Anonymous

ἔννωθρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)/nnwqros
|Beta Code=e)/nnwqros
|Definition=ον, [[dazed]], Dsc.1.31.
|Definition=ον, [[dazed]], Dsc.1.31.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />medic. [[embotado]], [[ofuscado]], [[entorpecido]] ἔννωθροι δὲ γίνονται ... οἱ λαμβάνοντες ([[ἐλαιόμελι]]) Dsc.1.31.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔννωθρος''': ον = [[νωθρός]], Διοσκ. 1. 37.
|lstext='''ἔννωθρος''': ον = [[νωθρός]], Διοσκ. 1. 37.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />medic. [[embotado]], [[ofuscado]], [[entorpecido]] ἔννωθροι δὲ γίνονται ... οἱ λαμβάνοντες ([[ἐλαιόμελι]]) Dsc.1.31.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔννωθρος]], -ον (Α) [[νωθρός]]<br />αυτός που κατέχεται από [[νωθρότητα]], από [[νάρκη]], ναρκωμένος.
|mltxt=[[ἔννωθρος]], -ον (Α) [[νωθρός]]<br />αυτός που κατέχεται από [[νωθρότητα]], από [[νάρκη]], ναρκωμένος.
}}
}}