3,277,218
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=galaktofo/ros | |Beta Code=galaktofo/ros | ||
|Definition=ον, [[giving milk]], PLond.1.3.22 (ii B. C.), <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.3.4</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.443</span>; of food, [[causing an abundant flow of milk]], Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>553</span>. | |Definition=ον, [[giving milk]], PLond.1.3.22 (ii B. C.), <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.3.4</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.443</span>; of food, [[causing an abundant flow of milk]], Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>553</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(γᾰλακτοφόρος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que da leche]] κτήνη I.<i>BI</i> 3.50, τιθῆναι Opp.<i>C</i>.1.443, κούρη Nonn.<i>D</i>.30.167.<br /><b class="num">2</b> [[que hace dar leche en abundancia]] πράσιος Sch.Nic.<i>Th</i>.553.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ὁ γ. [[lechero]], <i>UPZ</i> 175a.22, 180a.35.6, <i>OBodl</i>.1.304 (todos II a.C.).<br /><b class="num">2</b> dud. τὸ γαλακτοφόρον [[recipiente o jarra para leche]], <i>POxy</i>.521.24, cf. 22 (II d.C.), cf. γλα<κ>τοφόρος. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γᾰλακτοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων [[γάλα]], Ἰώσηπ. Π. Ι. 3. 3, 4. Ὀππ. Κ. 1. 443· τιθῆναι Νίκ. Θ. 554. | |lstext='''γᾰλακτοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων [[γάλα]], Ἰώσηπ. Π. Ι. 3. 3, 4. Ὀππ. Κ. 1. 443· τιθῆναι Νίκ. Θ. 554. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (AM [[γαλακτοφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[μητέρα]] ή τροφό ή θηλυκό ζώο) αυτή που παράγει [[γάλα]]<br /><b>2.</b> (για ουσίες ή τροφές) ο [[γαλακταγωγός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> α) <i>γαλακτοφόρο</i>, <i>το</i><br />[[κύτταρο]] ή [[σύμπλεγμα]] κυττάρων που συνδέονται [[μεταξύ]] τους και περιέχουν γαλακτικό χυμό<br />β) γυάλινο [[δοχείο]] που χρησιμοποιείται ως [[θήλαστρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[γαλακτοφόρος]] [[πόρος]]» (και ως ουσ. [[γαλακτοφόρος]], <i>ο</i>)<br />[[εκφορητικός]] [[πόρος]] στον οποίο συμβάλλουν πολλοί μεσολόβιοι πόροι τών αδένων του μαστού. | |mltxt=-ο (AM [[γαλακτοφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[μητέρα]] ή τροφό ή θηλυκό ζώο) αυτή που παράγει [[γάλα]]<br /><b>2.</b> (για ουσίες ή τροφές) ο [[γαλακταγωγός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> α) <i>γαλακτοφόρο</i>, <i>το</i><br />[[κύτταρο]] ή [[σύμπλεγμα]] κυττάρων που συνδέονται [[μεταξύ]] τους και περιέχουν γαλακτικό χυμό<br />β) γυάλινο [[δοχείο]] που χρησιμοποιείται ως [[θήλαστρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[γαλακτοφόρος]] [[πόρος]]» (και ως ουσ. [[γαλακτοφόρος]], <i>ο</i>)<br />[[εκφορητικός]] [[πόρος]] στον οποίο συμβάλλουν πολλοί μεσολόβιοι πόροι τών αδένων του μαστού. | ||
}} | }} |