Anonymous

κέλαδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1413.png Seite 1413]] ὁ, Geschrei, Lärm, Getöse; ἀμφ' αὐτῷ θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν II. 9, 543; [[αὐτόματος]], Klang, Pind. P. 4, 60; βοᾷ δ' ἐν ὠσὶ [[κέλαδος]] οὐ [[παιώνιος]] Aesch. Pers. 597, vgl. Ch. 337; ὀξὺν δι' ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς πώλοις Soph. El. 727; ὁ [[κέλαδος]] Εὐΐου Eur. Bacch. 578, öfter; auch λύρας, I. T. 1129; μουσεῖος Ep. (IX, 372).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1413.png Seite 1413]] ὁ, Geschrei, Lärm, Getöse; ἀμφ' αὐτῷ θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν II. 9, 543; [[αὐτόματος]], Klang, Pind. P. 4, 60; βοᾷ δ' ἐν ὠσὶ [[κέλαδος]] οὐ [[παιώνιος]] Aesch. Pers. 597, vgl. Ch. 337; ὀξὺν δι' ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς πώλοις Soph. El. 727; ὁ [[κέλαδος]] Εὐΐου Eur. Bacch. 578, öfter; auch λύρας, I. T. 1129; μουσεῖος Ep. (IX, 372).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit retentissant, cri, clameur;<br /><b>2</b> chant, accords, accents.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κράζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κέλαδος''': ὁ, ποιητ. [[λέξις]] (πρβλ. [[κελαδέω]]), θύρυβος, οἷος ὁ τοῦ ὁρμητικῶς ῥέοντος ὕδατος, [[μέγας]] [[θόρυβος]], [[κραυγή]]. θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν, ἐπὶ προσώπων ὁριζόντων, Ἰλ. Ι. 547, πρβλ. Σ. 530, καὶ [[μετατίθημι]]. ΙΙ. ἰσχυρὰ καὶ καθαρὰ φωνὴ ὡς ἡ τοῦ μαντείου. Πινδ. ΙΙ. 4. 107· [[κραυγή]], βοή, κ. οὐ παιώνιος Αἰσχύλ. Πέρσ. 605, πρβλ. 388, Χο. 341, Σοφ. Ἠλ. 737, κτλ. ΙΙΙ. ὁ [[ἦχος]] τῆς μουσικῆς, κ. ἑπτατόνου λύρας Εὐριπ. Ι. Τ. 1129, Κύκλ. 487.
|lstext='''κέλαδος''': ὁ, ποιητ. [[λέξις]] (πρβλ. [[κελαδέω]]), θύρυβος, οἷος ὁ τοῦ ὁρμητικῶς ῥέοντος ὕδατος, [[μέγας]] [[θόρυβος]], [[κραυγή]]. θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν, ἐπὶ προσώπων ὁριζόντων, Ἰλ. Ι. 547, πρβλ. Σ. 530, καὶ [[μετατίθημι]]. ΙΙ. ἰσχυρὰ καὶ καθαρὰ φωνὴ ὡς ἡ τοῦ μαντείου. Πινδ. ΙΙ. 4. 107· [[κραυγή]], βοή, κ. οὐ παιώνιος Αἰσχύλ. Πέρσ. 605, πρβλ. 388, Χο. 341, Σοφ. Ἠλ. 737, κτλ. ΙΙΙ. ὁ [[ἦχος]] τῆς μουσικῆς, κ. ἑπτατόνου λύρας Εὐριπ. Ι. Τ. 1129, Κύκλ. 487.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit retentissant, cri, clameur;<br /><b>2</b> chant, accords, accents.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κράζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth