χερσεύω
English (LSJ)
intr.,
A abide on dry land, live or lie thereon, S.Fr.321, E.Fr.636, Plu.2.982b.
2 to be dry land, opp. ἔνυδρος εἶναι, Arist.Mete.352a23.
b lie waste or barren, X.Oec. 5.17, 16.5.
II Pass., to be left as dry land, opp. πλωτὰ εἶναι, Arist.Mete.353a25 (v.l. -εύει).
III make or leave barren, PTeb.61 (b).114, 74.29 (ii B. C.):—Pass., to be made, become barren, Plu.2.2d, Epist.Philipp. in IG9(2).517.30 (Larissa, iii B. C.), PTeb.61 (b).144, 202, al. (ii B. C.), BGU1120.31 (i B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1351] 1) intrans., a) wüst od. öde liegen, unbekannt oder unfruchtbar sein, Xen. oec. 5, 17. 16, 5. – b) sich auf dem festen Lande aufhalten, darauf leben, Plut. sol. an. 33; auch aus dem Wasser aufs feste Land gehen, Philostr. – 2) trans., öde, leer machen, verwais't machen, Eur. frg. Polyid. 1, 3; pass. unfruchtbar werden, verwildern, Plut. De educ. lib. 4.
French (Bailly abrégé)
I. intr. :
1 rester en friche, être inculte, être stérile;
2 se fixer ou vivre sur la terre ferme;
II. tr. laisser en friche ; Pass. rester en friche, être inculte.
Étymologie: χέρσος.
Russian (Dvoretsky)
χερσεύω:
1 находиться на суше Soph., Eur., Plut.;
2 тж. med. представлять собой сушу (τόποι χερσεύοντες Arst.): οὐκ ἀεὶ ταὐτὰ χερσεύεται τῆς γῆς Xen. не всегда одни и те же части земли являются сушей;
3 тж. med. быть сухим, безводным, оставаться невозделанным (ἡ γῆ χερσεύει Arst., тж. χερσεύεται Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χερσεύω: ἀμεταβ., ζῶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ζῶ ἢ κεῖμαι ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 637· χελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν πολὺν χρόνον Πλούτ. 2. 982Β. 2) εἶμαι ξηρὰ γῆ, ἀντίθετ. τῷ ἔνυδρος εἶναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 13· - κεῖμαι ἔρημος ἢ ἄγονος, μένω χέρσος, ἀκαλλιέργητος, ὅπου δ’ ἂν ἀναγκασθῇ ἡ γῆ χερσεύειν ἀποσβέννυνται καὶ αἱ ἄλλαι τέχναι Ξεν. Οἰκ. 5, 17., 16, 5. ΙΙ. μεταβ., ἀφίνω ὡς ξηράν. - Παθ., μένω ὡς ξηρά· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πλωτὰ γενέσθαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 27. 2) κάμνω τι ξηρὸν καὶ ἄγονον. - Παθ., γίνομαι οὕτω, Πλούτ. 2. 2D.
Greek Monolingual
ΜΑ χέρσος
(το παθ.) χερσεύομαι
μεταβάλλομαι σε χέρσο, γίνομαι ξερός και άγονος, χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ.
β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ' ἀμεληθεῖσα χερσεύεται», Πλούτ.)
αρχ.
1. ζω ή βρίσκομαι στη στεριά («χελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν», Πλούτ.)
2. (για περιοχή) είμαι ή γίνομαι χέρσος, άγονος (α. «πλείους εἰσὶν οἱ πρότερον ἔνυδροι, νῦν δὲ χερσεύοντες», Αριστοτ.
β. «τὰς εὐκάρπους ἀρούρας χερσεύειν ἐᾷ», Φίλ.)
3. (σχετικά με περιοχή) εγκαταλείπω ώστε να χερσώσει.
Greek Monotonic
χερσεύω: ζω στην ξηρά, κάνω κάτι ξηρό ή άγονο, σε Ξεν.