Anonymous

καταλάμπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταλάμπω]])<br />[[εκπέμπω]] λαμπρό φως, [[λαμποκοπώ]] («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει [[φαέθων]] [[κύκλος]] ἀελίοιο» — στη [[μέση]] της ασπίδας λαμποκοπούσε ο [[φωτεινός]] [[κύκλος]] του ήλιου, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λάμπω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή [[κάτι]], [[φωτίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] με λαμπρό φως (α. «Χαίρε, [[ἀστραπή]], τὰς ψυχάς καταλάμπουσα», Ακάθ. Ύμν.<br />β. «κατέλαμπον τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταλάμπομαι</i><br />φωτίζομαι έντονα από [[κάτι]], [[δέχομαι]] την [[ακτινοβολία]] από κάποιον (α. «ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι», <b>Ξεν.</b><br />β. «... ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῑσα»).
|mltxt=(AM [[καταλάμπω]])<br />[[εκπέμπω]] λαμπρό φως, [[λαμποκοπώ]] («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει [[φαέθων]] [[κύκλος]] ἀελίοιο» — στη [[μέση]] της ασπίδας λαμποκοπούσε ο [[φωτεινός]] [[κύκλος]] του ήλιου, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λάμπω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή [[κάτι]], [[φωτίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] με λαμπρό φως (α. «Χαίρε, [[ἀστραπή]], τὰς ψυχάς καταλάμπουσα», Ακάθ. Ύμν.<br />β. «κατέλαμπον τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταλάμπομαι</i><br />φωτίζομαι έντονα από [[κάτι]], [[δέχομαι]] την [[ακτινοβολία]] από κάποιον (α. «ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι», <b>Ξεν.</b><br />β. «... ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῖσα»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm