3,273,446
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[χέρσος]]<br />(το παθ.) <i>χερσεύομαι</i><br />μεταβάλλομαι σε χέρσο, [[γίνομαι]] [[ξερός]] και [[άγονος]], χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ.<br />β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ' | |mltxt=ΜΑ [[χέρσος]]<br />(το παθ.) <i>χερσεύομαι</i><br />μεταβάλλομαι σε χέρσο, [[γίνομαι]] [[ξερός]] και [[άγονος]], χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ.<br />β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ' ἀμεληθεῖσα χερσεύεται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζω ή βρίσκομαι στη [[στεριά]] («[[χελώνη]] μὴ δυναμένη χερσεύειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[χέρσος]], [[άγονος]] (α. «πλείους εἰσὶν οἱ πρότερον ἔνυδροι, νῦν δὲ χερσεύοντες», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τὰς εὐκάρπους ἀρούρας χερσεύειν ἐᾷ», Φίλ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[περιοχή]]) [[εγκαταλείπω]] ώστε να χερσώσει. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |