3,270,629
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> át. -πλους<br /><b class="num">I</b> [[que navega]] διάπλοον καθίστασαν ... πάντα ναυτικὸν λεών hicieron que toda la tropa marinera siguiera navegando</i> A.<i>Pers</i>.382.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> [[trayecto por mar]], [[travesía]], [[navegación]] [[βραχύς]] ἐστιν ὁ δ. Th.3.93, cf. 6.31, App.<i>Hisp</i>.19, τὸν διάπλουν αὐτῶν προκατέχοντας Plb.1.61.1, εἰς τὴν ἤπειρον D.S.3.21, cf. Str.3.1.8, τοῦ διάπλου τοῦ περὶ [[Ἄβυδον]] εἶρξαι App.<i>Syr</i>.28, cf. D.C.49.2.1, X.Eph.1.6.1, διάπλουν διήκειν Procop.<i>Pers</i>.1.19.18, ὁ Λειάνδροιο δ. <i>AP</i> 7.666 (Antip.Thess.).<br /><b class="num">2</b> concr. [[paso para la navegación]], [[bocana]] δ. δυοῖν νεοῖν paso para dos naves</i> Th.4.8, διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων ... τεμόντες Pl.<i>Criti</i>.118e. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> át. -πλους<br /><b class="num">I</b> [[que navega]] διάπλοον καθίστασαν ... πάντα ναυτικὸν λεών hicieron que toda la tropa marinera siguiera navegando</i> A.<i>Pers</i>.382.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> [[trayecto por mar]], [[travesía]], [[navegación]] [[βραχύς]] ἐστιν ὁ δ. Th.3.93, cf. 6.31, App.<i>Hisp</i>.19, τὸν διάπλουν αὐτῶν προκατέχοντας Plb.1.61.1, εἰς τὴν ἤπειρον D.S.3.21, cf. Str.3.1.8, τοῦ διάπλου τοῦ περὶ [[Ἄβυδον]] εἶρξαι App.<i>Syr</i>.28, cf. D.C.49.2.1, X.Eph.1.6.1, διάπλουν διήκειν Procop.<i>Pers</i>.1.19.18, ὁ Λειάνδροιο δ. <i>AP</i> 7.666 (Antip.Thess.).<br /><b class="num">2</b> concr. [[paso para la navegación]], [[bocana]] δ. δυοῖν νεοῖν paso para dos naves</i> Th.4.8, διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων ... τεμόντες Pl.<i>Criti</i>.118e. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>οος, οον;<br />qui navigue à travers, qui navigue sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[διαπλέω]].<br /><span class="bld">2</span>όου (ὁ) :<br /><b>1</b> traversée, navigation;<br /><b>2</b> passage pour des navires, chenal.<br />'''Étymologie:''' [[διαπλέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν. 1) ὡς ἐπίθ., διαπλέων, δ. καθίστασαν λεών, διετήρησαν εἰς τὴν κώπην, ἠνάγκασαν νὰ κωπηλατῶσι συνεχῶς. Αἰσχύλ. Πέρσ. 382. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάπλους, ὁ, [[διάπλευσις]], διάβασις, πρὸς τόπον Θουκ. 9. 93, πρβλ. 6. 31. 2) [[τόπος]] ἢ [[μέρος]] κατάλληλον [[ὅπως]] περάσῃ τις [[πλέων]], πέρασμα, δυοῖν νεοῖν, χωροῦν δύο πλοῖα κατὰ [[μέτωπον]] πλέοντα, ὁ αὐτ. 4. 8. 3) πορθμὸς ἢ πέρασμα διασταυροῦν ἕτερον, Πλάτ. Κριτί. 118Ε. | |lstext='''διάπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν. 1) ὡς ἐπίθ., διαπλέων, δ. καθίστασαν λεών, διετήρησαν εἰς τὴν κώπην, ἠνάγκασαν νὰ κωπηλατῶσι συνεχῶς. Αἰσχύλ. Πέρσ. 382. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάπλους, ὁ, [[διάπλευσις]], διάβασις, πρὸς τόπον Θουκ. 9. 93, πρβλ. 6. 31. 2) [[τόπος]] ἢ [[μέρος]] κατάλληλον [[ὅπως]] περάσῃ τις [[πλέων]], πέρασμα, δυοῖν νεοῖν, χωροῦν δύο πλοῖα κατὰ [[μέτωπον]] πλέοντα, ὁ αὐτ. 4. 8. 3) πορθμὸς ἢ πέρασμα διασταυροῦν ἕτερον, Πλάτ. Κριτί. 118Ε. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |