [[βαθύς]], [[ευρύχωρος]]<br /><b>2.</b> (για [[χώρα]] ή [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται [[χαμηλά]]<br /><b>3.</b> (για [[μέταλλο]]) αυτός που έχει υποστεί [[κατεργασία]] και έχει μετατραπεί σε [[αγγείο]] («[[χρυσός]] ὁ κοῖλος [[πάμπολυς]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (για γράμματα επιγραφής ή πινακίδας) αυτός που [[είναι]] [[βαθιά]] χαραγμένος<br /><b>5.</b> [[θολωτός]], [[αψιδωτός]]<br /><b>6.</b> (για δρόμο) αυτός που προχωρεί [[προς]] τα [[χαμηλά]] σχηματίζοντας καμπύλες<br /><b>7.</b> (για [[ποτάμι]]) α) αυτός που έχει [[βαθιά]] και ευρεία [[κοίτη]]<br />β) αυτός που έχει λίγο [[νερό]], [[ρηχός]]<br /><b>8.</b> (για [[θάλασσα]]) [[τρικυμιώδης]]<br /><b>9.</b> (για [[νόσημα]]) αυτό που προσβάλλει κάποιο εσωτερικό όργανο του σώματος ή προέρχεται από [[πάθηση]] εσωτερικού οργάνου<br /><b>10.</b> (για [[φωνή]]) [[υπόκωφος]], [[βαθύς]]<br /><b>11.</b> (για [[χέρι]]) απλωμένο για [[επαιτεία]]<br /><b>12.</b> (για [[κρεβάτι]]) [[κενός]]<br /><b>13.</b> (για [[μήνα]]) α) ο [[βραχύς]], ο [[Φεβρουάριος]]<br />β) αυτός που έχει [[τριάντα]] ημέρες<br /><b>14.</b> (για [[ημέρα]]) <b>πάπ.</b> αυτή [[κατά]] την οποία αναβάλλονταν οι πληρωμές<br /><b>15.</b> (για [[λόγια]] ή πράξεις) αυτός που στερείται περιεχομένου, ο [[άσκοπος]]<br /><b>16.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κοῖλα</i><br />α) (για το ανθρώπινο [[σώμα]]) οι κοιλότητες<br />β) (ειδ. για την [[καρδιά]] και τους νεφρούς) οι κοιλίες<br /><b>17.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοῖλον</i><br />(για [[λιμάνι]]) ο [[μυχός]]<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> «[[κοίλη]] ναῦς» — το [[κύτος]] του πλοίου, το [[αμπάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kou</i>- της ΙΕ ρίζας <i>keu</i>- «[[οίδημα]], [[θόλος]]» [[αλλά]] και «[[κοίλωμα]]». Είναι παρ. σε -<i>λ</i>- ενός αρχικού τύπου που διασώζει ο Ησύχιος στη [[γλώσσα]] <i>κόοι</i><br /><i>τὰ χάσματα τῆς γῆς</i>. Επομένως [[κοῖλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κοF</i>-<i>ιλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κοFος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ιλος</i>. Ο τ. <i>κόFιλος</i> διασώζεται ως α' συνθετικό μυκηναϊκών λέξεων ([[πρβλ]]. <i>kowiro</i>-<i>woko</i> = <i>κοιλο</i>-<i>εργοί</i>, ίσως «χαράκτες»). Είναι πιθανή η [[πλήρης]] [[αντιστοιχία]] του με το αλβ. <i>thele</i> «[[βαθύς]]». Το [[επίθημα]] με -<i>λ</i>- εμφανίζει [[επίσης]] το αρμ. <i>soyl</i> «[[κοίλος]]», ενώ ο [[αρχικός]] τ. <i>κόFος</i> συνδέεται με το λατ. <i>cauus</i> «[[κοίλος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>couus</i> και το μσν. ιρλδ. <i>cua</i> «[[κοίλος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>kow</i>-<i>ios</i>). Συγγενείς [[είναι]] [[επίσης]] οι λ. <i>κῦαρ</i>, [[κώθων]], [[κῶος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοιλάς]], [[κοιλαίνω]], [[κοιλία]], [[κοιλότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοιλαίος]], [[κοιλίς]], [[κοιλιακός]], [[κοιλώ]], [[κοιλωπός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοιλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοιλέμβολος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοιλογάστωρ]], [[κοιλογένειος]], [[κοιλογώνιος]], [[κοιλοκρόταφος]], [[κοιλόμισχος]], [[κοιλοποιούμαι]], [[κοιλόσταθμος]], [[κοιλοσταθμώ]], [[κοιλοστόμαχος]], [[κοιλοστομία]], [[κοιλόστομος]], [[κοιλοσώματος]], [[κοιλοφθαλμία]], [[κοιλοφθαλμιώ]], [[κοιλόφθαλμος]], [[κοιλοφυής]], [[κοιλόφυλλος]], [[κοιλόφωνος]], [[κοιλοχείλης]], [[κοιλώνυξ]], [[κοιλωπής]], [[κοιλωπός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιλανάγλυφος]], [[κοιλοβλαστίδιο]], <i>κοιλόγενυς</i>, [[κοιλόγλωσσο]], [[κοιλόκερα]] (<i>τα</i>), [[κοιλόκυρτος]], [[κοιλονυχία]], [[κοιλοποδία]], [[κοιλόπους]]. (Β' συνθετικό) [[άκοιλος]], [[αμφίκοιλος]], [[υπόκοιλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάκοιλος]], [[έγκοιλος]], [[έκκοιλος]], [[ισόκοιλος]], [[μεσόκοιλος]], [[ορθόκοιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιπεδόκοιλος]], <i>ημίκοιλος</i>, [[οπισθόκοιλος]]].
}}
}}