3,277,226
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[διαφθείρω]], Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω)<br /><b>1.</b> (με [[ηθική]] ένν.) [[εξαχρειώνω]], [[βλάπτω]], [[κάνω]] κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα [[παιδιά]]»)<br /><b>2.</b> [[φθείρω]] με δώρα, [[δωροδοκώ]] κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων ἀργυρίῳ διαφθείρειν», Λυσ.)<br /><b>3.</b> (για γυναίκες) [[αποπλανώ]], [[ατιμάζω]], [[διακορεύω]], [[απατώ]]<br />«οὐ μόνον τὴν σὴν [[γυναίκα]] διέφθαρκεν ἀλλὰ καὶ ἄλλας πολλὰς», Λυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>διεφθαρμένος</i><br />ο ηθικά ξεπεσμένος, [[έκφυλος]], [[αισχρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]]<br /><b>2.</b> (για ανθρ.) [[σκοτώνω]], [[θανατώνω]], [[σφάζω]] («ἐκείνους ἀγαγῶν εἰς Κόρινθον διέφθειρε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξοντώνω]], [[εξολοθρεύω]] («τῇ δ' ἡμέρᾳ παύσει σφε καὶ διαφθερεῑ», <b>Σοφ.</b> Οιδ. Τύρ.)<br /><b>4.</b> [[σπάζω]], [[τσακίζω]] («ὑγιὴ λίθον [[διαφθείρω]]»)<br /><b>5.</b> (για καταστάσεις) [[διαλύω]], π.χ., [[συναναστροφή]]<br /><b>6.</b> [[εξασθενώ]] («χεῖρα δ' οὐ διαφθερῶ», <b>Ευρ.</b> Μήδ.)<br /><b>7.</b> (για [[γυναίκα]]) [[αποβάλλω]], [[ρίχνω]] το [[παιδί]] («[[κρύφα]] τις | |mltxt=(Α [[διαφθείρω]], Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω)<br /><b>1.</b> (με [[ηθική]] ένν.) [[εξαχρειώνω]], [[βλάπτω]], [[κάνω]] κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα [[παιδιά]]»)<br /><b>2.</b> [[φθείρω]] με δώρα, [[δωροδοκώ]] κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων ἀργυρίῳ διαφθείρειν», Λυσ.)<br /><b>3.</b> (για γυναίκες) [[αποπλανώ]], [[ατιμάζω]], [[διακορεύω]], [[απατώ]]<br />«οὐ μόνον τὴν σὴν [[γυναίκα]] διέφθαρκεν ἀλλὰ καὶ ἄλλας πολλὰς», Λυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>διεφθαρμένος</i><br />ο ηθικά ξεπεσμένος, [[έκφυλος]], [[αισχρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]]<br /><b>2.</b> (για ανθρ.) [[σκοτώνω]], [[θανατώνω]], [[σφάζω]] («ἐκείνους ἀγαγῶν εἰς Κόρινθον διέφθειρε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξοντώνω]], [[εξολοθρεύω]] («τῇ δ' ἡμέρᾳ παύσει σφε καὶ διαφθερεῑ», <b>Σοφ.</b> Οιδ. Τύρ.)<br /><b>4.</b> [[σπάζω]], [[τσακίζω]] («ὑγιὴ λίθον [[διαφθείρω]]»)<br /><b>5.</b> (για καταστάσεις) [[διαλύω]], π.χ., [[συναναστροφή]]<br /><b>6.</b> [[εξασθενώ]] («χεῖρα δ' οὐ διαφθερῶ», <b>Ευρ.</b> Μήδ.)<br /><b>7.</b> (για [[γυναίκα]]) [[αποβάλλω]], [[ρίχνω]] το [[παιδί]] («[[κρύφα]] τις διαπαρθενευθεῖσα καἰ διαφθαρεῖσα τὸ [[βρέφος]]»)<br /><b>8.</b> [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]] («οὐκ ἴσθ, ὁποίῳ φαρμάκῳ διαφθερεῖν ἔμελλον», <b>Ευρ.</b>, Ιππ.)<br /><b>9.</b> <b>(παρακμ.)</b> α) <b>(αμτβ.)</b> <i>διέφθορα</i><br />[[είμαι]] [[χαμένος]], έχω καταστραφεί (συνήθ. σε [[χρήση]] ως μτχ. <i>διεφθορώς</i><br />[[χαλασμένος]], μολυσμένος, αποσυνθεμένος)<br />β) στους δόκιμους αττικούς συγγραφείς [[πάντα]] μτβ. («τάς... ελπίδας διέφθορεν», <b>Σοφ.</b> Ηλ.)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[διαφθείρω]] τους νόμους» — [[διαστρέφω]] τους νόμους. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |