Anonymous

κέλαδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit retentissant, cri, clameur;<br /><b>2</b> chant, accords, accents.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κράζω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit retentissant, cri, clameur;<br /><b>2</b> chant, accords, accents.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κράζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κέλαδος''': , ποιητ. [[λέξις]] (πρβλ. [[κελαδέω]]), θύρυβος, οἷος ὁ τοῦ ὁρμητικῶς ῥέοντος ὕδατος, [[μέγας]] [[θόρυβος]], [[κραυγή]]. θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν, ἐπὶ προσώπων ὁριζόντων, Ἰλ. Ι. 547, πρβλ. Σ. 530, καὶ [[μετατίθημι]]. ΙΙ. ἰσχυρὰ καὶ καθαρὰ φωνὴ ὡς ἡ τοῦ μαντείου. Πινδ. ΙΙ. 4. 107· [[κραυγή]], βοή, κ. οὐ παιώνιος Αἰσχύλ. Πέρσ. 605, πρβλ. 388, Χο. 341, Σοφ. Ἠλ. 737, κτλ. ΙΙΙ. ὁ [[ἦχος]] τῆς μουσικῆς, κ. ἑπτατόνου λύρας Εὐριπ. Ι. Τ. 1129, Κύκλ. 487.
|elnltext=κέλαδος -ου, ὁ geschreeuw, herrie:. ἡ δ’ ἀμφ’ αὐτῷ θῆκε πολὺν κέλαδον zij veroorzaakte rondom hem veel krijgsrumoer Il. 9. 547; βοᾷ τ’ ἐν ὠσὶ κέλαδος in mijn oren klinkt geschreeuw Aeschl. Pers. 605; ὀξὺν δι’ ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς πώλοις διώκει hij liet een scherp bevel tot de oren van zijn snelle paarden doordringen en ging hem achterna Soph. El. 737. helder stemgeluid, klank:; πόθεν ὁ κέλαδος ἀνά μ’ ἐλάκεσεν Εὐίου; vanwaar roept de stem van Bacchus mij op? Eur. Ba. 578; lied:. κέλαδον μουσιζόμενος een lied zingend Eur. Cycl. 489.
}}
{{elru
|elrutext='''κέλαδος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[шум]]: ([[Ἄρτεμις]]) θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν Hom. Артемида разожгла шумный раздор;<br /><b class="num">2)</b> [[звук]], [[звучание]], [[глас]] . [[παιώνιος]], κέλαδοι εὔφθογγοι Aesch.; [[ὀξύς]] Soph.; κ. ἑπτατόνου λύρας Eur.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κέλαδος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ήχος]] σαν από ορμητικά νερά· [[δυνατός]] [[ήχος]], [[βοή]], ουρλιαχτό, κραυγές, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> δυνατή καθαρή [[φωνή]], [[κραυγή]], [[ιαχή]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ο [[ήχος]] της μουσικής, σε Ευρ.
|lsmtext='''κέλαδος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ήχος]] σαν από ορμητικά νερά· [[δυνατός]] [[ήχος]], [[βοή]], ουρλιαχτό, κραυγές, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> δυνατή καθαρή [[φωνή]], [[κραυγή]], [[ιαχή]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ο [[ήχος]] της μουσικής, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κέλαδος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[шум]]: ([[Ἄρτεμις]]) θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν Hom. Артемида разожгла шумный раздор;<br /><b class="num">2)</b> [[звук]], [[звучание]], [[глас]] . [[παιώνιος]], κέλαδοι εὔφθογγοι Aesch.; [[ὀξύς]] Soph.; κ. ἑπτατόνου λύρας Eur.).
|lstext='''κέλαδος''': , ποιητ. [[λέξις]] (πρβλ. [[κελαδέω]]), θύρυβος, οἷος ὁ τοῦ ὁρμητικῶς ῥέοντος ὕδατος, [[μέγας]] [[θόρυβος]], [[κραυγή]]. θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν, ἐπὶ προσώπων ὁριζόντων, Ἰλ. Ι. 547, πρβλ. Σ. 530, καὶ [[μετατίθημι]]. ΙΙ. ἰσχυρὰ καὶ καθαρὰ φωνὴ ὡς ἡ τοῦ μαντείου. Πινδ. ΙΙ. 4. 107· [[κραυγή]], βοή, κ. οὐ παιώνιος Αἰσχύλ. Πέρσ. 605, πρβλ. 388, Χο. 341, Σοφ. Ἠλ. 737, κτλ. ΙΙΙ. ὁ [[ἦχος]] τῆς μουσικῆς, κ. ἑπτατόνου λύρας Εὐριπ. Ι. Τ. 1129, Κύκλ. 487.
}}
{{elnl
|elnltext=κέλαδος -ου, ὁ geschreeuw, herrie:. ἡ δ’ ἀμφ’ αὐτῷ θῆκε πολὺν κέλαδον zij veroorzaakte rondom hem veel krijgsrumoer Il. 9. 547; βοᾷ τ’ ἐν ὠσὶ κέλαδος in mijn oren klinkt geschreeuw Aeschl. Pers. 605; ὀξὺν δι’ ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς πώλοις διώκει hij liet een scherp bevel tot de oren van zijn snelle paarden doordringen en ging hem achterna Soph. El. 737. helder stemgeluid, klank:; πόθεν ὁ κέλαδος ἀνά μ’ ἐλάκεσεν Εὐίου; vanwaar roept de stem van Bacchus mij op? Eur. Ba. 578; lied:. κέλαδον μουσιζόμενος een lied zingend Eur. Cycl. 489.
}}
}}
{{etym
{{etym